30/11/2023

Είδα τον «Pedro Paramo» σε σκηνοθεσία Ελεάνα Τσιχλή – Κριτική παράστασης

Pedro Paramo

Ο Χουάν Ρούλφο (1917-1986) είναι από τους λίγους συγγραφείς που κατάφερε με το μικρό συγγραφικό του έργο, μόλις δύο τίτλοι, «Ο κάμπος στις φλόγες» (1953) και «Pedro Paramo» (1955) να μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, να υμνηθεί από κοινό και μελετητές και να θεωρηθεί ως ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα, καθώς και από τους επιδραστικότερους της χώρας του, χάρη στο εμβληματικό του μυθιστόρημα «Πέδρο Πάραμο».

Το εν λόγω έργο θεωρείται προάγγελος του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού, του ρεύματος εκείνου που θα κάνει διάσημη διεθνώς την ισπανόφωνη λογοτεχνία.

Η ιστορία του εξελίσσεται σ’ένα χωριό φάντασμα στην Κομάλα, την πατρίδα της μητέρας του αφηγητή Χουάν Πρεσιάδο, ο οποίος πηγαίνει να βρει τον πατέρα του, κάποιον Πέδρο Πάραμο.Το έργο έχει μια ιδιαίτερη και περίπλοκη πλοκή και καταφέρνει να αποτυπώσει το άχρονο. Χρόνος δεν υφίσταται. Συνυπάρχει το παρελθόν και το παρόν. Τα χρονικά όρια εκμηδενίζονται καθώς και τα χωρικά, εφόσον οι κάτοικοι της Κομάλα είναι νεκροί, έτσι εμφανίζονται και απομακρύνονται από τη σκηνή χωρίς τις συνηθισμένες συμβάσεις. Κεντρική ιστορία δεν υπάρχει. Αποτελείται ουσιαστικά από τρεις επιμέρους ιστορίες που αναπτύσσονται παράλληλα και πλέκονται η μία μέσα στην άλλη. Η κάθε ιστορία είναι η φωνή μιας αλύτρωτης ψυχής που αναζητά την λύτρωση της μέσα από το λόγο. Οι ιστορίες ακούγονται ως μουρμουρητά, αυτός άλλωστε ήταν και ο αρχικός τίτλος του μυθιστορήματος «Τα μουρμουρητά», πριν δοθεί ο τελικός «Πέδρο Πάραμο», που σημαίνει «Καμμένη Γη». Βασικός πρωταγωνιστής το χωριό, ένα χωριό νεκρών, ερειπωμένο και παρηκμασμένο όπως η κοινωνία, η κάθε κοινωνία σε οποιαδήποτε ήπειρο, η Κομάλα, η καμμένη γη στην άκρη της κόλασης.

Ο Χουάν Πρεσιάδο φτάνοντας στην Κομάλα με την υπόσχεση στην ετοιμοθάνατη μητέρα του να βρει τον Πέδρο Πάραμο, τον πατέρα του, «Τα χρόνια που μας ξέχασε παιδί μου κάντον να τα πληρώσει ακριβά», όντας και ο ίδιος νεκρός συναντά πρώτα στην κάθοδο του στον Άδη, τον ονηλάτη Αμπούνδιο, επίσης γιο του Πέδρο Πάραμο που θα τον ενημερώσει για το θάνατο του πατέρα του. Μπαίνοντας στο χωριό έντονη είναι η απουσία θορύβων, «Δεν ζει κανείς εδώ», τον είχε προετοιμάσει ο Αμπούνδιο. Στο χωριό όμως υπήρχε ‘’ζωή’’, αυτή ήταν η αίσθηση του, αλλά ο ίδιος δεν είχε ακόμη συνηθίσει την τόση σιωπή. Στη συνέχεια, συναντά μια ακόμα αμαρτωλή ψυχή, την παιδική φίλη της μητέρας του, Εδουβίχες, που είχε ενημερωθεί για τον ερχομό του από την μητέρα του και τον περίμενε. Εμφανίζεται ο Πέδρο Πάραμο σαν φάντασμα και διηγείται τον έρωτα του για τη Σουζάννα, το μοναδικό ίσως στοιχείο που τον κάνει να μοιάζει ανθρώπινος. Η Εδουβίχες επανέρχεται και του αφηγείται ότι παραλίγο να ήταν εκείνη η μητέρα του, ότι ο Αμπούνδιο έχει πεθάνει από καιρό και ενώ ακούγεται ο καλπασμός αλόγου, του μιλά για το μοναδικό αναγνωρισμένο από τον ίδιο γιο του Πάραμο, τον Μιγκέλ, καθώς και για τον θάνατο αυτού. Ο ιερέας αρνείται να ευλογίσει το νεκρό Μιγκέλ, επειδή ήταν πολύ κακός άνθρωπος, ενώ τελικά τον ευλογεί όταν ο Πέδρο Πάραμο του πετά τα 60 πέσος που ζητά ( περιγραφή και της ηθικής κατάπτωσης της εκκλησίας). Άλλοι ήρωες κυρίως γυναίκες τον οδηγούν στην Μέδια Λούνα, την επικράτεια του πατέρα του, ο οποίος παρουσιάζεται σαν μια περσόνα φρικιαστική.

Εκεί συναντά μια γυναίκα που τον φρόντιζε όταν ήταν μωρό. Αναλαμβάνει να τον ξεναγήσει στην Κομάλα. Παντού ακούγονται αντίλαλοι, «μη φοβηθείς», του λέει και εξαφανίζεται.

Τον Χουάν Πρεσιάδο τον βαραίνουν οι τόσο πολλοί θάνατοι και κυλιέται σε λάσπη.

Οι ιστορίες έχουν κοινό σημείο τη σχέση των αμαρτωλών προσώπων που συναντά ο Χουάν, με τον τύραννο Πέδρο Πάραμο. Η εδεμική Κομάλα των αναμνήσεων της μητέρας του μετατράπηκε σε κόλαση, εξαιτίας της καταστροφικής μανίας του πατέρα του.

Έντονο το μεταφυσικό στοιχείο και η διαφορετικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν το θάνατο οι Λατινοαμερικάνοι από τους Ευρωπαίους. Στόχος η υπαρξιακή διάσταση του έργου (ο τύραννος πεθαίνει από το παιδί του) και η πανανθρώπινη διάσταση του έργου.

Η παράσταση «Πέδρο Πάραμο» στο διατηρητέο ξενοδοχείο ‘’Μπάγκειον’’ από την ομάδα ΌΠΕRΑ καταφέρνει να υποβάλλει το θεατή στην νεκρική ατμόσφαιρα του έργου και σ’ αυτό συμβάλλει στο μέγιστο βαθμό η επιλογή του Μπάγκειον, του οποίου η παρακμή αποδεικνύεται το καταλληλότερο σκηνικό για το σκονισμένο, παρηκμασμένο και ερειπωμένο χωριό της Κομάλα.

Διαβάστε ολόκληρη την κριτική παρουσίαση της παράστασης στο Τένχες-Plus


Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.


*