
Η Emma Shapplin βρεθηκε στην Αθήνα για δύο soldout συναυλίες και ο Βασίλης Λούκας είχε την ευκαιρία να συναντήσει μια παλιά του φίλη!
Θυμάμαι τα ταξίδια που έκανα και επιστρέφοντας στο αεροδρόμιο του Ελληνικού από το εξωτερικό με το που άκουγα το all time classic προσδεθείτε και μη καπνίζετε, γιατί τότε δεν υπήρχαν αντικαπνιστικοί νόμοι και απλά ένα φεγγάρι ξεχώριζαν τις θέσεις σε καπνίζοντες και μη καπνίζοντες, με πλημμύριζαν σκέψεις. Ο λόγος συγκεκριμένος. Σκεφτόμουν πολύ απλά το που ακριβώς θα γύριζα και αυτόματα έκανα όλες εκείνες τις απαραίτητες συγκρίσεις με το χώρο και το καθεστώς από τον οποίο επέστρεφα. Είτε είχα πάει στην Ευρώπη για μια συνέντευξη είτε στην Αμερική για μια συναυλία το συναίσθημα ήταν πάντα ίδιο. Γύριζα στην Ελλάδα σαφώς και ήμουν πολύ χαρούμενος που θα πήγαινα στο σπίτι μου αλλά παράλληλα είχα να αντιμετωπίσω όλο το απίστευτο καθεστώς της περιόδου εκείνης το οποίο αφορούσε στη μουσική πραγματικότητα στα μέρη μας.
Αμέτρητοι τυχάρπαστοι που ονόμαζαν τους εαυτούς τους μάνατζερ. Διάφοροι τυχαίοι που φορούσαν το κοστούμι «του καμπόσου» και ζούσαν το μύθο τους. Αστερίσκοι που πίστευαν ότι με ένα χρυσό δίσκο, λέμε τώρα, είχαν γίνει κάτι σαν από Elvis…
Όλο αυτό φυσικά δεν άλλαξε με το που μπήκε στην καθημερινότητα μας το νέο αεροδρόμιο στα Σπάτα. Απλά βελτιώθηκε κάπως και κατά ένα μικρό ποσοστό όλο το σκηνικό. Τι έγινε; Απλά μπήκαν μερικοί πιο σοβαροί στο παιχνίδι τα πράγματα βελτιώθηκαν ελαφρώς και το προφίλ του έλληνα σταρ της πίστας διαφοροποιήθηκε κάπως αλλά δυστυχώς οι παιδικές ασθένειες παραμένουν. Χωρίς ίαση. Βεντετιλίκια άνευ λόγου και χωρίς υπόβαθρο. Μούρη χωρίς gats για να μη το θέσω αλλιώς. Παραμύθι για να ταΐζουμε με κουτόχορτο τους Ινδιάνους…
Γιατί τα λέω όλα αυτά θα σκέφτεσαι. Όχι δεν με έπιασε καμία νοσταλγία. Δεν κάνω κανένα απολογισμό καριέρας. Δεν είναι πρόλογος βιβλίου. Είναι η εικόνα που αυθόρμητα μου ήρθε πάλι στο μυαλό με το που βγήκα από τη σουίτα στο Ιντερκοντινένταλ όπου είχα την τύχη να συναντήσω την Emma Shapplin.
Είναι η πρώτη αφιλτράριστη ίσως εντύπωση που αποκόμισα αλλάζοντας στη συνέχεια μηνύματα με τον μάνατζερ της που μου φάνηκε και που είναι τόσο απλός και γήινος. Είναι όλο το πακέτο της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου που ξέρει γιατί λέγεται μάνατζερ ενός σοβαρού καλλιτέχνη και τι ακριβώς προϋποθέτει και σημαίνει ο τίτλος αυτός.
