
Ο Ευάγγελος Αντώναρος, με μια συγκινητική μεν αλλά ρεπορταζιακή ανάρτηση θυμάται τον πατέρα του. Τον σκιτσογράφο, – δημοσιογράφο επιτρέψτε μου να προσθέσω για όλους τους γελοιογράφους/σκιτσογράφους – πατέρα του, τον περίφημο Αρχέλαο.
Ακολουθεί το κείμενο του κ. Αντώναρου στο προφίλ του στο Facebook:
Σήμερα είναι μια μέρα ιδιαίτερης συγκίνησης αλλά και μεγάλης περηφάνειας για μένα και την οικογένεια μου.
Συμπληρώνονται 100 ακριβώς χρόνια από τη μέρα που γεννήθηκε στη Θεσσαλονικη, στις 21 Φεβρουαρίου 1921, ο πατέρας μου, ο σκιτσογράφος Αρχέλαος.
Στερνοπαίδι της πολυμελούς οικογένειας του σιδηροδρομικού υπαλλήλου Ευάγγελου Αντώναρου που πέθανε νωρίς και της γιαγιάς Αθηνούλας ο Αρχέλαος ήθελε από μικρός ένα πράγμα να κάνει στη ζωή του — να σκιτσάρει.
Το πρώτο του σκίτσο δημοσιεύθηκε λίγο πριν τη δικτατορία του Μεταξά το 1936 στην εφημερίδα Μακεδονία. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να το βρω όσο κι αν έχω σκαλίσει συστηματικά όλα τα αρχεία.
Ο Αρχέλαος σταδιοδρόμησε στην Αθήνα όπου είχε φθάσει με περιπετειώδη τρόπο κρυμμένος σε μια καρότσα φορτηγού αυτοκινήτου την περίοδο της Κατοχής για να σπουδάσει στη Φιλοσοφικη Σχολή. Ενεργό στέλεχος της αντίστασης, φυσικά με το ΕΑΜ, ο ψηλός, λιγνός, κατάξανθος, γαλανομάτης Αρχέλαος ήταν — όπως μου είχε πει ο μακαρίτης πια πρώην αντιπρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Νίκος Καραντινός — σύνδεσμος ομάδων που δρούσαν στο Κέντρο και στα νότια προάστια της Αθήνας.
Άνθρωπος με βαθιά δημοκρατικά πιστεύω ο Αρχέλαος εργάσθηκε αδιάκοπα στην εφημερίδα Αθηναϊκή από την έκδοση της μέχρι την διακοπή της κυκλοφορίας της με την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1967. Με το πενάκι του στηλίτευε καθημερινά σε πρωτοσέλιδα σκίτσα την πολιτική και τους πολιτικούς.


Ήταν ο πρώτος Έλληνας σκιτσογράφος που οδηγήθηκε στα δικαστήρια μετά από μήνυση του τότε πανίσχυρου υπουργού Μαρκεζίνη για ένα πρωτοσέλιδο σκίτσο στις 24 Μαρτίου 1953. Καταδικάσθηκε πρωτόδικα κι αθωώθηκε στο Εφετείο.
Φυσικά μια καταδίκη δεν έκαμψε τον ευτραφή πια Αρχέλαο. Σκιτσάριζε αδιάκοπα. Με τροπο αιχμηρό. Όπως πρέπει να είναι το πολιτικό σκίτσο.”Πρέπει να το αισθάνονται”, έλεγε. “Δεν μπορεί να είναι χάδι.” Κι είχε δίκιο. Αν και ζούμε σε μια χώρα που η κριτική, πολύ περισσότερο η σάτιρα προκαλούν έντονη δυσφορία στους εκάστοτε κρατούντες. Όπως στον τότε Υπουργό του Κωνσταντίνου Καραμανλή και κατοπινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο που σκίτσα του Αρχελάου και του Φωκίωνα Δημήτριάδη προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του. Η απάντηση των σκιτσογράφων: Δεν ξανασκιτσάρουμε τον κ. Τσάτσο. Σε λίγες ημέρες ο Τσάτσος τους ικέτευε να τον ξανασκιτσάρουν — όπως ήθελαν. Γιατί τότε ούτε πολλές φωτογραφίες δημοσιευόνταν, ούτε τηλεόραση υπήρχε. Όποιος δεν γινόταν σκίτσο, έχανε σε δημοτικότητα.
