
Στο Up Festival ήθελα να πάω πολύ από πέρσι -είχα ακούσει τόσα για το Φεστιβάλ και την Αμοργό άλλωστε- αλλά δυστυχώς δεν τα είχα καταφέρει. Έτσι φέτος με την πρώτη ευκαιρία έκλεισα τα εισιτήρια και μπήκα στο πλοίο για να ζήσω στο νησί τις γαλάζιες νύχτες. Ήρθε λοιπόν η ώρα που πρέπει να ξεπεράσω τη μελαγχολία της επιστροφής, να τινάξω την άμμο από τα παπούτσια μου, να κόψω το τετραήμερο βραχιολάκι του φεστιβάλ από το χέρι μου και να γράψω για όλα όσα έζησα στον όρμο της Αιγιάλης αυτές τις πέντε ημέρες.
11 Ιουλίου 2017
Η πρώτη μέρα ήταν διαφορετική από τις επόμενες. Οι Noise Figures πραγματοποίησαν μια πρωτόγνωρη performance έχοντας ως stage ένα καΐκι. Παρόλο που το live ξεκίνησε δυόμιση ώρες μετά την αναγραφόμενη στην αφίσα ώρα, το concept του live on the boat ήταν εξαιρετικό και οι Noise Figures αποτέλεσαν το ιδανικό προοίμιο για τις μέρες που θα ακολουθούσαν: με το κύμα να έχει αυτόνομο ρυθμό πηγαίνοντάς τους δεξιά και αριστερά, ο Γιώργος Νίκας και ο Στάμος Μπάμπαρης έδωσαν το δικό τους vibe για την έναρξη του φεστιβάλ έχοντας χιούμορ, άμεση επικοινωνία με όλους και όλες εμάς που τους παρακολουθούσαμε από την προβλήτα πίνοντας μπύρες και την rock ‘n roll δυναμική που τους διακρίνει σε κάθε τους εμφάνιση.
12-15 Ιουλίου 2017
Το σκηνικό: ένα stage δίπλα στη θάλασσα με τα πόδια σου να βουτάνε στην άμμο αν πήγαινες προς τα πίσω, το φεγγάρι να ξεπροβάλει από το βουνό -κάθε βράδυ συνεπές στο ραντεβού του- την ώρα των headliners και μουσικούς με διαφορετικές καταβολές, άλλοι περισσότερο ροκ και άλλοι περισσότερο ποπ, αλλά που άξιζε σίγουρα να παρακολουθήσεις. Εξάλλου δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι μέσα σε τέσσερις μέρες μπορούσες να δεις ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής σκηνής σήμερα: Xaxakes, Ματούλα Ζαμάνη, 1000mods, Γιάννης Αγγελάκας & 100°C, Bazooka, Last Drive, Φοίβος Δεληβοριάς, Παύλος Παυλίδης, αλλά και πολλά αξιόλογα ακόμη όπως οι Nalyssa Green, No Clear Mind, Melorman, A Victim of Society, Leon of Athens.
Είναι δύσκολο να περιγράψω την ατμόσφαιρα του Φεστιβάλ ξέχωρα από την υπόλοιπη ζωή στο νησί. Προσπαθώντας να πάρω απόσταση, μάλλον η καλύτερη λεζάντα που θα μπορούσα να δώσω σε όσα ζήσαμε είναι οι μέρες της απόλυτης ξεγνοιασιάς.
Οι παγωμένες μπύρες στην Disco the Que, οι βουτιές στη θάλασσα, ο ζεστός ήλιος, οι βόλτες στα σοκάκια της Αιγιάλης, οι ιδιαίτερες γεύσεις του νησιού, το ηλιοβασίλεμα στο λιμάνι, η αντάμωση με φίλους, η γνωριμία με αγνώστους, ο ερωτισμός που λες και αέναα περιπλανιέται στο νησί, τα κοκτέιλ, τα ξενύχτια και η μουσική που δεν σταματούσε ποτέ μόνο ξεγνοιασιά και αγαλλίαση μπορούσαν να προσφέρουν. Κορύφωση όλων αυτών ήταν το Up Festival.
Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής θα μπορούσα να γράψω και διάφορα αρνητικά, όπως η απαγόρευση των σκυλιών στο camping, οι άθλιες συγκοινωνίες του νησιού, η καθυστέρηση στην έναρξη των συναυλιών ή η υπερφόρτωση με μπάνερ από το μεγάλο χορηγό του φεστιβάλ και η σχεδόν ανύπαρκτη σήμανση της ταυτότητας του Up Festival, αλλά κάπου στην “παραζάλη” τα προσπερνάς όλα αυτά. Εξάλλου οι χαλαροί ρυθμοί της Αμοργού είναι must be για διακοπές.
