
Μία εβδομάδα μετα τα ΟΣΚΑΡΖ και τον «θρίαμβο» του ΜΟΥΝ-ΛΆΪΤ, πήρα τηλέφωνο τον φίλο μου τον Τέντ στην Νεα Υορκη. Ο Τέντ είναι gay αφροαμερικάνος, στέλεχος σε πολυεθνική διαφημιστική μεγατόνων.
-Τι έγινε Τέντ, πως πάνε τα πανυγήρια για την νίκη ενάντια στο ρατσισμό? Ρώτησα
Κουφάθηκα απο το υπερατλαντικό τρανταχτό γέλιο του Τέντ.
– Μάι νίγκρ ,είπε μέσα απο τα γέλια του, νικήσαμε. Επόμενος στόχος είναι να καταφέρουμε να οδηγήσουμε ένα αυτοκίνητο χωρίς χωρίς τον φόβο οτι σε κάποιο αστυνομικό ασύρματο θα ακουστεί το «Μπλακ Μαν ντράιβινγκ γουί νίντ μπάκ απ» και μετά θα αδειάσουν τα πιστόλια τους στο παρμπριζ.
Οι ΗΠΑ είναι η χώρα της απόλυτης ειρωνίας. Ενώ η καλλιτεχνική, πολιτική και κοινωνική ελίτ πλασάρεται διεθνώς ως απόλυτα ριζοσπαστική και ανεκτική σε οτιδήποτε καινούριο (έστω και υποκριτικά) η πλειοψηφία των πολιτών είναι βαθιά συντηρητικοί και πουριτανοί.
Ίσως περισσότερο και απο τον Σάχη της Περσίας.
Δεν έχω σκοπό να αναλύσω αυτό το φαινόμενο καθώς θα χρειαζόντουσαν εκατομμύρια λέξεις και ένας Μάξγουελ Πέρκινς να κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις για να δημοσιευθεί.
Θα ασχοληθώ με το κινηματογραφικό-καλλιτεχνικό ,ας το πούμε «αντίκτυπο», καθ’οτι αυτός είναι και ο τομέας μου.
(*ερασιτέχνης και αρχάριος σε σχέση με τα μεγαθήρια των όσκαρ,προς αποφυγήν τυχόν παρεξηγήσεων)
Παίρνω το φτυάρι ανα χείρας και ξεκινώ.
Το ΜΟΥΝ-ΛΆΪΤ πάσχει σεναριακά καθώς το στόρι του είναι ένα ατσαλο μιξ γκριλ εποχών και καταστάσεων χωρίς να μας δίνει σημεία αναφοράς και μετάβασης απο την μία κατάσταση, ή εποχή, στην άλλη. Όχι βέβαια με τον αφαιρετικό και υπερβατικό τρόπο που το κάνει πχ o David Lynch στο Lost Highway.
Αλλά με ένα φαστ φόργουορντ βιντεοκασσέτας τρόπο. Σαν να βλέπεις δηλαδή μια ταινία που δεν σου λέει τίποτα και απλα το «τρέχεις» προς το τέλος μόνο και μόνο για να δείς που το πάει ο «καλλιτέχνης». Φτάνοντας λοιπόν στο τέλος δεν καταλαβαίνεις τίποτα για αυτον τον μοναχικό gay αφροαμερικανό έμπορο ναρκωτικών. Πέραν από το γεγονός ότι το μπούλινγκ που υπέστη στην παιδική του ηλικία τον οδήγησε στην παρανομία και τον χαρντ-κορ υπόκοσμο των ναρκωτικών. Και φυσικά δεν καταλαβαίνεις γιατί τελικά διασχίζει την mid-west αμερικάνικη επαρχία για να συναντήσει τον μοναδικό παιδικό φίλο του που ήταν και αυτός που του «ξεκλειδωσε» την καταπιεσμένη, όπως ο υπόλοιπος χαρακτήρας του, ομοφυλοφιλική διάσταση.
Αυτά για τους νικητές.’Η μάλλον «νικητές». Αφήνω στην άκρη την «ΓουορενΜπιτιάδα» για να ασχοληθώ συνοπτικά με τις υπόλοιπες ταινίες.
Το La la land είναι σαφώς πιο ανάλαφρο.Για κάποιους νερόβραστο και «αμερικανιά».
(*θα ήθελα κάποτε να βρεθεί κάποιος να μου εξηγήσει τι ακριβώς σημαίνει αμερικανιά μιάς και απο το 1950 και μετά όλος ο δυτικός κόσμος έχει ασπαστεί τον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Δηλαδή όλο αυτό που ζούμε δεν είναι μια αμερικανιά?)
