
Οι μέρες του χρόνου που η γειτονιά μυρίζει άνοιξη, νυχτολούλουδο και ειδικά πασχαλιά ήρθαν. Μαζί τους στο σπίτι μας ήρθαν να προστεθούν τέσσερα γατάκια από την μαύρη γάτα του κήπου, τη μια από τις αδελφές Τατά, που, αλίμονο, για άλλη μια φορά εμπιστεύθηκε τη ντουλάπα μου για να τα γεννήσει.
Και δεν είναι τα μόνα επιπλέον γατιά του σπιτιού αυτές τις μέρες. Η φίλη Κατερίνα δεν ένιωθε ακόμη ικανή να φροντίσει τις γάτες της, οπότε κι αυτές, η γκρίζα Πίτι και η ασπρόμαυρη, το Νινί, όπως το φωνάζει, είχαν ξεμείνει σε μας.
Και να ‘ταν μόνον αυτές… Ο φίλος μου ο Παναγιώτης που είχε πάρει δυο γατάκια από προηγούμενες γέννες της μαύρης γάτας του κήπου μάς τα έφερε για τρεις μέρες, διότι θα έφευγε εκτός Αθήνας με την οικογένειά του.
«Μπορείς να μας τις κρατήσεις για τρεις μέρες;»
«Αμέ, όλοι οι καλοί χωράμε».
Είχαν μεγαλώσει πια. Δυο όμορφες γκρι τιγρέ γατούλες είχαν γίνει. Αυτές τις φώναζαν Ψιψί και Ζουζού. (Γιατί διαλέγουν όλοι για τις γάτες τους ηχοποίητα ονόματα; Καμία σχέση με τα ονόματα που δίνουμε εμείς στα ζώα μας: Αλέξανδρος, Μπάμπης, Μαρίκα, Γκρίνια, Κυρά, Άννα, Λάκης…).
Αυτές οι δυο γατούλες (ποτέ μου δεν έμαθα ποια είναι ποια αλλά δεν μου χρειάστηκε κιόλας) αφού ξετρόμαξαν παρακολουθούσαν από ψηλά (από το τραπέζι, τον μπουφέ, ένα ράφι της βιβλιοθήκης) την καθημερινότητα του σπιτιού. Αυτές τις δυο τις είχε αναλάβει ο Μπάμπης. Στο κάτω κάτω η μια ήταν αδελφή του και η άλλη ανιψιά του. Βάλθηκε, από την πρώτη ώρα, να τους δείξει πώς βουτάει βώλους από τη γυάλινη πιατέλα και τους τρέχει σε όλο το σπίτι. (Δεν λες καλά που δεν το δοκίμασε το σπορ με τα πασχαλινά αυγά… Κι ευχαριστημένη να είμαι!)


Τα κορίτσια δεν έδειξαν να τα ενδιαφέρει αυτό το καθαρά αγορίστικο παιχνίδι. Προτιμούσαν να παρακολουθούν από το ύψος τους σιωπηλές, μπορεί και έκπληκτες τα τεκταινόμενα («Πόσα ζώα ζουν εδώ μέσα;» θα αναρωτήθηκαν. Πού να τους εξηγώ;).
Έχουμε και λέμε, ο παππούς Αλέξανδρος, ο Μπάμπης, η Γκρίνια που γκρίνιαζε να μπει στο σπίτι να φάει και να πιεί νερό και να ξαναβγεί γκρινιάζοντας στον κήπο, η Velvet που επίσης ερχόταν, συνήθως φέρνοντας και μια ακριδούλα ή καμιά κατσαριδούλα, έτρωγε κι έφευγε, η μαύρη με τα μωρά της στην ντουλάπα μου, οι δυο γατούλες της Κατερίνας και οι δυο γατούλες του Παναγιώτη μας έκαναν, αισίως, δεκατρείς γάτες στις οποίες θα προσθέσετε και τρεις μόνιμα στον κήπο, επίσης την Κυρά (σκύλος), την Άννα και τον Λάκη (επίσης σκυλιά). Δεκαεννιά τετράποδα, ζωή να ‘χουν! Και τρία δίποδα εμείς, το περάσαμε το 20 το καλό.
