Ο Βασίλης Παπαβασιλείου μετέφρασε και σκηνοθετεί την κωμωδία Οι δύο χέστηδες του Ευγένιου Λαμπίς.
Ο αναγνωρισμένος σκηνοθέτης μετά την επιτυχία της Ελένης (καλοκαιρινή περιοδεία για το ΚΘΒΕ) και του Ιμπρεσάριου στο Εθνικό επιστρέφει στη βάση του, το Θέατρο Τέχνης για σκηνοθετήσει και πάλι μια κωμωδία με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Το έργο Οι δύο χέστηδες, γράφτηκε πριν από ενάμιση αιώνα και μέσα από διασκεδαστικές καταστάσεις σαρκάζει τις ανθρώπινες αδυναμίες και τα κοινωνικά ήθη της εποχής.
Υπόθεση: Το μέλλον της Σεσίλ κρέμεται από δύο…χέστηδες. Από τη μια ο πατέρας της που δεν τολμά να αρνηθεί το χέρι της σε έναν αλαζόνα και δόλιο προικοθήρα. Από την άλλη ο αγαπημένος της που δεν τολμά να της κάνει πρόταση γάμου. Πώς θα καταφέρει η Σεσίλ να παντρευτεί τον άντρα που αγαπά; Χάρη στην αποφασιστικότητά της, αλλά και χάρη σε μια ανατροπή της μοίρας που αποκαλύπτει ότι ο προικοθήρας είναι ένας βίαιος άνθρωπος που είχε φυλακιστεί επειδή χτύπησε την πρώτη του γυναίκα, η Σεσίλ θα πάρει την κατάσταση στα χέρια της…
Θα αναρωτιέται κανείς -κι εύλογα- τι έχει να πει στο σήμερα ένα έργο που πραγματεύεται την «αδειοδότηση» να παντρευτεί μια νεαρή κοπέλα τον άντρα που επιθυμεί, από την πατρική κυριαρχία. Σήμερα το είδος της φαρσοκωμωδίας (vaudeville) όπως αυτό που έκαναν ο Λαμπίς και ο Φεντώ φαντάζει παρωχημένο και γραφικό και σίγουρα η κωμωδία έχει αλλάξει μορφή κατ’ αναλογίαν με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Αυτό νόμιζα κι εγώ μέχρι που βρέθηκα στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου.
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου έχει πραγματικά κεντήσει πάνω στο Λαμπίς, έχοντας στην ομάδα τους μερικούς από τους πιο αναγνωρισμένους καλλιτέχνες στο είδος τους: Άγγελος Μέντης (σκηνικά), Φωκάς Ευαγγελινός (κίνηση), Άγγελος Τριανταφύλλου (μουσική) και φυσικά τους ηθοποιούς, που είναι ένας και ένας.
Να ξεκινήσουμε από το υπέροχο -μες την απλότητά του- σκηνικό του Άγγελου Μέντη, που αποτελείται από τοίχους από «λευκό πανί», που αναπαριστά το εσωτερικό μιας αστικής οικίας χωρίς την περιγραφική γραμμή του προηγούμενου αιώνα. Το σκηνικό του ουσιαστικά αποτελεί τον καμβά των φωτισμών (Στέλλα Κάλτσου) ή για να τα πούμε πιο απλά, τον «μπερντέ» πίσω από τον οποίο παρελαύνουν τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, ενισχύοντας τον φαρσικό χαρακτήρα του έργου. Το σκηνικό συμπληρώνουν γλάστρες με κατακόκκινες παπαρούνες, ενώ συνεχώς η Καικιλία (Σεσίλ) ασχολείται με τα λουλούδια που συμβολίζουν τη νιότη και την φρεσκάδα της.
Τα πραγματικά στολίδια είναι ασφαλώς οι ηθοποιοί της διανομής με πρώτους και καλύτερους τον Γιώργο Γλάστρα και τον Θέμη Πάνου που υποδύονται τους «Δύο Χέστηδες»,τον Φρεμισέν και τον Τιμποντιέ, κοινώς τους δύο άντρες που δειλιάζουν να εκφράσουν αυτό που επιθυμούν ή να έρθουν σε αντιπαράθεση με κάποιο άλλο πρόσωπο. Τον Θέμη Πάνου τον είχαμε θαυμάσει και ως Μενέλαο στην Ελένη που σκηνοθέτησε στην Επίδαυρο (και περιόδευσε για δύο καλοκαίρια) ο Β. Παπαβασιλείου. Μαζί με τον Γιώργο Γλάστρα κυρίως, αλλά και με τον Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο (Γκαραντού), χαρίζουν σπαρταριστές κωμικές ερμηνείες. Ο κύριος Τιμποντιέ που υποδύεται, διστάζει να εκφράσει τις επιθυμίες του, να λογομαχήσει και τελικά να γίνει κύριος του εαυτού του. Υποκριτικά έχει την ευφυία να αξιοποιήσει την κάθε του στιγμή πάνω στην σκηνή, οι ατάκες του -χωρίς να είναι κάτι το σπουδαίο ή το περίτεχνο- αποκτούν μια άλλη διάσταση με τον κόμπιασμα, την στίξη και τη σωματικότητά του πάνω στην σκηνή.
