25/09/2023

Μπάμπης Αργυρίου: Η κοινωνία θα ήταν καλύτερη αν λειτουργούσε σαν μουσικό συγκρότημα

Συνέντευξη, με αφορμή το βιβλίο «Άλμπουμ Διασκευών»

Αργυρίου

Το «Άλπουμ Διασκευών» είναι το τρίτο βιβλίο του Μπάμπη Αργυρίου και  είναι γεμάτο μουσική.
Πρόκειται για μία συλλογή 40 διηγημάτων, μικρών ιστοριών που τίτλος της καθεμιάς είναι ένας καλλιτέχνης/γκρουπ, που προφανώς είναι τα αγαπημένα του συγγραφέα.

Η μουσική είναι παρούσα σε κάθε προσεγμένη αράδα του βιβλίου και είναι πραγματική απόλαυση για τον μυημένο αναγνώστη να παρατηρεί πώς ο Αργυρίου συνθέτει ιστορίες πατώντας σε τόσο γερά θεμέλια, όπως είναι στίχοι και τίτλοι τραγουδιών που ο χρόνος έχει δείξει ότι θα μείνουν για πάντα κληρονομιά μας.

Το πολύ ενδιαφέρον όμως που βρήκα στο βιβλίο του Μπάμπη Αργυρίου είναι ότι οι ίδιες οι ιστορίες που «μιλάνε» αλλιώς στον καλό ακροατή της μουσικής, φλερτάρουν με άριστο τρόπο και με κάποιον που δεν κυλάει στο αίμα του η μουσική «πετριά». Κι αυτό είναι η επιτυχία του συγγραφέα.

Προφανώς κάθε βιβλίο το διαβάζει και το αποκωδικοποιεί διαφορετικά κάθε αναγνώστης, στο βιβλίο όμως του Αργυρίου το ενδιαφέρον  μένει αμείωτο παρά το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης που τιτλοφορεί το κάθε διήγημα δίνει το στίγμα του. Είτε στη γραφή, είτε στην υπόθεση, στη γλώσσα και στο στιλ, οι «κώδικες» δεν λειτουργούν ως ένας αυστηρός οδηγός ανάγνωσης. Αντιθέτως  οι χαρακτήρες και ο κόσμος που πλάθει ο συγγραφέας έχουν μια ξεχωριστή αυτονομία και κάνουν έτσι απολαυστική και εξόχως ταξιδιάρικη την ανάγνωση.
Ο Μπάμπης Αργυρίου στο «Άλμπουμ Διασκευών» δεν ακολουθεί μια μανιέρα και μια ευκολία. Το κάθε διήγημα είναι διαφορετικής αντιμετώπισης και λογικής την ίδια ώρα που όλα μαζί  είναι αποτέλεσμα μιας κοινής έμπνευσης. Οι ήρωες που δίνουν έμπνευση στη ζωή του, οι μουσικοί δηλαδή, βάζουν τον γραφιά να κάνει υπερβάσεις και να στήσει σκηνικά πολύ ενδιαφέροντα για τον αναγνώστη.

Περίμενα, ο κολλημένος με τον Bavid Bowie, να διαβάσω το σχετικό διήγημα, που φυσικά με αποζημίωσε. Ωστόσο θέλω να ξεχωρίσω  το «Simon & Garfunkel» για την ιδιαίτερη ευαισθησία του, το «Bjork» για τον χιουμοριστικό σουρεαλισμό του, το «Tim Buckley» για την ιδιαίτερη τρυφερή σκληράδα του και το «Bob Marley» που καταφέρνει να τζαμάρει στην Επανάσταση του 1821. Η απόγνωση στο «Neil Young» συνδυασμένη με το χιούμορ κάνει και αυτό το διήγημα από τα καλύτερα, νομίζω του βιβλίου.