Είναι η εντύπωση που μου έμεινε μετά από δυο φετινές απανωτές συναντήσεις με την «θεά» που ακούει στο όνομα Emma Shapplin που βρέθηκε στην Αθήνα για δυο sold out παραστάσεις στο πολύ καλό από κάθε πλευρά Christmas theater. Απλή προσιτή φυσιολογική λες και είναι η κυρία της διπλανής πόρτας.
Η Emma Shapplin γεννήθηκε στο Παρίσι το 1974. Από παιδί ήταν ντροπαλή και δεν φανταζόταν ποτέ, όπως λέει, ότι θα κάνει καριέρα στη showbiz.
«Να σκεφτείς ότι ντρεπόμουν σε απίστευτο βαθμό. Δεν τολμούσα να σκεφτώ ότι θα γίνω τραγουδίστρια. Ντρεπόμουν όταν μου μιλούσαν να απαντήσω».
Ένα πλάσμα εξωπραγματικό και γήινο ταυτοχρόνως. Μια ονειρεμένη γυναίκα. Ένα όνομα τεράστιο σε μέγεθος και με τόσο ανθρώπινο και τόσο φιλικό «περιτύλιγμα» αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τέτοιο όρο.
Η Γαλλίδα σοπράνο είναι απλά μια παγκόσμια σταρ αν δεν το έχεις εισπράξει ως τώρα στην επικοινωνία σου μαζί της. Είναι ένα πρόσωπο της σόου μπιζ που ξέρει να φέρεται να μιλάει να γελάει να συγκινείται να μιλάει να εξηγεί να σου δίνει χώρο να σε τιμά και που δεν έχει στην τελική καμία απολύτως σχέση με κανένα όνομα στα μέρη μας το οποίο ενδεχομένως και να φανταζόταν ότι θέλει να διεκδικήσει ανάλογο τίτλο δηλαδή να μπει δίπλα στο όνομα του η επαναλαμβανόμενη σαν τσίχλα όλα αυτά τα χρόνια λέξη σταρ…
Δεν θέλει να επαναλαμβάνεται και σε εντυπωσιάζει με το θάρρος της γνώμης της. Δεν είναι μια συνηθισμένη καλλιτέχνης. Λεπτή, όμορφη, έξυπνη, ρομαντική, διακριτική, υπομονετική, 100% αντιβεντέτα, οραματίστρια, μια σταρ με τα όλα της. Μπορεί να συνεννοείται σε τρείς γλώσσες και έχει την ικανότητα να τραγουδάει Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά αλλά και αρχαία Ιταλικά. Μυστηριώδης και φλογερή. Ο λόγος της μοιάζει με χείμαρρο.
Την έχω δει ως τώρα πολλές φορές. Την συνάντησα για πρώτη φορά ενώ ήταν πολύ νέα. Εκεί στο τέλος των 90’s. Με μάγεψε από την πρώτη ώρα. Απίθανη. Σαγηνευτική. Την αφήνεις να μιλάει και απλά χαζεύεις αυτά που λέει πως τα λέει τι σου περιγράφει πως σε κοιτάζει πως χάνεται στις σκέψεις της πως επιστρέφει στην απάντηση και απλά θαυμάζεις. Είναι μια μοναδική κυρία. Μια ντίβα της όπερας που έχει ένα ποπ περιτύλιγμα όσον αφορά το επαγγελματικό προφίλ της. Ένα ιδιαίτερο πλάσμα. Που ξέρει τι σημαίνει εκτίθεμαι που γνωρίζει να κρατηθεί στο ύψος των σκηνικών περιστάσεων που έχει επίγνωση πως να ντύνεται αλλά και πως να πετάει πάνω στη σκηνή την ώρα που ερμηνεύει.
Σπούδασε αρμονία και πιάνο στο Παρίσι και δούλεψε πολύ μέχρι να βρει την κατάλληλη χημεία ανάμεσα στην κλασσική μουσική την όπερα και το ροκ.
