
Συνάντησα τον Αντώνη Λιβιεράτο, μετά από αρκετά χρόνια, το περασμένο καλοκαίρι, τη μέρα της μουσικής, στο ετήσιο live που διοργανώνει ο κοινός μας φίλος Βασίλης Δουβίτσας στον «Ρινόκερω» της οδού Ασκληπιού.
Είχαμε γνωριστεί την εποχή που έκανα εκπομπές στον Rock Fm – την εποχή που οι παραγωγοί όταν ανακαλύπταμε κάτι που μας άρεσε το παρουσιάζαμε και το προτείναμε στους ακροατές μας. Κι από τότε παρακολουθούσα τις μουσικές του διαδρομές, χωρίς να τύχει να επικοινωνήσουμε όλα αυτά τα χρόνια.
Όταν πήρα στα χέρια μου το 4 1/2 (Puzzlemusik) για μία ακόμη φορά επιβεβαίωσα την αρχική μου ιδέα για τον Λιβιεράτο: Ένας σημαντικός μουσικός, συνεπής, δραστήριος, και ένας επαγγελματίας που σέβεται τον ακροατή του.
Από την πρώτη ακρόαση του άλμπουμ η διάθεση του Λιβιεράτου για συνομιλία με τους ακροατές του μέσα από τους στίχους του είναι αυτό που με κέρδισε. Ίσως γι’ αυτό το 4 ½ είναι το πρώτο άλμπουμ με ελληνικό στίχο μετά από 18 χρόνια (το προηγούμενο ήταν το «Πλαστικό Κουτί» – διπλό CD από την αγαπημένη δισκογραφική που δυστυχώς έκλεισε, τη Hitch Hyke – πόσα ακούσαμε χάρις σ’ αυτήν, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία…).
Η μουσική του άλμπουμ είναι πέρα για πέρα εσωτερική. Το 4 ½ είναι μια πρόταση για κάθε αυτί. Υψηλή αισθητική και ένας ήχος που αν τον χαρακτηρίσω πχ πειραματικό ή Progressive μάλλον αφαιρώ κάτι από το συναίσθημα προς χάριν της ταμπέλας.
Κι επειδή δεν είμαι επαγγελματίας μουσικοκριτικός θα πω απλά και ειλικρινά ότι: Οι στίχοι του 4 ½ με κέρδισαν και μου έδωσαν αφορμή για πολλές σκέψεις και σε συνδυασμό με τις μουσικές τελικά κάθε ακρόαση του δίσκου είναι ένα ενδιαφέρον ενδοσκοπικό ταξίδι.
Σταματώ τον μονόλογο, που δεν έχει και τόση σημασία, και πάμε στην κουβέντα που είχαμε με τον Αντώνη Λιβιεράτο. Μια κουβέντα που δεν είναι μόνο για τη μουσική:
-Πότε κατάλαβες ότι καλά έκανες και τελείωσες την ιατρική και δεν την παράτησες για τη μουσική;
Όταν συνειδητοποίησα πόσοι προικισμένοι και ικανοί μουσικοί, στην προσπάθεια να επιβιώσουν, έχασαν το δρόμο τους σπαταλώντας τη δημιουργικότητά τους σε πράγματα που προσβάλλουν την τέχνη τους. Εγώ έχω εξασφαλίσει την πολυτέλεια να συμπληρώνω τα προς το ζην από μιά δουλειά που μ’ ενδιαφέρει και την αγαπάω.
-Τι είναι πιο θεραπευτικό: ένα χάπι ή μια παρέα που ονειρεύεται ακούγοντας μουσική;
Η παρέα που ονειρεύεται ακούγοντας μουσική είναι μιά εικόνα που βλέπουμε, πλέον, πολύ σπάνια. Αντίθετα συναντάμε σχεδόν παντού ανθρώπους, ακόμα και σε παρέες, που φοράνε ακουστικά. Φαίνεται πως η ακρόαση της μουσικής γίνεται, όλο και περισσότερο, ιδιωτική υπόθεση. Οπότε μας μένουν …τα χάπια.
-Πότε ξέρεις ότι ένα τραγούδι που έφτιαξες έχει φτάσει στη μορφή που είναι προς ακρόαση;
Όταν το ακούσω ηχογραφημένο κι από μιά σχετική απόσταση, αφού έχει περάσει λίγος καιρός απ’την ολοκλήρωσή του, δηλαδή, και δεν αισθανθώ την ανάγκη να το ξαναφτιάξω απ’ την αρχή.