Αλλά ο Αρχέλαος δεν ήταν μόνο ένας πολιτικός σκιτσογράφος. “Ο Αρχέλαος είναι ένας κατ΄εξοχήν κοινωνικός σκιτσογράφος”, διαπίστωσε ιδιαίτερα εύστοχα ο φίλος του και κορυφαίος κριτικός μας Κώστας Γεωργουσόπουλος σε μια τιμητική εκδήλωση που διοργάνωσε ο Δήμος Καλλιθέας– όπου είχε στήσει το σπιτικό του ο Αρχέλαος με τη Γεωργίτσα του και τα δυό του αγόρια — στις αρχές της δεκαετίας του 90. Κι είχε απόλυτα δίκιο. Σε περιοδικά πολύ μεγάλης — αδιανόητης για την εποχή μας — κυκλοφορίας όπως το Ρομάντσο και το Πάνθεον ο Αρχέλαος αποτύπωνε κάθε εβδομαδά σε δεκάδες σκίτσα τις τάσεις της εποχής. Τις αγωνίες του μέσου ανθρώπου. Τα όνειρα του. Τα επιτρέπεται και τα απαγορεύεται των καιρών.
Είχε μάτι κοφτερό. Έβλεπε λεπτομέρειες που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούσαν να διακρίνουν. Σπάνια σχολίαζε δημόσια η ιδιωτικά άλλους ανθρώπους. Αλλά αν του έλεγες “μπορείς να τους σκιτσάρεις”, έπιανε ένα μολύβι κι ένα κομμάτι χαρτί και τους σκιτσάριζε με εντυπωσιακή ταχύτητα κι απεικονιστική εκφραστικότητα.
Μια μεγάλη ηθοποιός του είχε παραπονεθεί κάποτε ότι της είχε κάνει μια ιδιαίτερα μεγάλη μύτη κι ένα έντονο πανωχείλι. “Μα Αρχέλαε μου, έτσι είμαι;” τον ρώτησε μπροστά μου. “Έτσι και καλύτερη”, της απάντησε. “Γιατί αν δε τα είχες αυτά τα δυό θα έχανες τη μισή γοητεία σου και 90% της επιτυχίας σου”, της απάντησε. Η φιλία τους δεν χάλασε.
Ο Αρχέλαος, ο πατέρας μου, απολάμβανε τις παρέες αλλά δεν ήταν αυτό που λέμε σήμερα κοινωνικός άνθρωπος. Ούτε ήταν καλαμπουρτζής όπως νομίζουν — λαθεμένα — οι περισσότεροι ότι είναι οι σκιτσογράφοι. Όπως οι περισσότεροι μεγάλοι του επαγγέλματος του απέπνεε φορές φορές μια μελαγχολία και μια εσωτερική απομάκρυνση. Ίσως ακριβώς επειδή έβλεπε κι “ένιωθε” πράματα που εμείς οι άλλοι δεν καταγράφουμε, ίσως γιατί με τη ματιά του έκανε “βαθειά ακτινογραφία”, όπως μου είχε πει κάνα δυό φορές, σε ανθρώπους και ξεσκάλιζε τα σώψυχα τους.
Είμαι τυχερός, νομίζω, γιατί αν και δεν πήρα το ταλέντο του στο πενάκι — πως θα μπορούσα άλλωστε ; — μου άφησε ένα θείο δώρο: Να βλέπω τους ανθρώπους βαθιά μέσα τους. Να μη μένω στα ανόητα κι επιφανειακά. Να έχω κριτικό πνεύμα. Να μη ξεχνάω ποτέ τη δημοκρατία και την κοινωνία. Να έχω στο μυαλό μου ότι την ελευθερία δεν τη θυσιάζουμε ούτε τη τεμαχίζουμε για ο,τιδήποτε.