Ο τελευταίος δίσκος της έχει τίτλο Venere. Είναι μια κίνηση ωριμότητας. Ένας επαναπροσδιορισμός της παρουσίας της στην δισκογραφική επικαιρότητα. Μου δίνει την ευκαιρία να κάνω μια αναδρομή μαζί της στη μέχρι σήμερα πορεία της.
«Το venere είναι ένα νεοκλασικό ταξίδι που κατά βάθος εξερευνεί πολλά διαφορετικά πεδία. Μπορώ να πω ότι περνάει μέσα από λαβύρινθους αγάπης και μπορώ επίσης να προσθέσω ότι σε πολλά σημεία το βλέπω να ακολουθεί την πορεία που είχα κάνει με το πρώτο μου άλμπουμ το Carmine Meo. Το θυμάσαι;»
-Ασφαλώς, λέω και της θυμίζω ότι στάθηκε αφορμή για την πρώτη
συνάντηση μου μαζί της.
Μου μιλάει για τις δυσκολίες που συνάντησε στην τριετή και πλέον προσπάθεια της
να ολοκληρώσει αυτό το νέο άλμπουμ.
«Άλλαξα πολλές φορές στούντιο. Να σκεφτείς ότι εκεί που πήγαινα και ηχογραφούσα για πάρα πολλά χρόνια το στούντιο έκλεισε. Αναγκάστηκα εκ των πραγμάτων να αναζητήσω νέο χώρο. Κι εκεί όμως δυσκολεύτηκα. Βλέπεις υπήρχε πρόβλημα. Υποχρεώθηκα να αναζητήσω λύση. Αποφάσισα να πάω αλλού. Να μη σου πω για το θέμα που είχα να αντιμετωπίσω με τους μουσικούς στην προσπάθεια μου να τους δώσω να καταλάβουν τι ήχο ακριβώς ήθελα να βγάλω σε αυτή την τελευταία δουλειά μου. Εκεί επίσης κουράστηκα πολύ.»


Της ζητάω να μου αναφέρει τις διαφορές του τελευταίου άλμπουμ της σε σύγκριση με τα προηγούμενα και η γαλλίδα ντίβα της ποπ όπερας μιλάει με ενθουσιασμό,
«Αυτός ο δίσκος έχει τραγούδια που θεωρώ ότι είναι κομμάτια για την ψυχή και για τον κόσμο. Είναι σημαντικό να μπορείς να εκφράσεις μέσα από την τέχνη σου τα συναισθήματα σου. Τη χαρά σου τη λύπη σου την απογοήτευση σου και τον έρωτα σου. Αν καταργήσουμε το συναίσθημα, τότε δεν θα έχουμε να πούμε απολύτως τίποτα. Δεν έχει νόημα να είσαι καλλιτέχνης τότε. Πιστεύω άλλωστε ότι η τέχνη γεννιέται και προκύπτει μέσα από τα έντονα συναισθήματα και από την ευαισθησία που έχουμε. Ακόμη και όταν δεν θέλουμε να βάλουμε συναίσθημα στη φωνή μας και στην ερμηνεία μας τότε πρέπει να προσπαθήσουμε να αφήσουμε τη φωνή να ταξιδεύει σε άγνωστα πεδία και να αποδώσει το μάξιμουμ των δυνατοτήτων που έχει. Η φωνή μας αντανακλά απόλυτα όχι μόνο την προσωπικότητά μας αλλά ακόμη και αυτό που έχουμε μέσα στο μυαλό μας κάθε στιγμή ακόμη και τη στιγμή αυτή που μιλάμε εδώ οι δυο μας. H φωνή είναι ένα μοναδικό όργανο το οποίο μπορεί να συνδέεται με όλο μας το σώμα».
