Ποιοι καλούμαστε να είμαστε εμείς οι Έλληνες μετά τις εκλογές του Ιουλίου;

Favorite

Οι εκλογές του περασμένου Ιουλίου, αν μη τι άλλο, φαίνονται να έχουν σηματοδοτήσει την ύφεση μίας – τουλάχιστον – πενταετούς φρενήρους προσπάθειας συγκεκριμένων Μ.Μ.Ε. να πολώσουν τους Έλληνες σε δύο στρατόπεδα: σε αυτό των δήθεν «φασιστών» και εκείνο των δήθεν «ανθελλήνων προδοτών». Εσκεμμένα χρησιμοποιώ και τη λέξη ‘δήθεν’ και τα εισαγωγικά, για να ξορκίσω ευθύς εξαρχής την ανυπόφορη εικονική πραγματικότητα πόλωσης στην οποία έχουμε περιέλθει εδώ και αρκετά χρόνια.

Αλλά δεν ευθύνονται μόνο τα Μ.Μ.Ε.· γιατί και οι ίδιοι οι πολίτες που έφαγαν τη φόλα αυτής της καταστροφικής για την Ελλάδα προπαγάνδας ενίσχυσαν τη δυναμική της μέσω φανατισμένων ποσταρισμάτων στα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ας μη γελιόμαστε, η προπαγάνδα πόλωσης, αν και με διαφορετικούς όρους και χαρακτηρισμούς, ανθούσε και κατά την περίοδο του δικομματισμού Π.Α.Σ.Ο.Κ. και Ν.Δ. Ωστόσο, μέχρι ένα σημείο δεν είχαν εμφανιστεί τα social media και η προπαγάνδα περιοριζόταν στις δηλώσεις των πολιτικών και στα σχόλια των στρατευμένων σε αυτούς δημοσιογράφων σε τηλεόραση, ραδιόφωνο και τον τύπο.

Τώρα, δυστυχώς, είναι και οι ίδιοι οι πολίτες που αναπαράγουν καθημερινά τον virtualreality εμφύλιο στα social media. Με πιο απλά λόγια, την εποχή πριν από όλα αυτά οι περισσότεροι Έλληνες, εκτός των κομματόσκυλων, απλώς παρακολουθούσαν πολιτικούς και δημοσιογράφους να πολώνουν, εξ ου και ήταν ακόμη δυσδιάκριτο πόσο αποτελεσματική ήταν αυτή η προπαγάνδα πόλωσης. Σήμερα έχουμε το διαδίκτυο ως καθρέφτη και δυστυχώς αυτός ο καθρέφτης δείχνει ότι οι Έλληνες πλέον συμμετέχουν και οι ίδιοι ενεργά στη διαιώνιση της δημιουργίας κλίματος εμφυλίου. Αυτός ο εμφύλιος, αν και προς το παρόν πλασματικός, οδηγεί σε μία αφελή και επικίνδυνη έλλειψη εμπιστοσύνης πολίτη προς πολίτη όσον αφορά την αγάπη του καθενός για το κοινωνικό σύνολο στο οποίο ζούμε.

Οι Έλληνες αμφισβητούμε πολύ εύκολα ο ένας τον άλλον όσον αφορά τον βαθμό υγείας του ενδιαφέροντός μας για το συλλογικό συμφέρον. Όποιος υποστηρίζει την κατάργηση του ασύλου, την αριστεία στα σχολεία, γκρινιάζει περισσότερο για το μεταναστευτικό και βγάζει τη σημαία σε κάθε εθνική γιορτή, προτού μιλήσει, συχνά πρέπει να αποδείξει πρώτα ότι δεν είναι ναζιστής. Αντίστροφα, όποιος είναι υπέρ του ασύλου, υπέρ της μείωσης των ωρών των αρχαίων ελληνικών στο σχολείο, κατά της αριστείας και υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών αντιμετωπίζεται με δυσπιστία ως προδότης και ανθέλληνας.

Οι εκλόγες, λοιπόν, του Ιουλίου ίσως συμβάλουν στον μετριασμό αυτού του κλίματος. Πρώτον, γιατί τα Μ.Μ.Ε. που στήριξαν τη Ν.Δ., τα οποία κατέχουν τη συντριπτική πλειοψηφία των μέσων, πλέον δεν έχουν λόγο να μας ζαλίζουν τον έρωτα με την ίδια ζέση για τους «ανθέλληνες συριζαίους», είναι πλέον οι νικητές. Δεύτερον, γιατί, και να θέλει η Ν.Δ. και τα Μ.Μ.Ε. της να συνεχίσουν στους ίδιους τόνους, ίσως πια φοβηθούν ότι προωθώντας τέτοιους χαρακτηρισμούς προσβάλλουν έναν στους τρεις Έλληνες ψηφοφόρους – γιατί είναι πολύ δύσκολο ένας στους τρεις Έλληνες να είναι ρουφιάνος, προδότης, ανθέλληνας, δεν βγαίνουν οι αριθμοί…

Αν και ο ΣΥΡΙΖΑ κατεβάσει τους τόνους και δεν αφηνιάσουν κι αυτοί τώρα ως αντιπολίτευση, ίσως μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα περάσουμε μια τετραετία πιο ήρεμη και ως εκ τούτου πιο φιλόξενη σε ειλικρινείς προσπάθειες εθνικής και κοινωνικής αυτογνωσίας, να αναλογιστούμε δηλαδή επιτέλους ποιοι πραγματικά είμαστε ως λαός.

