
«Γνώρισα τους ανθρώπους κι αγάπησα τα ζώα», είχε πει ο Καζαντζάκης. Της φαινόταν υπερβολικό, ίσως και ακραίο, παρ’ ότι φιλόζωη από μικρή. Το προτιμούσε αλλιώς: Γνώρισα τα ζώα και κατάλαβα καλύτερα τους ανθρώπους.
Τις τελευταίες μέρες είχε παρακολουθήσει ένα σκυλομελόδραμα με πολύ ενδιαφέρον. Είχε διαβάσει σχετικά, είχε ακούσει, αλλά είναι άλλο να το ζεις, να σου παίρνει τ’ αυτιά, να το… σφουγγαρίζεις επίσης, κι άλλο να στο περιγράφουν.
Τα πρόσωπα του έργου: Ο Μπλακ, μούργος τσαμπουκάς, αρσενικός με τη βούλα, ούτε κούκλος, ούτε για πέταμα σκύλος, μελαχρινός, που έφερνε σε ράτσα Γκέκα, αλλά μέχρι εκεί. Απλά έφερνε κι ας ρώταγαν την κυρά του στη βόλτα τους: «Είναι κυνηγιάρικο; Είναι Γκέκας;»
‘Τι κόλλημα που έχουν οι άνθρωποι με τις φίρμες, τις ετικέτες;’ θα σκεφτόταν προφανώς ο σκύλος εκείνη την ώρα, ο οποίος, αν είχε τα νεύρα του, έριχνε του όποιου περίεργου κι ένα γάβγισμα αντάξιο ενός: «Δε μας χέζεις, ρε μπάρμπα;»
Και η Μπουμπού-Τζούλι δεσποσύνη, αδέσποτη, ξανθιά, με ό,τι συνεπάγεται η έννοια ‘ξανθιά’ για τους ανεκδοτοκατασκευαστές. Η Τζούλι λοιπόν ήταν η αναγκαστική παρέα του Μπλακ. Του την έφεραν, δεν τη διάλεξε.
Ούτε που ασχολείτο μαζί της δηλαδή, αλλά αφού του την είχανε εκεί παραδίπλα του, ε, άντε και να της έριχνε καμιά ματιά, έτσι, να μη λέει. Ενώ εκείνη του ’κανε χαρές κάθε τόσο, τον έγλυφε, τον δάγκωνε φιλικά, προκλητικά.
«Γυναίκες», σκεφτόταν ο Μπλακ κι άλλοτε συμμετείχε έτσι για λίγο στα παιχνίδια της, για να μην τον πει κι ‘αδελφή’ η ‘ξανθιά’, αλλά σε γενικές γραμμές του ήταν παντελώς αδιάφορη.
Είχε ακούσει πως κάποιος Ζορμπάς είχε πει: ‘Ο Θεός είναι μεγαλοδύναμος όλα τα συγχωρεί, εκτός από την περίπτωση που μια γυναίκα προσκαλεί έναν άντρα κι αυτός δεν πάει μαζί της.’ Κοίταγε λοιπόν, μέχρι εκεί να τηρεί τις αρσενικές προϋποθέσεις, για να μην εκθέσει και το φύλο του.
Κι η ζωή τράβαγε τη σκυλίσια… ανηφόρα της, καθημερινά. Κάποιες φορές τον εμπιστευόταν η κυρά του και τον έλυνε βράδυ που ο δίπλα δρόμος δεν είχε κίνηση και τότε ξεσήκωνε τη γειτονιά και την παραπάνω και ε, ρε γλέντια που γινόντουσαν! Άλλοτε πάλι έμενε κλεισμένος μέσα στο δωματιάκι που του είχαν παραχωρήσει, μαζί με την ‘ξανθιά’. Φαΐ, νερό, χάδια. Δεν είχε παράπονο, αλλά εκείνος ήθελε κι αυτά και την ελευθερία του.
Θυμόταν μια φορά που είχε καταφύγει μια σκυλίτσα στον κήπο τους. Είχε χαθεί η καψερή. Μια κούκλα ζαχαρομπουμπού, κάτασπρη με ωραίο πεντακάθαρο φουντωτό τρίχωμα. Κοτσάνι τα ’χε περάσει μαζί της. Δεν του πήρε πολύ ώρα να την πείσει.