-Το καινούργιο σου άλμπουμ, ακούγεται αρκετά στα ραδιόφωνα παρά το γεγονός ότι οι Playlist κυριαρχούν και επιβάλλουν ομογενοποιημένα ακούσματα. Εσύ ακούς ραδιόφωνο, πώς σου φαίνεται σε σχέση με το παρελθόν;
Εδώ και κάμποσα χρόνια ακούω ραδιόφωνο αποκλειστικά στο αυτοκίνητο, κι αυτό μόνο όταν ξέρω πως την ώρα που οδηγώ υπάρχει σε κάποιον σταθμό κάποια εκπομπή που δε θα με βγάλει απ’ τα ρούχα μου. Νομίζω πως έχει περιοριστεί δραματικά ο αριθμός των παραγωγών που, αφ’ ενός, συνεχίζουν να σέβονται τους εαυτούς τους και τους ακροατές τους κι, αφ’ ετέρου, έχουν την τύχη να εργάζονται σε σταθμούς οι οποίοι τους επιτρέπουν να κάνουν αξιοπρεπώς τη δουλειά τους. Φοβάμαι πως αν δεν υπάρξει κάποια άμεση, δραματική αλλαγή στο τοπίο το μέσο θα πεθάνει πολύ σύντομα.
-Ποια είναι τα ελαττώματα της ελληνικής ροκ σκηνής; Διακρίνω σωστά έναν ιδιότυπο εσωστρεφή ναρκισσισμό;
Ναι. Και εσωστρέφεια υπάρχει και μπόλικος ναρκισσισμός. Κι επίσης λείπουν εκείνα τα συνεκτικά στοιχεία που θα έδιναν στον όρο “σκηνή” κάποιο περιεχόμενο.
Εγώ, τουλάχιστον, ενώ συνδέομαι φιλικά, ιδεολογικά, πολιτισμικά και αισθητικά με αρκετούς μουσικούς και μπάντες του ευρύτερου χώρου, ποτέ δεν αισθάνθηκα μέρος κάποιας σκηνής.
-Εσύ μέσα από την πορεία σου έχεις δείξει ότι οι συνεργασίες είναι ωραία μονοπάτια που δίνουν καλές μουσικές. Πώς λειτουργείς σε κάθε σχήμα που συμμετέχεις;
Δύσκολο να δώσω μιά σύντομη απάντηση. Θα έπρεπε να γράψω μιά μικρή πραγματεία μιλώντας για κάθε σχήμα ξεχωριστά μιά και στο καθένα έχω αναλάβει κι έναν διαφορετικό ρόλο. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο συνεχίζω να συμμετέχω σε τόσο πολλά.
-Το βινύλιο έχει ξανάρθει στον αφρό. Πιστεύεις ότι είναι η ανάγκη των ακροατών που το επανάφερε ή μια εμπορική κίνηση που κοιτάει πώς θα τ’ αρπάξει (γι’ αυτό και οι πολύ ακριβές τιμές;)
Σαφώς το δεύτερο. Το βινύλιο ήταν πάντα και παραμένει πιο όμορφο αντικείμενο απ’ το CD το οποίο είναι, με τη σειρά του, πιο θελκτικό από ένα αρχείο σε κάποιον σκληρό δίσκο . Όμως το μόνο που έχουμε πραγματικά ανάγκη ως ακροατές είναι η μουσική αυτή καθαυτή. Το format, η “συσκευασία”, έχει ελάχιστη σημασία. Η περίφημη “αναβίωση” του βινυλίου τα τελευταία χρόνια νομίζω πως έχει ωφελήσει οικονομικά αποκλειστικά και μόνο τα εργοστάσια χάραξης. Προσωπικά αν έχω να διαθέσω ένα πενηντάρικο για δίσκους προτιμώ ν’ αγοράσω τρία CD παρά δύο LP.
–Live ή studio. Πού είσαι περισσότερο ο εαυτός σου;
Κι εδώ κι εκεί, νομίζω. Το studio, όταν μάθεις να το χειρίζεσαι, είναι εκτός από χώρος ηχογράφησης κι ένα καταπληκτικό δημιουργικό εργαλείο. Για μένα το studio είναι το σπίτι μου. Δε θα μπορούσα, όμως, ν’ απαρνηθώ για χάρη του την ένταση και την αμεσότητα του live.
-Ποιο Live θα έδινες τα πάντα για έχεις δει;
Από τη στιγμή που ευτύχησα να δω, επιτέλους, στη σκηνή τους King Crimson τον περασμένο Ιούλιο (οι οποίοι, για την ιστορία, αποδείχτηκαν ανώτεροι κάθε προσδοκίας) μπορώ να δηλώνω, με το χέρι στην καρδιά, άνθρωπος χωρίς σοβαρά συναυλιακά απωθημένα.
