«Τελικά οι άνθρωποι χωρίζονται σ’ αυτούς που δυσκολεύονται με τη ζωή και σ’ αυτούς που την παίζουν στα δάκτυλα»
Για να μιλήσει κανείς για την παράσταση «Τζασμίν», βασισμένη στο σενάριο του Γούντι Άλεν, σε διασκευή της Ελένη Ράντου (σε συνεργασία με τον Βαγγέλη Χατζηνικολάου) και σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή, νομίζω, πώς πρέπει να έχει ξεκαθαρίσει μερικά πράγματα.
Πρώτον, οφείλει να ξεχάσει την ταινία του Γούντι Άλεν («Blue Jasmine», 2013) ούτε επειδή έχει λάβει πολλαπλές βραβεύσεις και διθυραμβικές κριτικές, ανά τον κόσμο, ούτε επειδή φέρει τη συγκεκριμένη υπογραφή, αλλά μόνο και μόνο επειδή μιλάμε για κινηματογράφο κι ως εκ τούτου, τα διαφορετικά μέσα αδικούν αυτομάτως τη θεατρική εκδοχή.
Δεύτερον, να μην μπει στον πειρασμό να κάνει τις συγκρίσεις, ούτε με την πρωταγωνίστρια Κέιτ Μπλάνσετ και την Ελένη Ράντου και τρίτον να μην επηρεαστεί από τη δήλωση του Αμερικανού συγγραφέα, ότι εμπνεύστηκε την ιστορία από το «Λεωφορείον ο πόθος» του Τ. Ουίλιαμς. Εξάλλου, ο Γούντι Άλεν δεν έκρυψε ποτέ, ότι οι κλασικοί είναι η αδυναμία του, χαρακτηριστικό παράδειγμα, το υπέροχο «Match Ρoint» εμπνευσμένο από τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και το «Crimes and Misdemeanors» από τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Φυσικά σ’ όλες του τις ταινίες κυριαρχεί, τελικά, το δαιμόνιο-σαρκαστικό χιούμορ του.
Επομένως, τι βλέπουμε στη σκηνή του θεάτρου Διάνα; Μια απομίμηση της ταινίας; Λίγο Τ. Ουίλιαμς; Μια σύγχρονη Μπλανς;
Η Ελένη Ράντου, με την εξαιρετική δουλειά της στη θεατρική διασκευή του έργου, έδωσε έμφαση στον πυρήνα της ταινίας, που δεν είναι άλλος, από την τραγική ιστορία μιας γυναίκας, η οποία εγκληματικά εθελοτυφλούσε στον γάμο της πληρώνοντας σκληρό τίμημα. Ως εκ τούτου μόνο μια σύγχρονη παραλλαγή της Μπλανς Ντιμπουά, θα μπορούσε να ήταν, και σε καμία περίπτωση η νεραϊδοπαρμένη ηρωίδα του Τ. Ουίλλιαμς, την οποία αγάπησε εκείνο το αγόρι.
Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η ταινία έχει σαφείς αναφορές σ’ ένα σκάνδαλο με τον χρηματιστή Μπέρνι Μάντοφ. Ο τελευταίος καταδικάστηκε, επειδή υπεξαίρεσε χρήματα των πελατών του, ο γιος του αυτοκτόνησε κι η σύζυγός του Ρουθ Άλμπερν, έμπλεξε χάνοντας κι εκείνη όλα τα περιουσιακά της στοιχεία. Μένοντας άφραγκη και μόνη, φιλοξενήθηκε για κάποιο διάστημα στο διαμέρισμα της αδερφής της, στη Φλόριντα.
«Σκέφτηκα πως αν αυτή η γυναίκα ήταν, κατά κάποιον τρόπο υπεύθυνη για αυτήν την κάθοδο, τότε θα μπορούσες να μιλήσεις και για τραγωδία, με την ελληνική έννοια του όρου», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ο Γούντι Άλεν.
Έτσι έγραψε το σενάριο, που του χάρισε τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ (καλύτερης α΄ και β΄ γυναικείας ερμηνείας και καλύτερου σεναρίου) με τελικά, μόνο την Κέιτ Μπλάνσετ να κρατά το χρυσό αγαλματίδιο, στην 86η απονομή του 2014 -τιμήθηκε και με χρυσή σφαίρα, BAFTA και με το βραβείο ένωσης κριτικών.
Το στόρι έχει ως εξής: Η Τζάσμιν, μια ξανθιά γοητευτική, κακομαθημένη και πρώην πλούσια, αναγκάζεται να εγκατασταθεί στο «φτωχικό» της αδερφής της, έπειτα από την ολοκληρωτική οικονομική και συναισθηματική καταστροφή που υπέστη μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο σύζυγός της αυτοκτόνησε στη φυλακή, όπου είχε μπει για την εμπλοκή του σε οικονομικό σκάνδαλο.
«Πρώτη φορά στο Σαν Φρανσίσκο», μας λέει η πρωταγωνίστρια από την πρώτη κιόλας σκηνή, κάνοντας εμφανή τη δυσαρέσκειά της για το μέρος, όπου θα αναγκαστεί να φιλοξενηθεί. Στη συνέχεια η συναναστροφή με ανθρώπους, τους οποίους παλιότερα περιφρονούσε θα την φέρει σ’ αδιέξοδο. Στη θεατρική διασκευή, όπως ήταν φυσικό, τα πρόσωπα είναι λιγότερα από την ταινία. Για παράδειγμα η αδερφή της δεν έχει παιδιά. Έτσι τα zanex και το ποτό έρχονται να βοηθήσουν μέχρι το τελειωτικό παραλήρημα.
Η ηρωίδα, θέλει να την φωνάζουν «Τζασμίν», όνομα που της έδωσε ο σύζυγός της, γιατί μύριζε γιασεμί, μια έξυπνη παρήχηση του Γούντι Άλεν, με την «Τζαζ», κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι παλιοί γνώριμοι, όμως, προτιμούν το «Τζανέτ» ή το «Τζάνετ».
Το όνομα της είναι μπερδεμένο, όπως κι η ταυτότητά της. Ο θεατής έχει τη δυνατότητα, όμως, να τη γνωρίσει παράλληλα σε δύο διαφορετικά περιβάλλοντα, τόσο στην πλούσια ζωή της στη Νέα Υόρκη, όπου εθελοτυφλούσε σε κάθε απιστία του συζύγου της, όσο και στο δύσκολο παρόν της στο Σαν Φρανσίσκο. Έτσι, δεν υπάρχει, καμία αμφιβολία, ότι δεν ζει ένα σοκ ώστε να αντιδρά ακραία, αλλά υποφέρει από ψυχικές διαταραχές κι ιδέες μεγαλείου.
Στη συνέχεια βέβαια η απώλεια της παλιάς της ζωής και του συζύγου της – «Ο θάνατος βάζει τέλος σε μια ζωή, όχι σε μια σχέση», όπως δηλώνει χαρακτηριστικά – την οδηγούν να φλερτάρει με την περιοχή της σχιζοφρένειας. Ακούει φωνές, βλέπει οράματα από το παρελθόν, πιστεύει ότι ο νεκρός σύζυγός της ελέγχει τη σκέψη της, αδυνατεί να συγκεντρωθεί, δυσκολεύεται να δουλέψει και καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Τα άτομα με σχιζοφρένεια έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Leave a Reply