
Ο Ιωάννης Νικόλαος Αρθούρος Ρεμπώ γεννήθηκε στην αγροτική κωμόπολη της Σαρλεβίλ, κοντά στα βελγικά σύνορα, στις 20 Οκτωβρίου του 1854.
Ήταν το παιδί, δυο χαρακτηριστικά αταίριαστων ανθρώπων, του λοχαγού Φρεντερίκ Ρεμπώ και της Βιταλί Κουίφ, κόρης αγροτών. Οι δυο γνωρίστηκαν σε ένα κονσέρτο της ορχήστρας του 47ου Συντάγματος Πεζικού και παντρεύτηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς ανώφελους συναισθηματισμούς. Ο πατέρας του εγκατέλειψε το σπίτι τους όταν ο Αρθούρος έγινε έξι ετών.
Όταν έγινε έντεκα χρονών και η μητέρα του τον έστειλε στο κολλέγιο, η εντύπωση που προξενεί στους καθηγητές του είναι μεγάλη.
Ένας από αυτούς το προαισθάνεται: «από εξυπνάδα έχει όση θέλετε, αλλά έχει κάτι μάτια κι ένα χαμόγελο που δε μ’ αρέσουν καθόλου. Θα έχει κακό τέλος».
Μέχρι να έρθει, λοιπόν, το τέλος ο Αρθούρος αρκείται να σκαρώνει στιχάκια στα λατινικά, να σαρώνει τα πρώτα βραβεία στις εξετάσεις και να χάνεται για ώρες ατελείωτες στα βιβλιοπωλεία.
Δεκαέξι χρονών το σκάει για το Παρίσι. Καθώς δεν έχει να πληρώσει τα ναύλα συλλαμβάνεται και κρατείται. Ο αγαπημένος του καθηγητής πληρώνει το χρέος του Αρθούρου και τον φιλοξενεί στο Ντουέ. Η μητέρα του όμως απαιτεί την επιστροφή του γιού της.
Η πρώτη μάχη χάθηκε, όχι όμως κι ο πόλεμος.
Ο Αρθούρος εξαφανίζεται εκ νέου, πηγαίνει στο Σαρλερουά να γίνει δημοσιογράφος, για να καταλήξει και πάλι στο σπίτι του καθηγητή του.
Ο τελευταίος αρχίζει να δυσανασχετεί με τον παράφορο αυτό νεαρό και τον στέλνει πίσω στη μάνα του.
Η επόμενη απόπειρα να ζήσει στο Παρίσι δεν είναι περισσότερο επιτυχημένη: φιλοδοξεί να μπει στο λογοτεχνικό κύκλο των παρνασσιστών, θα βρεθεί ωστόσο να ψάχνει στα σκουπίδια για φαγητό και να κοιμάται στις μαούνες που ήταν αγκυροβολημένες στις όχθες του Σηκουάνα.
Ξανά πίσω.
Μια μέρα, όπως κλαιγόταν για μια ακόμη φορά σε έναν ιερωμένο , αυτός του μίλησε για κάποιο Βερλαίν. Τον γνώριζε καλά αυτό τον ποιητή και ίσως…». Είναι η μέρα που άλλαξε τη μοίρα. Ο Αρθούρος «πετάχτηκε έξω σαν το φυλακισμένο που του ανοίγουν την πόρτα της φυλακής». Αμέσως καθαρόγραψε τους στίχους του και τους έστειλε, μαζί με ένα μακροσκελές γράμμα, στον Βερλαίν.
Η απάντηση είναι λυτρωτική για τον Αρθούρο: τον προσκαλεί στο Παρίσι, τον περιμένει! Το όνειρο του γίνεται πραγματικότητα, θα γίνει ένας από τους παρνασσιστές.
Πρέπει ωστόσο να κάνει καλή εντύπωση, να ετοιμάσει κάτι εξαιρετικό για την πρώτη συνάντηση με τους καινούργιους του συντρόφους, ένα έργο ενδεικτικό του ποιητικού του διαμετρήματος.
Συνθέτειτο αριστουργηματικό Μεθυσμένο Καράβι, το οποίο γίνεται δεκτό με ενθουσιασμό. Ο Αρθούρος δεν είναι ούτε δεκαοχτώ χρόνων.
Τον αρχικό ενθουσιασμό διαδέχεται μια βαθμιαία αποστροφή, απότοκη του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς που επιδεικνύει.
Οι παρνασσιστές κάνουν ό,τι μπορούν, φιλοξενούν εκ περιτροπής τον Ρεμπώ, οργανώνουν εράνους για να καλύψουν τα έξοδά του, όμως το παιδί θαύμα μοιάζει ασυγκίνητο: είναι βαρύς, δύσθυμος, απρόσιτος, επιθετικός. Αχάριστος άνθρωπος. Στο εξής όλοι θα τον αποφεύγουν.
Όλοι εκτός από έναν.