Σε κόντρα διάθεση και ενέργεια, η Καικίλια της αυτόφωτης Κλέλιας Ανδριολάτου, αεικίνητη στην σκηνή, διεκδικεί και τελικά κερδίσει αυτό που επιθυμεί. Να σκεφτούμε εδώ πως πρόκειται για ένα έργο γραμμένο το 1860, σε μια εποχή όπου δεν υπήρχε η γυναικεία χειραφέτηση παρά μόνο ως «ιδεολογία», οι γυναίκες ήταν υπό την εξουσία ενός άντρα είτε αυτός ήταν ο πατέρας τους είτε ο σύζυγός τους. Τη διανομή συμπληρώνει εξαίσια η Σμαράγδα Κάκκινου που υποδύεται την Αννέτα, την υπηρέτρια του σπιτιού.
Μια βασική προσθήκη της δραματουργίας της παράστασης, είναι τα πρωτότυπα σόλο τραγούδια των ηρώων, τα οποία έγραψαν οι ηθοποιοί της παράστασης σε συνεργασία με τη συνεργάτιδα δραματουργό-σκηνοθέτη Ν. Φιλόσογλου και τον Άγγελο Τριανταφύλλου. Τα τραγούδια αυτά παρεμβάλλονται ανάμεσα στις σκηνές, με την αξιοποίηση μικροφώνου σα να είναι μουσικά νούμερα επιθεώρησης και τις χορογραφίες του Φ. Ευαγγελινού.
Να κάνουμε μια υποσημείωση για το ρεπερτόριο που παρουσιάζει φέτος το Θέατρο Τέχνης, αφού η προηγούμενη παράσταση στη Φρυνίχου ήταν η κωμωδία Κατασκευασμένα Συμφέροντα που σκηνοθέτησε ο Γ. Καλαμβριανός. Με αυτές τις δύο παραστάσεις, αποδεικνύεται σκηνικά πως ακόμη και χωρίς να γίνει διασκευή/μεταφορά αυτών των έργων στο σήμερα, με σχολαστική σκηνοθεσία και διαθέσιμους ηθοποιούς, μπορούν να προκαλέσουν το γέλιο και τη συγκίνηση στο κοινό του σήμερα. Εκεί φαίνεται και η διαχρονική ανάγκη του θεατή να γελάσει με τις ανθρώπινες αδυναμίες και να ταξιδέψει για λίγο μέσα από τη θεατρική εμπειρία. (Κρίνεται σκόπιμο ωστόσο, να δοθεί περισσότερος χώρος σε σύγχρονες νεοελληνικές ή διεθνείς κωμωδίες, είδος που φαίνεται να βρίσκεται σε έλλειψη. Αναμένεται ασφαλώς το νέο έργο της Λένας Κιτσοπούλου, συγγραφέας όμως που περισσότερο αποδομεί τις φόρμες και εκφέρει καταιγιστικά αυτά που θέλει να πει, παρά δημιουργεί πλοκή και χαρακτήρες με την ετυμολογία των όρων.)
Το αξιέπαινο με την παράσταση Οι δύο χέστηδες, είναι πως ο Βασίλης Παπαβασιλείου κατόρθωσε με μια καθαρόαιμη φαρσοκωμωδία σε μόλις 60 λεπτά, να κεντήσει και να καθοδηγήσει τους ηθοποιούς τους να λυθούν επί σκηνής και να συνδημιουργήσουν μια απολαυστική ατμόσφαιρα.
Info για την παράσταση:
- Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου
- Δραματουργία: Βασίλης Παπαβασιλείου- Νικολέτα Φιλόσογλου
- Συνεργάτις σκηνοθέτη: Νικολέτα Φιλόσογλου
- Σκηνικά-κοστούμια: Άγγελος Μέντης
- Μουσική σύνθεση: Άγγελος Τριανταφύλλου
- Χορογραφία-κίνηση: Φωκάς Ευαγγελινός
- Σχεδιασμός φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου
- Βοηθός σκηνοθέτη: Πάνος Αποστολόπουλος
- Φωτογραφίες: Ελευθερία Νικολαΐδου
- Παίζουν (αλφαβητικά): Κλέλια Ανδριολάτου, Γιώργος Γλάστρας, Σμαράγδα Κακκίνου, Θέμης Πάνου, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος.
Υ.Γ. Παρόλο που η κωμωδία δεν είναι το είδος που προσελκύει, Οι δύο χέστηδες είναι μια παράσταση τόσο σχολαστικά δουλεμένη και απολαυστική ερμηνευτικά, που με ευχαρίστηση θα έβλεπα για δεύτερη φορά.
Αναστάσης Πινακουλάκης