29/03/2024

Θα μπορούσε να συμβεί και στις καλύτερες των οικογενειών – Ιστορίες αγάπης με ζώα

Θα μπορούσε να συμβεί

-«… Όταν λοιπόν κουράστηκε να μεγαλώνει τέσσερα παιδιά, δύο τα δικά της και δύο της αδελφής της κι αρρώστησε βαριά η φίλη της μητέρας μου, εμφανίστηκε από το πουθενά η αδελφή της…»

Η φίλη μου η Ελένη συνέχισε συνεπαρμένη τη διήγησή της. Γράφει κάτι σενάρια η ζωή, που κι η πιο καλπάζουσα φαντασία δεν μπορεί να τα φτάσει. Όταν συμβιώνεις όμως με γάτες, είναι αλλιώς. Μπορεί και να το έχεις δει το ‘έργο’.

Όταν η όμορφη, γκρίζα, κρυωμένη, γάτα, η Καλλιόπη, έμεινε έγκυος, η αδελφή της, η Θέκλα την έγλυφε, τη φρόντιζε κι ήταν πάντα δίπλα της. Ήταν από τις γάτες του κήπου και δεν ήθελαν και πολλά πολλά μαζί μου. Τριβόντουσαν στα πόδια μου, όταν τους έβαζα φαγητό, με άφηναν να τις χαϊδέψω πεταχτά, αλλά μέχρι εκεί. 
Την άνοιξη γέννησε τέσσερα γατάκια, δυο ασπρογκρίζα και δυο κάτασπρα. Τα έκανε μέσα στις φυλλωσιές του φράχτη, προς τη μεριά της κακιάς γειτόνισσας, όμως γρήγορα μ’ εμπιστεύθηκε και τα μετέφερε στο τεράστιο άδειο σκυλόσπιτο του κήπου, που της καθάρισα κι έστρωσα με χαλάκια.
Ήταν πολύ καλή και στοργική μαμά.  Η αδελφή της από δίπλα, καθόταν με τα μωρά βάρδια, όταν η Καλλιόπη  πήγαινε καμιά βόλτα να ξεμουδιάσει.
Την έχανα καμιά ώρα κάθε μεσημέρι, όμως μέχρι να ανησυχήσω γύριζε.
Ένα πρωί τόλμησα να πλησιάσω το σπίτι τους. Τα δυο ασπρογκρίζα γατάκια ήταν νεκρά κι η μαμά άφαντη. Τα δυο άσπρα μωρά κοιμόντουσαν ολομόναχα. Ούτε η θείτσα δεν ήταν κοντά τους. Αφού απομάκρυνα τα νεκρά μικρά, πρώτη συνηθισμένη κίνηση ήταν να ρίξω μια ματιά στους γύρω δρόμους, μπας κι είχε συμβεί το μοιραίο. Δεύτερη αντίδραση να ψάξω για κείνο το μπιμπερό για γάτες που και παλιότερα είχα χρησιμοποιήσει.
Κατά το μεσημέρι με μπιμπερό και γάλα ξαναβγήκα στην αυλή. Η μαμά είχε γυρίσει. Και η θείτσα μαζί της. Μέσα στο σπίτι όμως ήταν πιά έξι γατάκια. Τρία ασπρόμαυρα και τρία λευκά. Η γκρίζα, κρυωμένη μαμά γάτα τα θήλαζε όλα.
-Πού τα βρήκες κυρά μου, όλα αυτά;
Προ παντός εχεμύθεια. Το ’χουν αυτό και οι γάτες, όπως και τα σκυλιά. Δεν τους παίρνεις… λόγια, άμα δε θέλουν, με τίποτα!
Η μαμά Καλλιόπη  μέρα με τη μέρα έμοιαζε πιο κουρασμένη, αποκαμωμένη, είχε κι αυτό το παλιό κρύωμα, που την ταλαιπωρούσε, αλλά ακόμη δεν μ’ άφηνε να την καλοπλησιάσω. Ο γιός μου πέρασε ώρες να προσπαθεί να την εξημερώσει, πλησιάζοντάς την κάθε τόσο όλο και λίγο πιο κοντά (τα μυστικά του ‘Μικρού πρίγκιπα’ τα είχε μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά, το καμάρι μου). Όταν έφτασε σχεδόν δίπλα της, η γάτα έγινε ανήσυχη, ήταν έτοιμη να βουτήξει τα γατάκια της απ’ το σβέρκο και να φύγει κι έτσι άπρακτοι φύγαμε εμείς.
Πάνω στο μήνα να σου στην αυλή κι η άλλη γκριζόασπρη γάτα, η μαμά της Καλλιόπης και της Θέκλας, η  κυρία Λούλα, η οποία εμφανιζόταν γενικά στη ζωή μας ως κομήτης. Αυτή είχε και παρατσούκλι: η γκρινιάρα. Διότι ερχόταν, όποτε είχε δρόμο, γκρίνιαζε με ένα ενοχλητικό ένρινο νιαούρισμα και σίγουρα έλεγε: Βοηθείστε με τη φτωχή, είμαι και νηστικιά. Συνήθως έτρωγε και μετά εξαφανιζόταν. Είχε γεννήσει κι άλλες φορές στον κήπο κι όταν τα μικρά της γινόντουσαν 30 ημερών τα παράταγε κι έφευγε.