Ο Βερλαίν, είκοσι επτά χρονών τότε, παντρεμένος με παιδί, θα ερωτευθεί τον Ρεμπώ. Μαζί επιδίδονται σε κάθε λογής ασωτίες, τριγυρίζοντας στα καφέ και τις μπιραρίες, και πίνοντας χασίς και αψέντι. Η Ματίλντη Βερλαίν οσφραίνεται ότι κάτι δεν πάει καλά και αποφασίζει να διεκδικήσει τον άντρα της. Εγκαταλείπει το σπίτι θέτοντας ως μοναδικό όρο για την επιστροφή της την απομάκρυνση του Ρεμπώ από το Παρίσι. Ο Βερλαίν, άνθρωπος που περιγράφεται γενικά ως άβουλος, υπερευαίσθητος και ευσυγκίνητος, υπαναχωρεί και ζητάει, συντετριμμένος, από τον Ρεμπώ να φύγει για λίγο από κοντά του. Ντροπιασμένος και γεμάτος μίσος για την Ματίλντη ο Αρθούρος φεύγει, σχεδιάζοντας παράλληλα την εκδίκησή του.
Πράγματι, θα ακολουθήσει μια τρομερή διελκυστίνδα με τον Βερλαίν να άγεται και να φέρεται ανάμεσα στη νόμιμη σύζυγό του και τον παράνομο έρωτά του.
Προδομένος κι εξαπατημένος ο Ρεμπώ σκέπτεται να αναχωρήσει για το Βέλγιο.
Το πρωί της αναχώρησης συναντά τυχαία τον Βερλαίν και του ανακοινώνει το πλάνο του. «Φεύγω κι εγώ μαζί σου!» είναι η απάντηση του Βερλαίν. Η Ματίλντη θα καταφέρει να ξετρυπώσει τους δυο εξόριστους και θα μεταβεί στις Βρυξέλλες για να μεταπείσει τον άντρα της.
Ο Βερλαίν έχει πάρει την απόφαση του, ανήκει στον Αρθούρο: «αγαπιόμαστε σαν τίγρεις», θα πει στη Ματίλντη δείχνοντας το στήθος του, γεμάτο χαρακιές και σημάδια από τις μαχαιριές του Ρεμπώ.
Ο Σεπτέμβριος του 1872 βρίσκει τους δυο ποιητές στο Λονδίνο να διάγουν βίο έκλυτο, ενίοτε όμως παραγωγικό. Εκεί ο Αρθούρος θα συνθέσει τις Εκλάμψεις, ένα σύνολο πεζών ποιημάτων, κι ο Βερλαίν τις Ρομάντζες χωρίς λόγια. Είναι η ηρεμία πριν από την καταιγίδα.
Τα χρήματα έχουν τελειώσει. Η Ματίλντη σέρνει τον Βερλαίν στα δικαστήρια, προσάπτοντας του την κατηγορία της ομοφυλοφιλίας και της αποπλάνησης ανηλίκου.
Η μητέρα Ρεμπώ ενημερώνεται για την ανίερη σχέση και αξιώνει να της φέρουν πίσω το γιο της.
Ο Αρθούρος, για πολλοστή φορά, αναγκάζεται να επιστρέψει στη Σαρλεβίλ και κατόπιν στο οικογενειακό αγρόκτημα της Ρος.
Εκεί συλλαμβάνει την ιδέα ενός βιβλίου το οποίο θα διηγείται την περιπέτεια του. Πρόκειται για το έργο του Μια εποχή στην Κόλαση, το ένα και μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε με τη θέλησή του.
Είναι δεκαεννέα χρονών.
Ο Μάιος του 1873 ξαναβρίσκει τους δυο στο Λονδίνο να προσπαθούν να επιβιώσουν παραδίδοντας μαθήματα γαλλικών. Οι ψίθυροι για το βαθμό της οικειότητας που μοιράζονται οι δυο ποιητές έχουν μετατραπεί τώρα σε φωνές διαμαρτυρίας. Οι καλλιτεχνικοί κύκλοι του Λονδίνου τους απορρίπτουν. Είναι και επισήμως απόβλητοι.
Τη σχέση τους διακρίνει η ένταση: «τυλίγουν σε μια πετσέτα λάμες κοφτερές, τις οποίες κρατούν με τέτοιο τρόπο ώστε να εξέχουν μόνο οι άκρες τους, και στοχεύουν στο πρόσωπο ή στο λαιμό».
Δια στόματος Ρεμπώ: «πολλές νύχτες με διακατείχε ένας δαίμονας, κυλιόμαστε κάτω παλεύοντας». Ο Βερλαίν δεν αντέχει άλλο, βρίσκει μια πρόφαση, εγκαταλείπει τον Ρεμπώ και τραβάει για τις Βρυξέλλες.
Ο Αρθούρος πηγαίνει να τον βρει και, στις 10 Ιουλίου, το δράμα αγγίζει την κορύφωσή του: ο Βερλαίν, σε κατάσταση μέθης, θα πυροβολήσει τον Ρεμπώ δυο φορές πετυχαίνοντας τον στον αριστερό πνεύμονα (στο αριστερό χέρι σύμφωνα με άλλους).
Θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε δυο χρόνια φυλάκιση.