Οι τίτλοι των διηγημάτων είναι  (με σειρά «εμφάνισης»)
Tom Waits-Nick Cave-The Beatles-TheCure-The Walkabouts-R.E.M.-Nick Drake-Dead Can Dance-Talking Head-Bjork-The Clash-Bob Marley-Patti Smith-Bob Dylan-Ramones-Tindersticks-Lou Read-Massive Attack-The Rolling Stones-Black Sabbath-PJ Harvey-Simon & Garfunkel-Sex Pistols-Pink Floyd-Joy Division-Iggy Pop-Calexico-Radiohead-Rage Against the Machine (mashup)-The Go Betweens-Leonard Cohen-David Bowie-Nirvana-Rory Gallagher-Tim Buckley-Neil Young-The Doors-Various ArtistsOuttakes

Βάλτε μουσική, όποια σας αρέσει, και πάμε ν’ «ακούσουμε» τον Μπάμπη Αργυρίου

Πες μου με δύο λόγια, πώς γεννήθηκαν αυτά τα διηγήματα;

Η πρώτη ιδέα αφορούσε μουσικούς που θα συζητούσαν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας στίχους τους. Απορρίφθηκε ως ανέφικτη αλλά αποδείχτηκε επίμονη, επέστρεψε βελτιωμένη και συνέχισε να εμπλουτίζεται και να μορφοποιείται. Ξεκίνησα να γράφω ιστορίες. Οι Beatles που ήταν γυναίκες με αντίστροφη καριέρα – επιτυχημένο  στούντιο γκρουπ που χρειάστηκε να επαναστατήσει για να του επιτραπούν τα live, η ιστορία του Cave – Henry Lee, που ήταν απόγονος του Alvin και της Brenda, του Stagger και της Peggy, του Albert και της Anabelle… Οι περισσότερες από τις πρώτες δεν μπήκαν στο βιβλίο. Διάβασα στίχους δεκάδων ή και εκατοντάδων τραγουδιών του καθενός, μερικά βιβλία-βιογραφίες, έπιασα ρυθμό και μετά δεν είχα σταματημό.

Πώς αποφάσισες  τη σειρά των καλλιτεχνών στο βιβλίο;

Είχα απορρίψει την αλφαβητική και τη χρονολογική σειρά, έτσι άρχισα να τις ταξινομώ λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο. Μια αστεία, μετά μια ερωτική, μετά ένας ύμνος στη φιλία, μια αιματηρή κλπ. Ήταν η σειρά που θα με ικανοποιούσε αν ήμουν αναγνώστης.

Θέλω να μου μιλήσεις και για τον «ρόλο» των δύο outtakes, που ξαναβρίσκουμε, στο τέλος του βιβλίου, την Patti Smith και τους The Clash.

Ο τίτλος του βιβλίου «Άλμπουμ διασκευών», το διήγημα «Various Artists» όπως και τα δύο «Outtakes» ήταν κλείσιμο του ματιού στους δισκόφιλους. Τα outtakes τα συναντάμε συνήθως στις επανεκδόσεις δίσκων· είναι τραγούδια που δεν είχαν μπει στην πρώτη έκδοση ή τραγούδια που είχαν μπει σε άλλες εκτελέσεις. Για κάποια γκρουπ είχα έτοιμες δύο και τρεις ιστορίες, έτσι όταν μου ήρθε η ιδέα διάλεξα δύο και τις έβαλα πίσω από το σώμα του κανονικού βιβλίου. Μου αρέσει το παιχνίδι και αφού μ’ έπαιρνε να προσθέσω μερικές σελίδες ακόμα, έπαιξα και το χάρηκα.

Αργυρίου

Μετά από δύο μυθιστορήματα (*), πώς αποφάσισες να γράψεις διηγήματα; Τι σου προσφέρει η συγκεκριμένη φόρμα;

Το διήγημα είναι ημερήσια εξόρμηση στην εξοχή, το μυθιστόρημα διακοπές αρκετών εβδομάδων. Μου αρέσουν και τα δύο. Νομίζω πως θα ήταν καλύτερα αν έγραφα 40 νουβέλες, μία για κάθε συγκρότημα και να κυκλοφορούσαν ξεχωριστά. Έτσι κάποιος θ’ αγόραζε μόνο αυτές που αφορούσαν τα αγαπημένα του γκρουπ και θα έπιανε τις περισσότερες αναφορές μου στους στίχους και τα βιογραφικά τους. Μπορεί να το κάνω μια μέρα. Να γίνει ανάποδα, μετά το best off να βγάλω και τα κανονικά άλμπουμ.