Τους την ‘έσπασε’ η κυρά της, που τριγύρναγε κλαίγοντας κατά το βράδυ και τη φώναζε. Θα ’χει σίγουρα και παιδιά μαζί της από κείνη τη μέρα κι ας μην τα είδε ποτέ.
Πώς τη λέγανε μωρέ αυτή; Πού να τη θυμόταν τόσον καιρό μετά; Σάμπως ήταν η μοναδική; Την είχε γλεντήσει τη ζωή του, παράπονο δεν είχε.
Με τούτη την ‘ξανθιά’ τώρα, πώς θα ξεμπέρδευε; Αφού όταν τον αμόλαγε κάτι βράδια η κυρά του, το ξανθο-παρλιακό για λίγο τον ακολουθούσε, αλλά πού να τον φτάσει, εύκολο ήταν; Γύρναγε σπίτι αμέσως κι εκείνος αλώνιζε τη συνοικία μέχρι το πρωί. Ρέμπελος κι αλήτης, μια αδέσποτη ζωή ήθελε. Αυτό ήταν το νόημα! Κάθε τετράγωνο στη γειτονιά τους μια σκυλίτσα θα την είχε, οπότε κι εκείνος είχε καλή παρέα να ξημερώνεται. Κουτσούβελα μετά; Ωχ μωρέ, σάμπως εκείνος θα τα γεννούσε και θα τα μεγάλωνε; Σιγά μην του ζήταγαν και διατροφή!
Και μετά έγιναν κάτι αλλαγές στην καθημερινότητά τους. Του πήραν τη Μπουμπού από δίπλα του και προς στιγμήν ανάσανε. Και μετά τον πήραν κι αυτόν σ’ ένα χτήμα μακριά από το σπίτι του και να σου την ξανά μπροστά του η ‘ξανθιά’. Και μετά σε μια βόλτα με έναν τυπάκο, (πολύ μαμμόθρεφτο, μωρ’ αδερφάκι μου), που τον είχε αναλάβει, το ’σκασε και γύρισε σπίτι του.
Άντε ρε, τι να ’κανα με δαύτον; Αν του έλεγα: «Να, μια γκόμενα», θα κοκκίνιζε ίσα με τ’ αυτιά. Άσε με κάτω, παρέα κι αυτή που μου βρήκαν. Σπίτι μου καλύτερα κι όποτε μ’ αφήνει η κυρά ν’ αλωνίζω τη γειτονιά μου, που στο κάτω κάτω την έχω κατουρήσει και την ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά. Ξέρω πού μένουν τα κορίτσια και περνάω πού και πού, να τους πω δυο σύμφωνα κι ένα φωνήεν, ‘ψιτ’ δηλαδή.


Κι έτσι ο Μπλακ γύρισε ξανά σπίτι του.Σε λίγο να σου την η ‘ξανθιά’ ξανά δίπλα του. «Βρε καλώς τη, βρε καλώς τη την Παρθενοπίτσα μας!»Πήγε κοντά της, αλλά εκείνη δεν έδειξε να πολυνοιάζεται. Τι έγινε εδώ τώρα; Μπαρδόν, μανταμίτσα… Μπερδεύτηκε ο Μπλακ. Άσε που η οξύτατη όσφρησή του δεν τον γελούσε. Η δεσποινίς είχε γίνει πια γυναίκα.-Ε, ρε μάνα μου, θα καεί το πελεκούδι, σου λέω. Όλη μέρα θα ασχολούμαι με σένα, μανάρι μου! Βρε, τι όμορφη που είσαι, πώς δεν το ’χα δει;
Δεν καθυστέρησε στιγμή κι έσπευσε να της δηλώσει ο αλητήριος Μπλακ τον έρωτά του.
Εκείνη παρ’ ότι δεν έμεινε ασυγκίνητη, τον άκουγε ψύχραιμη, αλλά δεν έλεγε να του ‘κάτσει’ με τίποτα. Τον ‘έπαιζε’ και τον παράταγε μετά.