Προσωπική μου γνώμη είναι οτι πρόκειται για αριστούργημα. Μια νεωτερίστικη προσσέγγιση της εποχής που οι ταινίες γυρίζονταν σε στούντιο και απόλυτα ελεγχομενο περιβάλλον. Αποστειρωμένες μεν, ρομαντικές δε. Οσων αφορά την μιούζικαλ διάθεση έχω να πώ το εξής. Λίγη καλή jazz δεν έβλαψε ποτέ κανένα.
Το “Come Hell Or High Water” είναι για μένα το απόλυτο αριστούργημα της χρονιάς.
Ένας ύμνος στην αμερικάνικη επαρχία, τους χίλμπιλλις και τους ρέντνεκς. Στον συντηρητισμό και την απόλυτη βλαχιά και αμορφωσιά του «ισχυρότερου έθνους του πλανήτη».
(*’εχω στα σκαρια ένα προτζεκτ ανάλογο για την ελληνική πραγματικότητα που θα αποθεώνει την ζωή του Ελληνάρα αγρότη-κτηνοτρόφου στον Πύργο, το Αγρίνιο και τα βουνά της Κρήτης. Λεφτ’α να το κάνω δεν έχω οπότε όσοι πιστοί χορηγοί προσέλθετε)
Και φτάνουμε στο Fences. Αν η ακαδημία ήθελε να κάνει ενα πολιτικό statement εδώ θα έπρεπε να δώσει το βραβείο. Μια σε βάθος ανάλυση της ζωής των αφροαμερικανών (με τα υπέρ και τα κατά) τα τελευταία 60-70 χρόνια δωσμενη μέσα απο ένα τρόπο απλό και καθημερινό χωρίς επιτηδευμένα νοήματα μεταξωτές κορδέλες και κινηματογραφικά τεχνάσματα.
Και σταματάω εδώ τα περι κινηματογράφου.
Τα ΟΣΚΑΡΖ δεν πρέπει κατα την γνώμη μου να στέκονται μόνο στην πολιτική. Πολιτικά statement κάνει ο αμερικάνικος λαός κάθε 4 χρόνια. Ο αμερικάνικος κινηματογράφος παράγει χιλιάδες ταινίες κάθε χρόνο.
Η «Ακαδημία» τα τελευταία χρόνια ξεχρεώνει γραμμάτια. Είτε πολιτικά,σαν το φετινό,είτε καλλιτεχνικά σαν το περσινό με τον Ντι Κάπριο. Μην ξεχνάμε οτι τα ΟΣΚΑΡΖ είναι πάνω απο όλα μια βιομηχανία. Μία βιομηχανία που στα σχεδον 100 χρόνια της έχει μάθει να διορθώνει τις αδυναμίες της. Τις αφομοιώνει και τις κάνει μέρος του συστήματος της.
‘Ετσι φτάσαμε απο την ινδιάνα Σατσίν Λιτλφέδερ που έστειλε ο Μαρλον Μπράντο το 1973 να παραλάβει το Οσκαρ του, δίνοντας βήμα στους Ινδιάνους να μιλήσουν για τα προβλήματά τους , στο Moonlight και στο 12 χρόνια σκλάβος όπου αφροαμερικάνοι μοιράστηκαν το ίδιο κόκκινο χαλί με τους λευκο-αμερικάνους.
Τέλος θα ήθελα να πω και δυο λέξεις για την «στρατευμένη τέχνη». (κυρίως την έβδομη που είναι ή πιο άμεση και εύκολα αντιληπτή απο τον μέσο άνθρωπο)
Αφιονισμένοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες εκτοξεύουν μύδρους κατα ηγετών παγκοσμίας εμβέλειας οπως πχ. Ο Τραμπ και ο Πούτιν. Ούτε εγώ τους συμπαθώ. Βασικά τους μισώ.
Αλλα η τέχνη είναι τέχνη και τίποτε άλλο.
Τα μπλουζ της δεκαετίας του 30 και του 40 δεν ήταν στρατευμένα?
Το ότι οι λευκο-αμερικάνοι χόρευαν στους ρυθμούς τους ,ενώ ήταν τραγούδια βγαλμένα μέσα απο την βασανιστική καθημερινότητα των αφρο-αμερικανων δεν ήταν τραγική ειρωνεία???
Ο όρος «στρατευμένη τέχνη» είναι σχήμα οξύμωρο. Αν θέλεις να στρατευθείς και να πολεμήσεις έναν Χίτλερ, έναν Στάλιν, έναν Φράνκο, Τράμπ ή Πούτιν πιάσε ένα όπλο και γίνε αντάρτης.
Αν θέλεις να κάνεις τέχνη, πιάσε μια κάμερα και άσε τις σφαίρες για τα κανονικά όπλα.
Αυτά τα ολίγα περι Οσκαρ,πολιτικής και κοινωνικών……οτιδήποτε.
Γιώργος Μυλωνάκις
Εραστής- Κινηματογραφιστής*
(ερασιτέχνης και στα δύο)
Leave a Reply