Σε μια εποχή που όλα γίνονται mainstream πόσο η δύναμη του ροκ φτάνει στους νέους ακροατές;

Δεν νιώθω σταυροφόρος ή ιεραπόστολος του ροκ. Γιατί να το ακούσουν οι νέοι ακροατές αν δεν τους αγγίζει; Κάθε γενιά έχει τη μουσική της. Και οι τζαζίστες στα fifties είδαν την πελατεία τους να συρρικνώνεται όταν πολλοί νέοι στράφηκαν στο ροκενρόλ που τους ταίριαζε περισσότερο. Σήμερα βλέπω γύρω μου νεαρούς πωρωμένους με το χιπ-χοπ, μουσική φτιαγμένη από άτομα που δεν είναι μουσικοί με την παραδοσιακή έννοια, αλλά γράφουν πιο ενδιαφέροντες στίχους από τους περισσότερους ροκάδες. Και αυτό είναι που ψάχνει κυρίως το κοινό τους για να ταυτιστεί. Είναι κρίμα που πολλά ροκ γκρουπ δεν διδάσκονται απ’ αυτό και συνεχίζουν να τραγουδούν σε αδιάφορα αγγλικά. Μερικοί μάλιστα στέλνουν ακόμα και τα δελτία τύπου τους στ’ αγγλικά.

Τα ραδιόφωνα, πιστεύεις ότι προσφέρουν κάτι με την σημερινή τους αυστηρή playlist φόρμα;

Η «προσφορά» δεν είναι σίγουρα μέσα στις προτεραιότητες των ιδιωτικών επιχειρήσεων με το μεγάλο κόστος λειτουργίας. Περιμένεις να επιτρέπουν στον κάθε παραγωγό να βάζει ό,τι γουστάρει, να διώχνει το κοινό με τις ενοχλητικές επιλογές του και σαν επακόλουθο τους χορηγούς και τους διαφημιζόμενους; Με playlist ή χωρίς το ραδιόφωνο ήταν ανέκαθεν εμπορικό και ελάχιστες εκπομπές υπήρχαν για τους ψαγμένους που διψούσαν για… unknown pleasures. Είμαστε λίγοι εμείς που θέλουμε τέτοιες εκπομπές και το σύστημα δεν μας υπολογίζει. Η συντριπτική πλειοψηφία των ακροατών θέλει μουσική που γαργαλάει αφτιά, κάνα εφήμερο χιτάκι και ενδιάμεσα ενημέρωση για τον καιρό και την κυκλοφορία.

Θέλω να μου πεις τη γνώμη σου για τις …διασκευές!

Κάθε φορά που πέφτω πάνω σε διασκευή και έχω σε κάποια εκτίμηση το πρωτότυπο, έχω την περιέργεια να την ακούσω. Σπάνια ενθουσιάζομαι και δεν ξέρω πόσο συμφέρει στα γκρουπ να βάζουν στο άλμπουμ τους διασκευή ενός κλασικού και αγαπημένου τραγουδιού, που κάνει τα δικά τους να μοιάζουν υποδεέστερα. Η υπόκρουση δεν με πειράζει να αλλάζει, η μελωδία της φωνής όμως πρέπει να μένει κοντά, να μη χάνει το νεύρο και τη σπιρτάδα της κι από την άλλη να μη γίνονται οι στίχοι ριπή πολυβόλου, όπως συμβαίνει σε πολλές πανκ διασκευές.

Μέσα από το Mic.gr επικοινωνείς με πολύ κόσμο που αγαπάει τη μουσική. Τι έχει η μουσική και «μας» γιατροπορεύει;

Όταν πετυχαίνει είναι η πιο όμορφη ανθρώπινη κατασκευή. Οι δυνατότητές της είναι απεριόριστες. Μας κάνει να κοπανιόμαστε, να ανατριχιάζουμε, να αιωρούμαστε, να τρομάζουμε, να γαληνεύουμε, να αισθανόμαστε δέος… Όλη η φυσική ομορφιά αντικατοπτρίζεται μέσα στην αχλή της, αλλά και ηχοχρώματα που δεν μπορείς να τα ζευγαρώσεις, να τα ταυτοποιήσεις με κάτι υπαρκτό. Οι μουσικοί συνεργάζονται, αλληλοσυμπληρώνονται, δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό για την επίτευξη του κοινού στόχου, ευχαριστιούνται και ευχαριστούν τους ακροατές. Θα ζούσαμε σε ιδανική κοινωνία αν αυτά δεν περιορίζονταν στο χώρο της τέχνης.