Βρε, τι της έλεγε, τι την έγλυφε ο άντρας-σκύλος, την καβάλαγε κιόλας στα κλεφτά, οπότε η μικρά ούρλιαζε υστερικά και του ’φευγε. Εκείνη την ώρα όποιος ήταν στο σπίτι του έβαζε μια γενναία φωνή: «Μπλακ, πρόσεχε!» Για λίγο μαζευόταν ο έρμος. Αλλά αυτά δεν είναι για πολύ, με τον πειρασμό στο μισό μέτρο να τον μυρίζει, πόσο ν’ άντεχε ο δύστυχος!
Μέχρι που τον έδεσαν μακριά της. Ίσα να τεντώνεται να την αγγίξει έφτανε, τίποτ’ άλλο. Τα νεύρα του και η τεστοστερόνη του στα ύψη. ‘Λύστε με ένα βράδυ να μην αφήσω ούτε θηλυκή γάτα στη γειτονιά μ’ αυτά που με αναγκάζετε να περνάω. Μα, να έχω τη γκόμενα μισό μέτρο από το… Να μη φτάνω να τη… ; Θα πεθάνω! Ντροπή σας άνθρωποι’, φώναζε, γάβγιζε, άφριζε.
Και τότε άρχισε το δράμα του. Δεν ήταν που δεν τον άφηναν αυτόν να… Το χειρότερο; Είχαν ‘σκάσει’ τέσσερεις υποψήφιοι γαμπροί της γειτονιάς και της παραπάνω και σουλατσάρανε έξω από την πόρτα του κήπου στην αρχή, κομψευάμενοι με τις ταυτοτητούλες τους στο λαιμό. Ύστερα και μέσα κι έφταναν μέχρι την πόρτα, όπου έμενε με την ‘προσφάτως’ αγαπημένη του.
Πώς το γλίτωσε το εγκεφαλικό! Άγιο είχε. Αλλιώς, ημιπληγικός σκύλος σακάτης θα ’χε μείνει.
Κι εκείνη τους μύριζε όλους από τη χαραμάδα και κούναγε την ουρά της. Σε έναν δε έκανε πολλές χαρές. Μα, πολλές χαρές! Ένα γκριζό-ασπρο μαλλιαρό γκριφόν. ‘Τι μαλακόφατσα κι αυτή!’ σκεφτόταν όσο τον έβλεπε ο Μπλακ. Και τον μύριζε. Κι έβλεπε κι εκείνη να λιγώνεται.
-Βρε, ξανθιά πόρνη, βρε ανάφτρα, έχε χάρη που σε λιμπίστηκα, αλλιώς θα σου ’λεγα εγώ.
Απ’ έξω οι άλλοι, από μέσα ο Μπλακ να τους βρίζει με δικά του λόγια, όλη μέρα, ασταμάτητα, μια δυο τρεις μέρες… Εκεί, την τρίτη μέρα, Σάββατο, το σκυλο-μελόδραμα κορυφώθηκε.
Έβρεχε καταρρακτωδώς. Ο γκριζό-ασπρος γκριφόν γαμπρός εμφανίστηκε πρωί πρωί. Όταν η κυρά τους έβγαλε βόλτα για λίγο, εκείνος κατάφερε κι έκλεψε ένα φιλί από την ξανθιά μπροστά στα μάτια του Μπλακ. Άφρισε και κόρωσε το αρσενικό μέσα του! Με τη δικιά του δεν είχε τίποτα, με τον άλλον τα είχε. ‘Μα, το μαλάκα σκύλο, μπροστά στα μάτια μου!’
Ο γκριφόν έμεινε να βρέχεται και να περιμένει με τις ώρες, αν θα ξαναβγεί εκείνη. Παπάρα είχε γίνει. Κατά το μεσημέρι, έσταζε ολόκληρος. Παράλληλα ένας μεγαλόσωμος κόπρος καστανό- σκατόφατσος ήρθε να προστεθεί στην παρέα, μαζί με έναν γκρίζο με μαύρες βούλες σαν Δαλματός βουτηγμένος στη στάχτη με μια ηλίθια φάτσα κι ακόμη ένα άλλο τυπάκι τόσο δα κοντό κι υστερικό, άσπρο που το μπέρδευες και με σφουγγαρίστρα.
