
Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά επικρατεί αναβρασμός. Σκηνικά πάνε και έρχονται στους όμορφους διαδρόμους του επιβλητικού κτιρίου. Ο Γιάννης Στάνκογλου, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Αλίκης Δανέζη Κνούτσεν, ετοιμάζεται για τον «Καλιγούλα».
Δείχνει πανέτοιμος και μου μιλά με ζέση για το μεταιχμιακό κείμενο, μέσα στο οποίο κυοφορούνται ανατροπές και αναθεωρήσεις της δραματικής γραφής, που έγιναν αισθητές λίγα χρόνια αργότερα και όχι μόνο στα έργα του ίδιου του Καμύ.
«Στόχος μου είναι να συμπαθήσουν οι θεατές αυτό τον άνθρωπο εξαρχής και να ταυτιστούν σε κάποια σημεία μαζί του, ώστε να τον κατανοήσουν. Έτσι, όταν θα αρχίσει να φέρεται παρανοϊκά, θα πουν ότι έχει δίκιο σε αυτό που υποστηρίζει», μου εξηγεί καθισμένος στα βελούδινα καθίσματα του θεάτρου. Μου μιλά για τον Ρωμαίο αυτοκράτορα σαν να είναι ένας φίλος που έπιναν μαζί ρακιές χθες βράδυ.«Είναι η πρώτη φορά που δεν ξέρω πού βρίσκομαι. Δεν το έχω ξαναπάθει ποτέ αυτό. Μπορεί να είναι και πολύ καλό…» μου εξομολογείται κάποια στιγμή.
Για πες μου λοιπόν τι εννοείς λέγοντας «δεν ξέρω πού βρίσκομαι»;
Ξέρω τι κάνω, υπάρχει πάρα πολλή δουλειά από κάτω. Μερικές φορές όμως δεν ξέρω πού βρίσκομαι με αυτόν το χαρακτήρα.
Μήπως αυτό συμβαίνει επειδή είναι πολύ δύσκολο να αποδοθούν θεατρικά κείμενα με τέτοιο αξιακό, εννοιολογικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο;
Σίγουρα. Όταν τα κείμενα δεν έχουν δράση, πολλές φορές είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτά. Όμως ο Καμύ έχει γράψει ένα έντονο κείμενο, με δράση. Όλες οι σκηνές, μία μία, είναι διαμαντάκια. Ωστόσο παίζει ρόλο και το να συζητάς για τόσο βαθιά θέματα και να προσπαθείς να βρεις την αλήθεια τους, κάτι εξαιρετικά πολύπλοκο.
Πόσο μάλλον όταν επιθυμείς να έχεις στο πλευρό σου και τους θεατές, να σε ακούσουν και να κατανοήσουν το κείμενο.
Ένα βιβλίο, αν δεν το κατανοήσεις, μπορείς να το διαβάσεις και δύο και τρεις φορές, στο θέατρο όμως δεν έχεις αυτή τη δυνατότητα. Πρέπει με τη μία φορά που θα προβάλεις το λόγο του συγγραφέα οι θεατές να τον ακούσουν.
Leave a Reply