Ας επιστρέψουμε λοιπόν στο Φεστιβάλ. Όπως μάς διηγήθηκε και ο Δεληβοριάς, δημιουργήθηκε από τη θέληση μιας παρέας με ιδιαίτερη αδυναμία στον Παυλίδη να του διοργανώσει κάποιες συναυλίες. Η ιδέα αυτή μεγάλωσε και γεννήθηκε το Up Festival -πρώτα στα Κουφονήσια και έπειτα στην Αμοργό. Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ήμασταν παρόντες στην καλύτερη live performance του Παυλίδη -και δεν είμαι καθόλου υπερβολική ως προς αυτό.
Το Up Festival απέδειξε πως όταν το πρωτόλειο κίνητρο για να δημιουργήσεις κάτι είναι η αγάπη σου για αυτό, τότε διαμορφώνεται και το περιβάλλον εκείνο όπου οι συγκινήσεις προκύπτουν αβίαστα, όπου τραγουδάς τους στίχους και χορεύεις με το ρυθμό χωρίς να το πολυσκεφτείς, όπου φωνάζεις για την Ηριάννα “το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο απ’ όλα τα κελιά” με όλη σου την ψυχή -γιατί εκείνη τη στιγμή το νιώθεις πραγματικά- και το περιβάλλον όπου τελικά πραγματώνεται η μέθεξη.
Με ανυπομονησία περίμενα τις εμφανίσεις των No Clear Mind και των A Victim of Society, δύο διαφορετικών συγκροτημάτων αλλά εξίσου αγαπημένων, καθώς δεν τους είχαν ξαναδεί ζωντανά. Έχοντας και οι δύο στα μπαγκάζια τους από μία πρόσφατη κυκλοφορία, οι πρώτοι το Makena τον Δεκέμβρη του ’16 και οι δεύτεροι το Freaktown τον Απρίλη του ’17, οι δύο μπάντες κατάφεραν όχι μόνο να αποδώσουν τον ήχο και την αισθητική τους, αλλά να σε κάνουν να θες να τους ξαναδείς με την πρώτη ευκαιρία. Ο Leon of Athens είναι επίσης από τους μουσικούς που είχα ξεχωρίσει από την πρώτη στιγμή δισκογραφικά αλλά είδα για πρώτη φορά live. Ο Leon έχει πολλούς λόγους να σε μυήσει στη μουσική του: η χαρά και η ευγνομωσύνη που εκπέμπει το πρόσωπό του όταν είναι on stage, η μπάντα του (πάντα γούσταρα να βλέπω γυναίκες να παίζουν μουσική), η διασκευή στο Ένα Κλεμμένο Ποδήλατο των Stereo Nova και ασφαλώς τα ίδια του τα τραγούδια -ειδικά όταν περιμένεις να ακούσεις το Aeroplane.
Ο Γιάννης Νάστας με τους Xaxakes έχοντας μια μεγάλη ιστορία να τον ακολουθεί, είναι ένας σπουδαίος performer και πιθανότατα από τους λίγους frontman που απολαμβάνει τόσο πολύ αυτό που κάνει. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο να μην σου το μεταδώσει. Κάνοντας εκείνους που δεν τον γνώριζαν να τον λατρέψουν αμέσως και εμάς που ανέκαθεν τον λατρεύαμε να τραγουδάμε με μια ανάσα, μεταξύ άλλων, τα Μη μαζί, γιατί…, Ασταμάτητα Νέοι και Monte Carlo, ο Νάστας σε συμπαρασύρει σε αυτή την παράξενα αισιόδοξη μελαγχολία του. Ο Φοίβος Δεληβοριάς, από την άλλη, είναι μια διαφορετική περίπτωση performer και ως μοναδικός στο είδος του τραγουδοποιός, περιηγητής συναισθημάτων και αφηγητής ιστοριών έχει πάντοτε μαζί του εκλεκτούς μουσικούς να τον συντοφεύουν, όπως εν προκειμένω ο Κωστής Χριστοδούλου στα πλήκτρα και ο Σωτήρης Ντούβας στα τύμπανα που έδωσαν μια jazz και funky πνοή στα τραγούδια του. Αυτό είναι μάλλον που κάνει τον Φοίβο να ξεχωρίζει: πάντα έχει να σου προσφέρει κάτι καινούριο όσες φορές κι αν τον έχεις δει live. Ίσως τελικά η ζωή μόνο έτσι να είναι ωραία.