Όλοι αυτοί τριγύρναγαν έξω από τον κήπο, έμπαιναν και μέσα, έφταναν στην πόρτα μύριζαν κι ο Μπλακ ούρλιαζε: «Είναι δικιά μου!» Επέμενε, και το ’λεγε και το ξανάλεγε. Κυρίως, μπας και πείσει τη λεγάμενη, διότι εκείνη έμοιαζε ανοιχτή σε κάθε πρόκληση και το έπαιζε ‘το απόλυτο θηλυκό’, αφού της είχε δοθεί η ευκαιρία, με τέτοιο σουξέ που είχε τις τελευταίες μέρες.
Εκεί κατά το απόγευμα, όταν η βροχή είχε δυναμώσει κι οι γαμπροί ήταν όλοι ακροβολισμένοι, η κυρά έλυσε τη Μπουμπού για λίγο. Ο καστανός κόπρος την πήρε το κατόπι. Ούρλιαζε ο Μπλακ δεμένος: «Είναι δικιά μου!!!»
Η σκυλίτσα πήγε μαζί με τον καστανό πίσω από κάτι θάμνους. Κάτι κραυγούλες ακουγόντουσαν πού και πού… Σε υστερία ο Μπλακ, ήταν ικανός να ξεκολλήσει το παραθυρόφυλλο, όπου τον είχαν δεμένο, για να πάει να τη βρει.
Σε εφτά λεπτά έσκασε μύτη εκείνη τρομαγμένη με την ουρά κάτω από τα σκέλια, λούτσα, με τον σκυλάκο ξωπίσω της. Μπήκε μέσα στο δωματιάκι. Ο Μπλακ τη μύρισε να βεβαιωθεί αν ήταν δικιά του ακόμη.
Ο καστανός σκύλος έμεινε μέσα στη βροχή να την περιμένει ίσα με το άλλο πρωί. Έβρισκε πού και πού κάποιο υπόστεγο του σπιτιού που νόμιζε πως δεν τον βλέπει κανένας, για να αφήσει την τρεμούλα από το κρύωμα να εκδηλωθεί. Δεν θα επέτρεπε ποτέ στον ερωτικό αντίζηλό του, αυτόν που γάβγιζε μέσα στο σπίτι να διαπιστώσει την αδυναμία του. Έτρεμε ολόκληρος για λίγο, αλλά δεν το ’βαζε κάτω. Σε λίγο ξαναπλησίαζε προς την πόρτα, που πίσω της ήταν η καλή του. Άντε ξανά μανά ουρλιαχτά ο Μπλακ.


Και δεν ήταν ο μόνος. Ο γκριφόν όλη τη νύχτα τριγύρναγε στον κήπο επίσης. Μόνο ο σαν βουτηγμένος στη στάχτη Δαλματός, που μάλλον τα ’χε τα χρονάκια του, έφυγε για ύπνο κατά το σούρουπο και η ‘σφουγγαρίστρα’ πήγε σπίτι της, σε μια γωνιά, να στεγνώσει.
Σε λίγο ξημερώνει, ο καστανο-σκατόφατσος έχει βρει απάγκιο έξω από την πόρτα του γραφείου της κυράς του σπιτιού και τρέμει ολόκληρος. Δεν έχει πάρει χαμπάρι πως εκείνη τον παρακολουθεί, ο δε γκριφόν έχει απαγκιάσει έξω από την πόρτα της κουζίνας κι επίσης τρέμει από τη βροχή που έφαγε όλη τη μέρα και τη νύχτα. Ο ασπρόμαυρος συναχωμένος γάτος είναι δίπλα του και προσπαθεί να τον ζεστάνει. Είχε παρακολουθήσει το δράμα του και μάλλον τον λυπήθηκε. Και ο γκριφόν-εραστής, που μοιάζει καλόβολος και ρομαντικός τύπος, σιγά μη θυμόταν τέτοια ώρα τα εχθρικά του ένστικτα απέναντι στις γάτες. Αυτός είναι μάλλον ο πιο συμπαθής, με τις βρεγμένες αφέλειές να του κρύβουν τα μάτια
Οι ταυτότητες και των δυο ‘γαμπρών’ λάμπουν στο φως του δρόμου και δείχνουν πως είναι από σπίτι. Κάποια κυρά τους ψάχνει απόψε. Και σ’ αυτούς όμως θα λείπει το σπίτι τους και η βολή τους, αλλά βλέπεις ο έρωτας τους πήρε τα μυαλά.