Πόσο η ευκολία στην πρόσβαση της μουσικής μέσα από το κινητό και το ίντερνετ, βοηθάει στην δημιουργία των νέων θρύλων της μουσικής;

Η κατάρρευση της μουσικής βιομηχανίας ευθύνεται κυρίως για την έλλειψη θρύλων. Βασικό στοιχείο για να γίνει κάποιος θρύλος ήταν –εκτός απ’ το να είναι καλός– να μπορούσε η μουσική του ν’ ακουστεί από εκατομμύρια ανθρώπους, ώστε η εταιρεία που θα επένδυε πάνω του να έβγαζε πολλά λεφτά από την τέχνη του. Η εταιρεία πλήρωνε για καλές παραγωγές, κανόνιζε τις τουρ και από την επόμενη μέρα τα περιοδικά όλου του κόσμου ενημέρωναν το κοινό τους με ποιους διασκέδαζε ο Bowie στο Studio 54, πώς προτιμούσε τ’ αυγά του ο Elvis, τι έδειξε στην τελευταία συναυλία του ο Morrison και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί είχαν τζάμπα δίσκους για τους παίζουν όλη μέρα. Βοηθούσε τη… θρυλοποίηση αν ο καλλιτέχνης ήταν πολύ όμορφος, εκκεντρικός, ατίθασος, πέθαινε νέος. Το ότι έχουν παιχτεί όλα, επίσης δεν βοηθάει σήμερα, ούτε και ο κορεσμός του κοινού. Εγώ πάντα πήγαινα και αγαπούσα κάτι τύπους που δεν είχαν καριέρα, μόνο μουσική που αισθανόμουν πως όταν την έγραφαν είχαν μουσικόφιλους σαν εμένα στο μυαλό τους.

Άλμπουμ ή tracks; Ποιο είναι το μέλλον της μουσικής όπως το αντιλαμβάνεσαι στην ψηφιακή μας εποχή;

Νομίζω πως η κουλτούρα του δίσκου έχει βαθιές ρίζες και όσο ζούμε εμείς θα συνεχίσουν να βγαίνουν άλμπουμ (και άλμπουμ διασκευών). Δεν σου φαίνεται ψιλικατζίδικη νοοτροπία τα γνωστά γκρουπ να πουλάνε τη μουσική τους μόνο κομμάτι κομμάτι στο ίντερνετ; Και πότε θα βγαίνουν για τουρ, θα καταρρεύσει και η βιομηχανία των συναυλιών; Η ανάγκη της απόκτησης δίσκων είναι νομίζω αυτή που θα εκλείψει σε μια-δυο γενιές. Γιατί ν’ αποθηκεύεις κάτι, όταν με λίγα κλικ μπορείς να το ακούσεις όπου κι αν βρίσκεσαι; Αυτό το έκαναν τα παλιά τα χρόνια, τότε που δεν είχαν άλλη επιλογή, θα λένε.

Αργυρίου

Θυμάσαι πόσο δυσκολεύτηκες να βρεις έναν δίσκο, που τώρα είναι προσβάσιμος με ένα «κλικ»; – α, και ποιος ήταν αυτός;

Τα δύο πρώτα δωδεκάιντσα των Mecano δεν μπορούσα να αποκτήσω, το “Starsailor” του Buckley ήταν για χρόνια δυσεύρετο, μια συλλογή η “East of Croydon” με δυσκόλεψε πολύ. Πολλά ήταν αυτά που έψαχνα αλλά ευτυχώς μπορούσα να τα ακούσω από 3-4 συλλέκτες που είχα γνωρίσει στη Θεσσαλονίκη. Κάθε φορά που πήγαινα ταξίδι στο εξωτερικό, όλο και κάποιος απ’ αυτούς μου έδινε μια λίστα, μήπως πετύχω στα δισκάδικα του Λονδίνου, του Βερολίνου ή του Άμστερνταμ κάποιον από τους τίτλους που έψαχνε.