Τον ευχαριστώ για τις λίγες οδηγίες που θέλησε να μου δώσει στη ζωή — ήταν της άποψης πως ο καθένας πρέπει να βρίσκει τον δρόμο του μόνος του έχοντας απλά καλά εφόδια από το σπίτι του. Τον ευχαριστώ που μ’ έμαθε να διαβάζω ακατάπαυστα όπως εκείνος. Τον ευχαριστώ που με χειραφέτησε πολύ νωρίς: Στα 19 μου εγώ δούλευα ως εσωτερικός συντάκτης στο περιοδικό Πάνθεον όταν του τηλεφώνησε ο παλιός του φίλος από την εποχή της αντίστασης, ο σπουδαιος δημοσιογράφος Χρήστος Πασαλάρης: “Αρχέλαε, έχω μάθει ότι έχεις ένα γιο που ξέρει γλώσσες και γράφει πολύ καλά”, του είπε. “Αναλαμβάνω ως διευθυντής το περιοδικό Επίκαιρα και θέλω να έρθει κοντά μου.” “Χρήστο, ο Βαγγέλης είναι 19 χρονών ενήλικος πια. Καθορίζει μόνος του τη ζωή του. Πάρε τον απευθείας τηλέφωνο να συνεννοηθείτε.” Έτσι κι έγινε. Έμεινα 3 χρόνια κοντά στον “δασκαλο” Πασαλάρη κι ωρίμασα ως δημοσιογράφος.


Ο Αρχέλαος έφυγε σχετικά νωρίς από τη ζωή. 77 ετών τον Απρίλη του 1998. Την τελευταία μέρα που τον είδα στο Ιπποκράτειο ήταν καταπονημένος αλλά αισιόδοξος. Μου ζήτησε το σημειωματάριο μου, πήρε ένα στύλο και σχεδίασε επι τόπου δυο ανθρωπάκια. Ήταν το τελευταίο δείγμα…σκίτσο του. Χιλιάδες σκίτσα, τα περισσότερα δημοσιευμένα, αλλά και πολλά αδημοσίευτα, βρίσκονται στο προσωπικό του αρχείο που είναι σχετικά καλά ταξινομημένο. Αλλά ο Αρχέλαος σκίτσαρε παντού. Πάνω σε πέτρες που μάζευε από την ακρογιαλιά και χάριζε σε φίλους. Σε ευχετήριες κάρτες που έστελνε στις γιορτές. Σε μικρά κομματάκια ξύλο που τα έκανε από χομπυ χριστουγεννιάτικα στολίδια.
Είχα πρόθεση να διοργανώσω φέτος με τη συμπλήρωση εκατό ετών από τη γέννηση του μια αναμνηστική έκθεση για τον μεγάλο Σαλονικιο — που έζησε στην Αθήνα αλλά έμεινε στη ψυχή και στην καρδιά πάντα Μακεδόνας και Βορειοελλαδίτης. Ο κορωνοϊός ανέστειλε όλα αυτά τα πλάνα. Προσωρινά όμως. Όταν περάσει η θύελλα κι είμαστε όλοι μας καλά θα έχω τη χαρά να σας καλέσω να ξαναδιαβούμε όλοι μας από κοντά τη διαδρομή του Αρχελάου. Ελπίζω κι εύχομαι σύντομα.
ΥΓ. Βέβαια, όπως λένε κάποιοι, το ταλέντο δεν χάνεται. Μεταλαμπαδεύεται. Με έναν περίεργο τρόπο. Κάποιοι πιστεύουν στη μεθεπόμενη γενιά. Ο Αρχέλαος το χε πει πιο απλά στη Δάφνη, την εγγονή του και κόρη μου: “Εσένα πάει το χέρι σου, κι έχεις μια μοναδική αίσθηση για τα χρώματα.” Όταν η Δάφνη ήταν μόλις οκτώ χρονών.
Ευάγγελος Αντώναρος / Ανάρτηση στο facebook
ειναι ΑΛΗΘΕΙ ΟΣΑ ΛΕΣ ,ΕΓΩ ΟΤΑΝ ΕΠΕΡΝΑ ΤΟΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΡΩΤΑ ΚΕΙΤΑΖΑ ΤΑ ΣΚΙΤΣΑ Τ ΗΤΑΝ ΤΟ ΚΑΛΛΙΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ ΕΝΤΥΠΟΥ.
Κρίμα που το παιδί του ο Βαγγέλης δεν έμοοιασε στον πατέρα του στην εξυπνάδα…