Το ξημέρωμα που η κυρά άνοιξε την πόρτα ο καστανός είχε φύγει, ο γκιζό-ασπρος γκριφόν όμως ήταν ακόμη πιο βρεγμένος εκεί, σταθερός και στεκόταν έξω από την πόρτα της λεγάμενης.
Αμόλησε τον Μπλακ, που πήγε κατ’ ευθείαν πάνω του και τον έκανε με τα κρεμμυδάκια: «Σπίτι μου, βρε μαλάκα, ήρθες να μου πάρεις τη γκόμενα! Άει στο διάολο από δω».Από τη συμπλοκή ο γκριφόν ξεμπέρδεψε με το μπροστινό του πόδι τραυματισμένο. Η Μπουμπού δεν κρατιόταν κι ήθελε να πάει δίπλα του. Να δεις που τον είχε αγαπήσει αυτόν το χαριτωμένο σκυλάκο.Δεν την άφησε λυτή η κυρά της, όπως συνήθως, με το λουρί την έβγαλε ίσα για ένα βιαστικό κατούρημα.
Ο αλητήριος Μπλακ εκείνη τη μέρα δεν απομακρύνθηκε ρούπι από το σπίτι, αν και λυτός. Τριγύρναγε στον κήπο κλαίγοντας κι ήθελε να ξαναμπεί μέσα να κάτσει δίπλα στην ‘ξανθιά’ χαζούλα του.
Δεν τού ’καναν τη χάρη. Τρία μερόνυχτα είχαν να ησυχάσουν όλοι από τις αρσενικές ορμόνες του, που εννοούσε να τις διαδηλώνει κιόλας.
Κάτω από το φως της κολώνας του δρόμου ένα ζευγαράκι τσακωνόταν, μες στη βροχή. Ήταν το σημείο που έδιναν καθημερινά ραντεβού. Καιρό τώρα τους έβλεπε. Εκεί συναντιόντουσαν, στο ίδιο σημείο αργά το βράδυ κατέληγε η βόλτα τους, λέγανε όσα δεν είχαν προλάβει, από αυτά που δεν τελειώνουν κι όταν παραπέρναγε η ώρα εκείνη έφευγε βιαστικά. Κάπου εκεί κοντά θα ήταν το σπίτι της. Ο νεαρός τότε καβάλαγε τη μηχανή και τράβαγε κατά την άλλη μεριά με ένα ‘αύριο πάλι’ συννεφάκι πάνω από το κεφάλι του. Εκείνο το βράδυ κάτι θα τους είχε πάει στραβά και το ’χαν στήσει στον καυγά κι ας έβρεχε.
Εκείνος φώναζε παραπάνω, ίσως για να βρει το δίκιο του: «Μα τον είδα που σε κοίταγε… κι εσύ…». Εκείνη χαμηλόφωνα, αλλά αρκετά έντονα του απαντούσε, ώσπου κάποια στιγμή του πέταξε ένα μεγαλόπρεπο: «Ε, άει παράτα με πια», κι έφυγε τρέχοντας.
Έμεινε κάτω από την κυριακάτικη βροχή να φωνάζει το όνομά της. Μάταια. Ο Μπλακ τον πλησίασε και τον κοίταξε στα μάτια. Σίγουρα θα του είπε: «Κι εγώ παθός είμαι φίλε, μια ξανθιά με έφερε στα χάλια που είμαι απόψε. Γυναίκες…»
Ο νεαρός συνέχιζε να κοιτάζει κατά κει που είχε φύγει η κοπέλα του για ώρα, μάλλον περιμένοντας πως θα άλλαζε γνώμη και θα γύρναγε για το φιλί της ‘Καληνύχτας’. Κοίταζε κι ο Μπλακ το σκοτεινό παράθυρο του δωματίου, όπου κοιμόταν η ξανθιά Τζούλι, ο δικός του νταλκάς.
Κι η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Όσο για το φεγγάρι, εκείνο το βράδυ ήταν γεμάτο και φωτεινό.
Σίσυ Καπλάνη
Τα σκίτσα του άρθρου είναι της Αλεξάνδρας Σιάφκου και την ευχαριστούμε πολύ!
Leave a Reply