Η σχέση της με την Ελλάδα είναι πολύ ιδιαίτερη. Αυτό αποδεικνύεται από τις πάντα επιτυχημένες παρουσίες της που όχι μόνο είναι sold out αλλά παράλληλα δίνουν την ευκαιρία σε νέο κόσμο να επικοινωνήσει με τον ήχο της. Να την γνωρίσει και να την θαυμάσει. Της ζητάω να μου δώσει μια εξήγηση για αυτή την αμοιβαία αγάπη. Πως βλέπει η ίδια το γεγονός ότι οι Έλληνες την αγαπούν και της το δείχνουν κάθε φορά που έρχεται.
«Μπορώ να πω ότι αυτό πλέον είναι καθεστώς. Πιστεύω ότι φάνηκε από το πρώτο άλμπουμ που έκανα στην καριέρα μου. Ήταν το ‘Carmine Meo’. Όταν κυκλοφόρησε το 1997 είδα ότι εκτός από την φήμη που απόκτησα και πέρα από τις πωλήσεις μου σε όλο τον κόσμο, οι οποίες πλέον πρέπει να έχουν περάσει τα 1.500.000 αντίτυπα παγκοσμίως, στην Ελλάδα είχα μεγάλου σουξέ. Τότε το άλμπουμ μου εκείνο είχε γίνει πλατινένιο. Θεωρώ λοιπόν ότι από εκεί κάπου ξεκίνησε η σχέση αυτή που είναι μια σχέση αμοιβαίας εκτίμησης και αγάπης»
Η τεράστια επιτυχία του κομματιού Spente le stelle και οι απίθανες πωλήσεις του πρώτου δίσκου της Carmine Meo μεταμόρφωσαν τη ζωή της.
Ο δεύτερος δίσκος της έγινε χρυσός και στην Ελλάδα. Ήταν το εξίσου θρυλικό Etterna το οποίο ήρθε τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ της και εκεί είχε δώσει πιο πολύ τη δική της σφραγίδα σε σύγκριση με το ντεμπούτο της. Θυμάμαι ότι τα περισσότερα τραγούδια του δίσκου εκείνου τα είχε γράψει η ίδια.
«Ήταν μια περίοδος πειραματισμού για μένα. Ήθελα να αποδείξω στον εαυτό μου αλλά και στους γύρω μου πολλά» μου επισημαίνει χαμογελώντας.
Ακολούθησαν άλλα δύο άλμπουμ. Το ‘Macadam Flower’ που βγήκε το 2009 και το ‘Dust of a Dandy’ που ήρθε το 2014 ενώ παράλληλα έβγαλε και κάποια live άλμπουμ.
Έχω μια απορία. Θέλω να την μεταφέρω. Αν ήταν άγνωστη θα τολμούσε να πάει σε κάποιο σόου ταλέντων ή σε reality για να μπει στη showbiz ή θα ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο. Τη ρωτάω λοιπόν και παίρνω την απάντηση άμεσα.
«Το να συμμετέχεις σε ένα τέτοιο σόου είναι ιδιαίτερη υπόθεση. Εάν ξεκινούσα την καριέρα μου σήμερα όχι δεν θα πήγαινα με τίποτα σε ένα reality ή σε ένα σόου με ταλέντα . Στη ζωή μου θα έκανα πάνω κάτω τα ίδια για να γίνω γνωστή. Δεν μετανιώνω για κάτι που έχω κάνει. Άλλωστε θεωρώ ότι είναι πολύ φτιαχτή η διαδικασία των reality και των talent show. Είναι απομίμηση. Δεν είσαι ο εαυτός σου. Εξαρτάσαι από κάποιους παραγωγούς και αυτό σημαίνει αυτόματα ότι θα ακολουθείς κάποιους κανόνες και θα είσαι συνεπής σε κάθε μορφή κομφορμισμού».


Αν κάποιος θέλει να γίνει σταρ τι πρέπει να κάνει λοιπόν;
«Πρέπει να πιστέψει αυτό που κάνει και να βρει το κατάλληλο πρόσωπο ή τους κατάλληλους συνεργάτες και να προσπαθήσει πολύ».
Βασίλης Λούκας
Leave a Reply