Νομίζω, όμως, πως οι στιγμές που θα μου μείνουν χαραγμένες στη μνήμη, οι στιγμές της απόλυτης μέθεξης είναι εκείνες των headliners. Η Ματούλα Ζαμάνη ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα. Καθώς δεν είμαι από τους ανθρώπους που την έχουν παρακολουθήσει, η απολύτως άρτια φωνή της και αυτό το μέταλλο που σε τρυπά μού προκάλεσε δέος συνδυαστικά με τον διονυσιασμό στον οποίο σε οδηγεί χωρίς κανέναν κόπο. Η σκηνή τής ανήκει ολοκληρωτικά, αλλά με μια ευγένεια αλλοτινών χρόνων. Ήταν πραγματικά σα να ένιωθα την καρδιά της να χτυπά δυνατά, όπως μας είπε ότι συνέβαινε.
Οι headliners των δύο επόμενων ημερών ανήκουν σε άλλη κατηγορία. Αυθεντικά παιδιά του rock ‘n roll για τα οποία η Ιστορία έχει να πει περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσα εγώ ποτέ να γράψω. Ο Γιάννης Αγγελάκας με το νέο εκρηκτικό του σχήμα 100°C ανεβάζει τις θερμοκρασίες στα ύψη. Είναι αδύνατο να ξεφύγεις από τον ποιητή και να μην τραγουδήσεις μαζί του. Στις συναυλίες του Αγγελάκα καταλαβαίνεις πως όλοι αντιμετωπίζουμε τους ίδιους δαίμονες και πιστεύεις για λίγο πως, εφόσον τραγουδάς με μία φωνή με τους υπόλοιπους την Δικαιοσύνη, το Τραίνο, το Ακούω την αγάπη, ίσως τα πράγματα να αλλάξουν τελικά. Είναι αυτή η ψευδαίσθηση που σου γεννάται πως όλος ο κόσμος είναι σαν αυτό που βρίσκεται εκεί -ακόμα και αν τραγουδάς για την επικρατούσα σήψη.
Η ίδια ψευδαίσθηση δημιουργείται και με τους Last Drive, το συγκρότημα που δεν μεγαλώνει ποτέ παρά μόνο ωριμάζει, εκείνο που θα θέλαμε να έχουμε στο σχολείο μα συγχρόνως να εξελιχθούμε και σε αυτό όταν μεγαλώσουμε. Οι Last Drive είναι η μπάντα που σου δείχνει έμπρακτα ότι μπορείς να ξεφύγεις από τον μικροαστισμό και να μείνεις πιστός στα ιδανικά σου όσο χρόνια κι αν περάσουν. Είναι το συγκρότημα που σε κάνει να θες να παίξεις και εσύ ροκ, αλλά και εκείνο που όταν βγάλουν το επόμενο άλμπουμ θα το ακούσεις με προσοχή και τα ηχεία δυνατά. Από το πρώτο υλικό που ακούσαμε εξάλλου, δεν μπορείς να κάνεις και αλλιώς.
Το κλείσιμο της βραδιάς ανήκει στον Παύλο Παυλίδη. Έναν Παυλίδη εξαιρετικά πρωτόγνωρο που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα δω έτσι. Είναι σχεδόν αδύνατο να σας μεταφέρω αυτό που ζήσαμε για δυόμιση ώρες. Έχω ακούσει δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, φορές τα τραγούδια του, τον έχω δει σε αρκετές συναυλίες, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να με έχει προετοιμάσει για την ενέργεια, το πάθος και την καύλα -δεν υπάρχει άλλη λέξη να το αποτυπώσει καλύτερα- που είχε on stage. Οδηγηθήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε σε μια κατάσταση παραληρηματική, σε μια διέγερση αλλιώτικη, εκστατική, ψυχεδελική. Εκεί που νομίζαμε ότι θα χαλαρώσει, ανέβαζε και άλλο τους παλμούς. Ένας διαρκής ηλεκτρισμός που μας διαπερνούσε μέχρι το κόκκαλο. Η μεγάλη έκπληξη του Up Festival και ένα από τα καλύτερα live -είμαι βέβαιη για αυτό- της ζωής μας.
Μόνο ο αέρας μάς κρατάει ψηλά πια.
Καλή αντάμωση να έχουμε και, όπως έλεγε ο Νάστας, vives!
Μαρία Πακτίτη
Leave a Reply