-Από τις αρχές Νοεμβρίου που κυκλοφόρησε το 4 ½ ποιο είναι το «βιογραφικό» του, πώς θα το σύστηνες;
Δεν τα καταφέρνω με τις συστάσεις. Καμιά φορά συναντιούνται σπίτι μου φίλοι μου που δεν έχει τύχει να γνωριστούν και τους αφήνω να συστηθούν μόνοι τους μεταξύ τους. Θα ήμουνα χαρούμενος αν μπορούσε να γίνει το ίδιο και σ’ αυτή την περίπτωση: Να συστηθούν δηλαδή το άλμπουμ με τους ακροατές εις αλλήλους χωρίς τη δική μου μεσολάβηση. Αν δεν τα καταφέρουν θα προσπαθήσω να τους διευκολύνω από σκηνής απ’ τον Φλεβάρη (οπότε και θα γίνει η πρώτη ζωντανή παρουσίασή του στο Underflow) και μετά.
-Είσαι παιδί της πόλης, και η μουσική σου έχει αυτή την αύρα. Urban που λέμε… Πώς είναι η πόλη στα μάτια σου; Τι βλέπεις που σε ενοχλεί και τι, πού σε φτιάχνει περπατώντας στο κέντρο της Αθήνας;
Οι γειτονιές της Αθήνας τα τελευταία χρόνια περνάνε μιά-μιά στη φάση της υποβάθμισης οπότε κι εγκαταλείπονται τους απ’ τους παλιούς τους κατοίκους. Μετά εισρέουν τα κεφάλαια των επενδυτών και νεκρανασταίνονται εντασσόμενες στην βιομηχανία του τουρισμού. Το έχουμε δει να συμβαίνει στην Πλάκα, στο Μοναστηράκι, στου Ψυρρή, στον Κεραμεικό, στο Κουκάκι… Τώρα σειρά έχουν, προφανώς, τα Εξάρχεια περιοχή οι κάτοικοι της οποίας (καθώς κι οι παρεπιδημούντες) έχουν αποδειχτεί πιο σκληρά καρύδια απ’ τους υπόλοιπους. Εξ’ου και το έργο της απομάκρυνσής τους έχουν αναλάβει, τα τελευταία χρόνια, πλήθος ναρκεμπόρων, μαφιόζων και επιδόξων μαφιόζων της πόλης οι οποίοι έχουν μεταφέρει τις δραστηριότητές εκεί μιά κι η αστυνόμευση της γειτονιάς είναι, κατά παράδοση, υποτυπώδης. Γενικά όλο και λιγότερα πράγματα μ’ αρέσουν όταν κινούμαι στην Αθήνα. Έχω την αίσθηση πως μετατρέπεται σ’ ένα μεγάλο θεματικό πάρκο με κεντρική ατραξιόν την Ακρόπολη. Που και που, όμως, βλέπεις εδώ κι εκεί μερικές συμπαθητικές φάτσες, αλλάζεις μιά δυο κουβέντες μ’ ανθρώπους που αποδεικνύονται ενδιαφέροντες κι αρχίζεις να γίνεσαι λιγότερο απαισιόδοξος.
-Η κρίση πώς έχει επηρεάσει τις σχέσεις των ανθρώπων;
Νομίζω πως με κάποιον τρόπο τις οδήγησε στα άκρα: Τις πιο επιφανειακές τις διέλυσε και τις βαθύτερες τις έκανε πιο στενές και πιο ουσιαστικές.
-Ποιος είναι ο μεγαλύτερος σου φόβος και πώς τον καταπολεμάς;
Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι το ενδεχόμενο εξαφάνισης κάθε είδους ζωής στη Γη εξαιτίας της σύγκρουσης του Γαλαξία μας μ’ εκείνον της Ανδρομέδας. Τον καταπολεμώ επαναλαμβάνοντας στον εαυτό μου πως το ως άνω γεγονός προβλέπεται να συμβεί (αν τελικά συμβεί) σε οκτώ δισεκατομμύρια χρόνια οπότε, ως τότε, έχω χρόνο να το επεξεργαστώ και να το αφομοιώσω ώστε την κρίσιμη στιγμή να είμαι σε θέση να το αντιμετωπίσω με ψυχραιμία και ωριμότητα.
Γιάννης Καφάτος
(Η φωτογραφία εξωφύλλου είναι του Βαγγέλη Κώστογλου)
Leave a Reply