Η άμμος και η γατοξηρά τροφή έχουν μεγαλύτερη κατανάλωση στο σπίτι μας αυτό το Πάσχα απ’ ό,τι το κρέας. Επιστρατεύθηκαν όλα τα πλαστικά δοχεία για να γεμίσουν άμμο κι όλα τα μπολάκια για ξηρά τροφή και νερό.
Τα βράδια όλες οι γατούλες (εξαιρουμένου του Αλέξανδρου) αλώνιζαν το σπίτι. Το πρωί έβρισκα τα ίχνη τους στον νιπτήρα, στη μπανιέρα, πάνω στο τζάμι του γραφείου μου, τις άκουγα μέσα στη νύχτα να τρέχουν και όταν τόλμαγαν να περάσουν κοντά στη ντουλάπα-μαιευτήριο έβγαινε η μαύρη γάτα, η μάνα των περισσότερων, και τις μάλωνε. Αγριευτικά κιχχχχχ μέσα στην ησυχία της νύχτας, μετά ένας βώλος στα πλακάκια του χωλ, κουδουνάκια που έτρεχαν (τα είχαν στα περιλαίμιά τους οι γάτες του Παναγιώτη), έπειτα ένα μεταλλικό διακοσμητικό που έπεσε, μια επίσκεψη στην άμμο και κάποιο γατί που έπινε λαίμαργα νερό. Αυτά συνόδευαν τον βραδινό ύπνο μου.
Στους πιο δυνατούς ήχους η Κυρά γάβγιζε να επιβάλλει ησυχία. Σκασίλα τους οι γάτες!


Η Κυρά κυρία
Τα πρωινά, όλα τα ζωντανά έπεφταν ξερά για ύπνο, αφού είχαν αλαλιάσει στο παιχνίδι αποβραδίς.
Και το βράδυ της Ανάστασης οι γατούλες ψύχραιμα το αντιμετώπισαν, ενώ τα σκυλιά κατασκιάχτηκαν, ιδίως ο Λάκης, από τα βαρελότα κι όλα τα υπόλοιπα θορυβώδη, τάχα μου, χαρμόσυνα, αναγγελτικά της Ανάστασης. Στη γειτονιά μας δεν γίνεται Ανάσταση, μια πρόβα επανάστασης επιχειρείται κάθε χρόνο εις ανάμνησιν…
Με είχε ρωτήσει ο Τάκης, όταν έφερε τις γατούλες του: «Θα τη δουν τη μαμά τους, θα τις θυμηθεί;» Δεν του είχα εξηγήσει πως ήταν μέσα στην ντουλάπα με τέσσερα φρέσκα μωρά, για να μην τον τρομάξω. Αυτή η τρομάρα ήταν όλη δική μου.
Η μαμά γάτα να θυμηθεί τα παιδιά της, αφού περάσουν οι πρώτες σαράντα μέρες τους; Μπα, ούτε για πλάκα. Αδιαφορεί παντελώς και πάει γι’ άλλα.
Θυμήθηκα τον γείτονα που μια μέρα είχε βγει στον κήπο του και κυνηγούσε τον όμορφο πολύχρωμο γάτο του.
«Τι σου ‘κανε, βρε Χάρη;»
«Μα, γαμώτο, κυνηγάει την κόρη του να την πηδ… ο γελοίος».
Τέτοιες ευαισθησίες δεν τις έχουν οι γάτες. Συγγένειες κι άλλα σχετικά τις αφήνουν παντελώς αδιάφορες.
Το απόγευμα θα φύγουν οι δυο γατούλες του Παναγιώτη. Αύριο, μεθαύριο οι γάτες της Κατερίνας. Και μετά; Τι θα κάνουμε χωρίς τόσες γάτες στο σπίτι; Πού να την αντέξεις τη βραδινή ησυχία. Μόνο ο Μπάμπης με τους βώλους του ό,τι φασαρία θα κάνει, που κι αυτή, ό,τι να πεις, τη συνήθισα.
Πάει κι αυτό το Πάσχα, μας έμεινε η πασχαλιά και το νυχτολούλουδο. Όχι, δεν είναι καθόλου λίγα. Χριστός ανέστη!
Σύσση Καπλάνη
Leave a Reply