Πόσο η δισκοκριτική, και οι δισκοκριτικοί επηρεάζουν σήμερα τη μουσική;

Δεν ξέρω αν την επηρέαζαν και ποτέ. Έλεγαν δηλαδή οι μουσικοί, ας γράψουμε ένα δίσκο σαν αυτούς που αρέσουν πολύ στον Ζήλο, για να μας βάλει εφτά αστέρια και να πουλήσουμε τρελά; Κι αν το έλεγαν, μπορούσαν και να το κάνουν; Αν έγραφε ο κριτικός πως οι στίχοι τους είναι χάλια, μπορούσαν να γράψουν καλύτερους για τον επόμενο; Πιο πολύ τα αφτιά των αναγνωστών άνοιγαν οι κριτικοί, υποδεικνύοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του δίσκου, τις επιρροές του γκρουπ κλπ. Σήμερα οι κριτικές έχουν λόγο ύπαρξης για όσους αγαπούν να διαβάζουν κείμενα για μουσική, όσους τις συμβουλεύονται πριν πάνε στο youtube ή το bandcamp ή έχουν ακούσει ήδη το δίσκο και διαβάζουν την κριτική για να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν με τον συντάκτη.

Έχεις αδικήσει κάποιον δίσκο στην κριτική που έκανες και αργότερα αναθεώρησες τη γνώμη σου;

Αδικούσα και ευνοούσα – νομίζω περισσότερο το δεύτερο. Φυσικά τα έργα τέχνης παραμένουν ίδια, ό,τι κι αν γραφτεί γι’ αυτά. Δεν ήμουν κριτικός, ήμουν φαν και απευθυνόμουν σε ομοίους μου, τους έλεγα για ωραίους, νέους δίσκους που ανακάλυψα και για άλλους που με απογοήτευσαν, και όταν το έλεγα το πίστευα. Όσοι με πίστευαν με είχαν τεστάρει πριν, είχα κερδίσει την εμπιστοσύνη τους με τις προτάσεις μου. Κι εγώ πάντα την υπογραφή κοίταζα, ποιος έγραψε την κριτική, όχι σε ποιο περιοδικό δημοσιεύτηκε. Με το πέρασμα του χρόνου αλλάζεις, αλλάζει και η στάση σου απέναντι σε παλιούς δίσκους, συνήθως όχι δραματικά· δεν περνάς απ’ τη λατρεία στην απέχθεια και το αντίστροφο. Το “Pet Sounds” των Beach Boys την πρώτη φορά μου φάνηκε τρομερά υπερεκτιμημένο. Τώρα εκτιμώ κάποιες αρετές του, αλλά πάλι μ’ αφήνει αδιάφορο σαν ακροατή. Νομίζω πως δεν γίνεται να μην είσαι υπερβολικός όταν γράφεις για είδος μουσικής που αγαπάς. Αλλά όταν γράφεις για μουσικά είδη που δεν σ’ ενδιαφέρουν, γίνεσαι σαν δημόσιος υπάλληλος που διεκπεραιώνει άλλη μια βαρετή υπόθεση κοιτάζοντας κάθε λίγο πόση ώρα απομένει ως το σχόλασμά του.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σου δίσκος και ποιος ο πιο αδιάφορος, που όμως θες να τον έχεις στη δισκοθήκη σου;

Αυτός ο προβληματισμός έχει προκύψει πολλές φορές και η επιλογή μου άλλαζε κάθε φορά· ευτυχώς έχουν κυκλοφορήσει πολλοί σπουδαίοι δίσκοι για το γούστο μου. Κάτσε να δω ποια θα μου έρθουν στο μυαλό τώρα. Έχω ακούσει πάρα πολλές φορές το “Let the Tribe Increase” των Mob, το “Youth of America” των Wipers, το “Crocodiles” των Echo & the Bunnymen, το “Desire” των Tuxedomoon, το “Entertainment” των Gang of Four, το “Treeless Plain” των Triffids, το “Treasure” των Cocteau Twins, το “Miami” των Gun Club, το “Remain in Light” των Talking Heads, το “Goodbye & Hello” του Buckley… Διάλεξε όποιον θες και θεώρησέ τον αγαπημένο μου, δεν θα έχω αντίρρηση. Από την εποχή του δισκάδικου ξεφορτώθηκα τους αδιάφορους δίσκους που είχα αγοράσει για το ένα ή τα δύο καλά τραγούδια τους. Θυμήθηκα τώρα ένα δωδεκάιντσο του The Legend! που το κράτησα για το ριγέ βινύλιό του.