Ασφαλώς, το ερώτημα της ταυτότητας του Έλληνα των τελευταίων δύο δεκαετιών δεν απαντάται εύκολα. Αλλά κάθε ερώτημα, προτού απαντηθεί, πρέπει πρώτα να τεθεί και αυτός είναι ο ταπεινός στόχος του παρόντος κειμένου· περισσότερο να θέσει κάποια ερωτήματα τα οποία, είθε, ίσως ξυπνήσουν στους Έλληνες που θα το διαβάσουν μία διάθεση εσωτερικής διερώτησης για το ποιοι είμαστε και κυρίως ποιοι δεν είμαστε.

Και ας ξεκινήσουμε με την περίφημη «μεσαία τάξη», η οποία στράφηκε στη Ν.Δ. γιατί δεν άντεξε τις οικονομικές επιβαρύνσεις που της επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η επιλογή πολλών μεσοαστών – ας τους καταλάβει ο καθένας όπως θέλει, κι εγώ δεν ξέρω ποιοι είναι, αλλά κάπως πρέπει να τους πω – να ξεφορτωθούν τον Αλέξη Τσίπρα υποστηρίζοντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη μού θυμίζει την επιλογή των μικροαστών να ξεφορτωθούν τον Αντώνη Σαμαρά το 2014 υποστηρίζοντας τον Αλέξη Τσίπρα. Και τα δύο αυτά κοινωνικά στρώμματα δεν άντεξαν τα μέτρα της κρίσης και ήλπισαν σε μια καλύτερη τύχη, περνώντας ασφαλώς το μήνυμα ότι «ας επωμιστούν κι άλλοι τα βάρη».

Το ερώτημα όμως που δημιουργείται για την ταυτότητα του Έλληνα είναι το εξής: Ποια είναι η αίσθηση καθήκοντος του σύγχρονου Έλληνα να θυσιάσει την προσωπική του ευμάρεια για το συλλογικό συμφέρον; Και αναφέρομαι κυρίως στη μεσαία τάξη, γιατί οι ασθενέστεροι δεν βιώνουν καμία ευμάρεια. Ο Τσίπρας είχε δικαιολογήσει επανειλημμένως την επιλογή του να ζορίσει φορολογικά, και μέσω των εισφορών στα ταμεία, τους μεσοαστούς με το σκεπτικό ότι από το να εξαθλιώσει τους φτωχότερους προτίμησε να φτωχύνει τους ευκατάστατους. Το επιχείρημα αυτό είναι εσφαλμένο στον βαθμό που δημιουργεί ψευδοδιλήμματα στον κόσμο (θα μπορούσε να κρατήσει καλύτερες ισορροπίες ο Τσίπρας). Ωστόσο, τα κίνητρα του επιχειρήματος ήταν ειλικρινή – επιτέλους κάποιος να το παραδεχτεί, δεν θέλησε ποτέ ο Τσίπρας να βγάλει τα απωθημένα του στους μεσοαστούς – και θέτουν τους ίδιους τους μεσοαστούς ενώπιον του εξής ερωτήματος: «Δηλαδή υποστηρίζετε ότι θα προτιμούσατε τη δεκαετία της κρίσης να την έχουν επωμιστεί φορολογικά εξ ολοκλήρου οι ασθενέστερες ομάδες χωρίς να συνδράμετε;» Σε αυτό το ερώτημα πρέπει να απαντήσουν αυτοί που ψήφισαν Ν.Δ. με κίνητρο να απαλλαγούν από τους φόρους. Και πρέπει επιτέλους να παραδεχτούν όχι μόνο στους εαυτούς τους αλλά και κοιτάζοντας κατάματα τους μικροαστούς ότι «προτιμούμε το ενδεχόμενο να εκμηδενιστείτε εσείς από το να πέσουμε εμείς από τα 3.000 ευρώ τον μήνα στα 1.000».

Αυτές οι σκέψεις περί κοινωνικών στρωμάτων ίσως μας βοηθήσουν να συνειδητοποιήσουμε και ποιοι είναι πραγματικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο Αλέξης Τσίπρας και οι κοινοβουλευτικές τους ομάδες. Πρόκειται πλέον για ταξικό και ιδεολογικό χάσμα ανάμεσα στους δύο πόλους του δικομματισμού. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό· απεναντίας, κατά τη γνώμη μου, είναι θετικότατη εξέλιξη σε σχέση με τον δικομματισμό Π.Α.Σ.Ο.Κ. και Ν.Δ. Ανάμεσα στο Π.Α.Σ.Ο.Κ. και τη Ν.Δ. δεν υπήρχε καμία ιδεολογική διαφορά ούτε πήραν ποτέ στα σοβαρά ως κριτήριο για τις πολιτικές πλατφόρμες τους τους ασθενέστερους. Επίσης, ο στόχος κάθε παράταξης ενώ διατελούσε αντιπολίτευση ήταν να ολοκληρωθεί η τετραετία, να ρίξουν τους αντιπάλους και να ανεβούν αυτοί για να φάνε με χρυσά κουτάλια και να βολέψουν τους δικούς τους.