Επιστροφή στο αγρόκτημα της Ρος για την ολοκλήρωση του Μια εποχή στην Κόλαση και την ανεύρεση χρημάτων και εκδότη. Το βιβλίο θα εκδοθεί, βοήθησε οικονομικά και η μητέρα Ρεμπώ, κι ο Αρθούρος, με λίγα αντίτυπα στις αποσκευές του, κατευθύνεται προς το Παρίσι για την προώθησή του. Παντού δοκιμάζει την άρνηση, όλοι του δίνουν να καταλάβει ότι είναι ανεπιθύμητος, το σκάνδαλο των Βρυξελλών είναι ακόμη νωπό.
Όταν θα γυρίσει στη Ρος θα κάψει σε μια φωτιά τα τελευταία αντίτυπα, μαζί με πλήθος επιστολών και σημειώσεων.
Τετέλεσται.
Η λογοτεχνική καριέρα του Αρθούρου Ρεμπώ συνάντησε το τέλος της και ο ίδιος δεν είναι ούτε είκοσι χρονών.
Ακολουθεί μια ατελείωτη σειρά περιπλανήσεων. Έχοντας αποκηρύξει τη λογοτεχνία ρίχνεται με τα μούτρα στην περιπέτεια.
Το «βρέφος των Μουσών» γίνεται τώρα «ο άνθρωπος με τις φτερωτές πατούσες».
Από εκεί Λονδίνο,Στουτγάρδη,Ιάβα,Κύπρο και χώρες της Αφρικής!
Οι επιστολές του είναι ενδεικτικές: «ποια σπαρακτική ύπαρξη περιφέρω στα παράλογα κλίματα και στις αλλόφρονες συνθήκες! Η ζωή μου εδώ είναι ένας εφιάλτης. Μη φαντάζεστε ότι θα τη γλιτώσω: έβλεπα ακόμα πάντα ότι είναι αδύνατο να ζει κανείς πιο οδυνηρά από μένα». Έχει αδυνατίσει πολύ, τα μαλλιά του έχουν ασπρίσει, αρχίζει να υποφέρει από ρευματισμούς στο αριστερό γόνατο, τη λεκάνη και το δεξιό ώμο.
Είναι τριάντα ενός χρονών.
Οι ρευματισμοί από τους οποίους υπέφερε ο Ρεμπώ εξελίχθηκαν σε υδάρθρωση, κληρονομική ασθένεια από την οποία μάλιστα έχασε και την αδελφή του, και η υδάρθρωση, με την επικουρία της σύφιλης, εξελίχθηκε σε σάρκωμα και καρκίνωμα. Ο οργανισμός του, υποσιτισμένος και εξασθενημένος (ο Ρεμπώ περπατούσε 20 έως 40 χιλιόμετρα καθημερινά) δεν μπόρεσε να προβάλλει καμία αντίσταση. Ζήτησε να του φτιάξουν ένα φορείο από δέρμα και νοίκιασε 16 βαστάζους για να τον οδηγήσουν στην ακτή.
Ο δικός του Γολγοθάς, η οδός του μαρτυρίου του, έχει μήκος τριακόσια ατελείωτα χιλιόμετρα.
Στις 9 Μαϊου επιβιβάζεται στο πλοίο για τη Μασσαλία και στις 20 εισάγεται στο νοσοκομείο. Σύντομα οι φόβοι του θα επιβεβαιωθούν: ακρωτηριασμός της γάμπας μέχρι το μηρό. Καλεί τη μητέρα και την αδελφή του Ιζαμπέλ να βρεθούν κοντά του. Δώδεκα χρόνια είχαν να τον δουν και το σοκ που αισθάνονται είναι μεγάλο. Στις 25 Μαϊου θα γίνει ο ακρωτηριασμός.
Επιστρέφουν στη Ρος αλλά το κλίμα εκεί κάνει κακό στον Αρθούρο, το μπράτσο κι ο ώμος του παθαίνουν αγκύλωση, η αριστερή του γάμπα συμφόρηση.
Το μυαλό του είναι πάλι στην Αφρική, θέλει να επιστρέψει, πιστεύει πως ο ήλιος και το ξηρό κλίμα θα τον γιατρέψουν. Στις 23 Αυγούστου ξεκινάει για τη Μασσαλία με την προοπτική να πάρει το καράβι για την Αφρική. Δεν θα προφτάσει.
Εισάγεται ξανά στο νοσοκομείο, το αριστερό του χέρι έχει παραλύσει, η γάμπα του έχει πρηστεί μέχρι τη βουβωνική χώρα.
«Είμαι τελείως παράλυτος, παρ’ όλα αυτά επιθυμώ να βρεθώ το συντομότερο στο πλοίο. Πείτε μου τι ώρα αναχωρεί». Είναι το γράμμα που υπαγορεύει για τον διευθυντή των ακτοπλοϊκών γραμμών Messageries Maritimes στις 9 Νοεμβρίου.
Θα πεθάνει το πρωί της επομένης, 10 Νοεμβρίου, σε ηλικία 37 ετών.
Θεωρείται πλέοναπό τους μείζονες εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση.
Leave a Reply