Τι καινούργιο έχεις ακούσει μέσα στο ’20, από την ελληνική ροκ σκηνή που αξίζει να το ακούσουμε;

Δεν έχω ακούσει κάτι πολύ καλό, άξιο να το προτείνω. Δεν την παρακολουθώ και όπως παλιά που προσπαθούσα ν’ ακούω όλες τις κυκλοφορίες της.

Θα μας «συστηθείς» μέσα από πέντε τραγούδια;

Η επιλογή τραγουδιών είναι δυσκολότερη των άλμπουμ. Αλλά αφού δεν διευκρινίζεις τι τραγούδια, θα σου πω τις πέντε πρώτες διασκευές που θα μου έρθουν στο μυαλό. Ταιριάζουν και με το περιεχόμενο του βιβλίου μου που ήταν η αφορμή γι’ αυτή τη συνέντευξη.

Stiff Little Fingers – Doesn’t Make It All Right. Αντιρατσιστικό τραγούδι των Specials που κυκλοφόρησε πριν 40 χρόνια. Δεν νομίζεις πως είναι σήμερα περισσότεροι, αυτοί που βρίσκουν καταφύγιο στο μίσος;

https://www.youtube.com/watch?v=WSfI4JsY9s0

The Ex – El Tren Blindado. Απ’ αυτούς γνώρισα αυτό το τραγούδι του ισπανικού εμφυλίου και συνεχίζω να προτιμώ την ηλεκτρική εκτέλεσή τους, από όλες τις φολκίζουσες.

Nick Drake – Been Smoking Too Long. Το πρωτότυπο της Robin Frederick μοιάζει με διασκευή της Joni Mitchell σε τραγούδι του JJ Cale. Ο Drake της το έκλεψε κανονικά, το έκανε να μοιάζει με δική του σύνθεση.

Gun Club – The Fire of Love. Μετά από αυτή την εκτέλεση, με αυτή τη φωνή, δυσκολεύομαι να ακούσω το σχεδόν ακουστικό ροκαμπίλι πρωτότυπο του Jody Reynolds.

https://www.youtube.com/watch?v=0AV7UXsBtrI

The Residents – Kaw-Liga. Δεν ξέρω αν ο Hank Williams ακούγοντας τη διασκευή αναφωνούσε σαν τη Melanie, Look what they’ve done to my song, ma. Δεν νομίζω όμως, ήταν ανοιχτόμυαλος.

Τι φοβάσαι; Η μουσική ξορκίζει τους φόβους σου;

Έχω φόβους στο βάθος του μυαλού μου – τίποτα ικανό να ταράξει τον ύπνο μου. Να μην πάθω αλτσχάιμερ, να μην ελέγχω τη ζωή μου και γίνω βάρος στους ανθρώπους μου, να μην μπορώ να επικοινωνήσω, μη χάσω τη διάθεση για οτιδήποτε δημιουργικό και πλήττω, μην καταντήσω να βλέπω τηλεόραση και να σχολιάζω στο Facebook δηλώσεις πολιτικών και σελέμπριτι…
Όσο διαρκεί η ακρόαση της μουσικής βομβαρδίζομαι με θετική ενέργεια και συναισθήματα, βρίσκομαι σ’ ένα επιθυμητό περιβάλλον όπου, ναι, μπορείς να πεις ότι μειώνονται οι πιθανότητες να κυριευτώ από παλιό ή να… κολλήσω κάποιο νέο φόβο.

Γιάννης Καφάτος

Η φωτογραφία του Μπάμπη Αργυρίου στην αρχή του άρθρου είναι της Όλγας Δέικου

*Από την MIC BOOKS κυκλοφορούν τα βιβλία του Μπάμπη Αργυρίου: «Έχω όλους τους δισκους τους» (2013) και «Προτιμώ τα παλιά τους» (2015)


mm
About Γιάννης Καφάτος 2122 Articles
Γιάννης Καφάτος, Μπαμπάς, δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, tattoer, T-shirt maker, dj, και ποιος ξέρει τι άλλο (ακόμη). Σπούδασε πολιτικές επιστήμες πήρε όμως πτυχίο από το ΡΟΔΟΝ και άλλα συναυλιακά "ιδρύματα". Ταξιδεύει λιγότερο από όσο θα ήθελε.

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.


*