Για πρώτη φορά στα χρόνια της μεταπολίτευσης, η αντικατάσταση του διεφθαρμένου Π.Α.Σ.Ο.Κ. από τον τέως αφελώς ρομαντικό και νυν συμβιβασμένο αλλά ακόμη αριστερίζοντα ΣΥΡΙΖΑ (ακόμη και με μερική αφομοίωση στελεχών των πρώτων στους κόλπους των δεύτερων) μάς επιτρέπει να ελπίζουμε ότι οδηγούμαστε σε έναν υγιέστερο δικομματισμό με ταξική φυσιογνωμία· και το ερώτημα που τίθεται πλέον στον σύγχρονο Έλληνα είναι το εξής: «Θα διατηρήσει ο παρών δικομματισμός το καταστρεπτικό μοτίβο του προηγούμενου δικομματισμού, δηλαδή να περιμένει η αντιπολίτευση να περάσει η τετραετία απλώς για να ρίξει την κυβέρνηση; Ή θα επιδιώξουμε αυτό που εύχεται κάθε σώφρων Έλληνας, να κάνει δηλαδή η Ν.Δ. μία επιτυχημένη τετραετία και να προοδεύσει η Ελλάδα; Κι αν η Ν.Δ. πραγματοποιήσει μία επιτυχημένη και ωφέλιμη για τη χώρα τετραετία, θα έχουμε την πολιτική ευσυνειδησία να μην της στερήσουμε για μικροκομματικούς λόγους αυτό που αδίκως στερήσαμε από τον Σαμαρά το 2014 και ακόμη πιο αδίκως από τον Τσίπρα το 2019, και επομένως από τη χώρα, να επανεκλεγούν δηλαδή και να διασφαλίσουν την πολιτική σταθερότητα;

Θα πάρουμε ποτέ απόφαση ότι ο στόχος δεν είναι να κυβερνά το κόμμα μας αλλά να πηγαίνει η χώρα μπροστά; Θα μου πεις, αν η Ν.Δ. εξοντώσει τους μικροαστούς, πώς να την ψηφίσουν; Να το αντιστρέψω το ερώτημα: «Κι αν δεν τους εξοντώσει; Αν στηρίξει τους κεφαλαιούχους και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, τα αφεντικά, χωρίς να καταστήσει δυσλειτουργικούς και τους ασθενείς; Τότε δεν θα έχει επιτύχει στο να κρατήσει κάποιες ισορροπίες; Δεν θα έπρεπε ο κόσμος να ψηφίσει ένα τέτοιο κόμμα ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσανατολισμού; Θα τον αδικήσουμε και αυτόν όπως και τον Τσίπρα;»

Δεν θα έβλαπτε αν οι Έλληνες έκαναν αυτές τις συζητήσεις πρωτίστως στα καφενεία, στα μπαρ, τους καναπέδες, πάνω στο κρασί, κοιτώντας ο ένας τον άλλον και ύστερα από τα κινητά τους και τα ποσταρίσματα. Εδώ και μία δεκαετία υπάρχουν δύο Ελλάδες: αυτή του διαδικτύου, αυτή δηλαδή στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή του κειμένου μου, αυτή του δήθεν διχασμού ανάμεσα σε φασίστες και προδότες ανθέλληνες. Οι ίδιοι όμως οι Έλληνες που πυροβολούνται ο ένας με τον άλλον μέσω ποσταρισμάτων, όταν βγαίνουν στους δρόμους, είναι απολύτως ειρηνικοί, με κατανόηση και αλληλεγγύη. Επομένως, το σημαντικότερο ερώτημα σχετικά με την ταυτότητα του σημερινού Έλληνα είναι το εξής: Ποια Ελλάδα από τις δύο υπάρχει; Αυτή του εικονικού διχασμού του διαδικτύου που βλέπουμε σε ποσταρίσματα όπως «Η Μακεδονία ίνε ελλινικί» ή η Ελλάδα της ηρεμίας και της εμπιστοσύνης από πολίτη προς πολίτη, η οποία ΥΠΑΡΧΕΙ εκεί έξω στον πραγματικό κόσμο;

Υ.Γ.: Κάτω ο φασισμός των smartphones – λεφτεριά στη συντρόφισσα όραση.  

Βασίλης Λιοτσάκης

Επίκουρος Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας / Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου / Τμήμα Φιλολογίας      

Σχόλια

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Διαβάστε ακόμα

Scroll to Top