Αυτή τη φορά είχε έρθει ν’ αναλάβει τα μωρά, όπως αποδείχθηκε. Τότε ήταν που η κρυωμένη μαμά Καλλιόπη  παραιτήθηκε. Την πήγαμε στη Μάγδα, τη φίλη κτηνίατρο, αλλά ήταν πιά αργά. Μετά από λίγες μέρες ξεκουράστηκε η καημένη. 
Τα μωρά θήλαζαν πιά από τη γιαγιά τους, που μάλλον μερικών ήταν και η μαμά τους.  Η θείτσα Θέκλα, εκεί, δίπλα τους, ακοίμητος φρουρός περιέφερε το κρύωμά της ανάμεσα στα μωρά, αλλά, το σωστό να λέγεται, τα πρόσεχε σαν τα μάτια της.
Με τη Μάγδα είχαμε καταστρώσει σχέδιο, πώς  θα καταφέρουμε να ναρκώσουμε τη θείτσα γάτα, μπας κι έτσι της έκανε μια αντιβιοτική ένεση κι ό,τι άλλο θα τη δυνάμωνε λίγο. Δεν τα καταφέραμε. Ένα από τα άσπρα μωρά, ο Μανώλης έφαγε από το πιάτο, που είχα βάλει λίγο χάπι νάρκωσης κι έτσι ο μικρός Μανώλης μπήκε στο σπίτι, μέχρι να συνέλθει, διότι παραπατούσε ο καψερός, ενώ  η θείτσα Θέκλα έμεινε έξω να βήχει και να φτερνίζεται.
Η ζωή στον κήπο συνεχιζόταν ήρεμα. Τα μικρά μεγάλωναν, η μαμά –γιαγιά Λούλα αραχτή στη σκιά κι η θείτσα Θέκλα να κυνηγάει τα μικρά μη βγουν στο δρόμο, μην πάνε στο δίπλα κήπο, οπότε ο Δούκας μπορεί και να θυμόταν πως ήταν ένας τεράστιος σκύλος… 
Η καημένη η θείτσα Θέκλα μέχρι που είχε πιάσει φιλίες με το σκύλο κι όλο του τριβόταν ανεβασμένη στο πεζούλι, που χώριζε τους δυο κήπους, προφανώς για να τον εξευμενίσει και να γλιτώσει τ’ ανίψια της από τα τεράστια δόντια του.
Ένα απομεσήμερο εμφανίστηκε στη ζωή της πίσω αυλής ο γκρι τιγρέ κεραμιδόγατος. Μόλις μ’ έβλεπε έφευγε, αλλά γενικά τσίμπαγε κι αυτός από τα πιατάκια των γατιών πρωί, μεσημέρι, βράδυ, όπως διαπίστωσα παρακολουθώντας από το παράθυρο της κουζίνας. Τα μικρά δεν του έδιναν καμιά σημασία, η θείτσα Θέκλα επίσης, η Λούλα όμως…
Λίγες μέρες μετά η Λούλα εξαφανίστηκε κι απόμεινε μόνη η θείτσα Θέκλα με τα μωρά να τα προσέχει, να τρώει τελευταία από το πιάτο της, αφού είχαν χορτάσει εκείνα, να αγωνιά μαζί μας, όταν ένα από τα άσπρα είχε ανέβει στην απέναντι οικοδομή και δεν μπορούσε να κατέβει, να νοιάζεται παραπάνω από μάνα για την τύχη τους. Να τους μαθαίνει να κυνηγάνε κατσαρίδες, ποντίκια, αλλά και καρακάξες. Ειδικά τα μεσημέρια που ερχόντουσαν οι καρακάξες να τσιμπήσουν κάτι τις η πίσω αυλή αποκτούσε μια ξεχωριστή κινητικότητα. Τα μικρά χοροπήδαγαν ή παραμόνευαν να επιτεθούν. Κάποια πούπουλα που μάζευα τ’ απόγευμα ήταν η απόδειξη πως το είχαν μάθει καλά το μάθημά τους…

Από τις πιο αστείες εικόνες που έχω δει είναι ένα μωρό γατάκι μ’ ένα τριζόνι στο στόμα. Το τριζόνι συνέχιζε να βγάζεις τους συνηθισμένους ήχους του, το στόμα του μικρού έτρεμε, αλλά δεν το άφηνε με τίποτα. Είχε γουρλώσει τα μάτια του και προσπαθούσε να φέρει και να παγιδεύσει το τριζόνι στα δυο μπροστινά του πόδια. 

Αν ήταν άνθρωπος η Θέκλα δεν θα λέγαμε γι’ αυτή πως έμεινε γεροντοκόρη, για να μεγαλώσει τα παιδιά της αδελφής της. Και για την καημένη την Καλλιόπη σίγουρα θα σχολιάζαμε πως για να αναθρέψει τα παιδιά της και της μητέρας της έδωσε τη ζωή της. Τι σου είναι οι γάτες, βρε παιδί μου, ούτε άνθρωποι…!

Σύσση Καπλάνη


Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.


*