08/06/2023

Η Funny και ο Φάνης

Funny Φάνης

Ήταν το βράδυ των γενεθλίων μου. Πάνε δέκα χρόνια από τότε. Η αδελφή μου με περίμενε στον κήπο.

-Κοίτα τι βρήκα!…

Κάνει ψι ψι κι από τα χορτάρια πετάγεται μια μικρή γατούλα με ουρά σκίουρου. Νομίζω ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά.

-Θα την πάρουμε σπίτι, είπα αποφασιστικά.

Την βρήκα πίσω από κάτι θάμνους. Ένας γελοίος με ένα ντόμπερμαν το είχαν στριμώξει το έρμο το γατάκι. Αυτός παρότρυνε το σκυλί να του ορμήσει κι εκείνο δεν ήθελε και πολύ. Έτσι το πήρα από κει που ήταν κρυμμένο και το έφερα. Θα ζήσει με τα αλλά γατιά στον κήπο…

Με τίποτα, σκέφτηκα. Θα το πάρω επάνω. Με κοιτούσε με τα χρυσά ματάκια της. Ήταν κάτασπρη και φουντωτή με κανελί και μαύρα κουρτινάκια, δυο βούλες στην πλάτη και μια υπέροχη ουρά. Με το που την έπαιρνες αγκαλιά γουργούριζε και ζύμωνε εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη της.

 

Ήταν η χρονιά που είχε πεθάνει ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την απώλεια. Η γάτα μπορεί και να της έκανε καλό,  όσο εμείς θα λείπαμε στην δουλειά. Βέβαια, η συμβίωση όχι της μαμάς, αλλά της γάτας θα κρινόταν από τον Σεμπαστιάν, τον Σιάμ γάτο μας, που μέτραγε ήδη δέκα χρόνια αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας μαζί μας. Μετά φόβου Θεού και Σεμπάστιαν ανεβάσαμε την μικρούλα επάνω. Φυσικά και υπήρξε γκρίνια από τη μητέρα μας.

-Έχουμε γατί, τι το θέλουμε το δεύτερο;…  Δεν φτάνουν οι τρίχες του ενός;…

Αλλά κάτι η μέρα των γενεθλίων μου, κάτι το αξιαγάπητο μουτράκι της γάτας, πείσθηκε η μαμά. Ο Σεμπαστιάν τώρα… Αρχικά, περιεργαζόταν αυτό το… περίεργο πλάσμα.

Α πα πα! Σαν κι εμένα δεν είναι. Ωπ, γουργουρίζει κιόλας! Εγώ αυτό το κάνω μόνο με ανταμοιβή ψητό κοτόπουλο. Ή όταν εκείνος που αποκαλούσαν μπαμπά και μάλλον έχει φύγει, γιατί δεν τον μυρίζω, ούτε τον βλέπω πιά εδώ τριγύρω με έβαζε κάτω από την κουβέρτα του τα μεσημέρια. Ωπ, τι βλέπω; Ανεβαίνει πάνω στην καρέκλα Μου! Ε…  Τι κάνεις εκεί; Τρώει από τη γαβάθα Μου! Απίστευτο θράσος. Τώρα θα δει, θα της κάνω ένα χι ξεγυρισμένο…

Δεν περίμενα κάτι καλύτερο από τον Σεμπάστιαν. Ο κτηνίατρός μας τον αποκαλούσε killer, κάθε φορά που τον βγάζαμε από το καλάθι, για να του κάνει τα εμβόλια.

Και μετά φούντωσε ο Σεμπάστιαν, έριξε μερικά απειλητικά νιαουρίσματα και κατέφυγε στο δωμάτιο της αδερφής μου φανερά προσβεβλημένος από το ημίαιμο που του ήρθε από το πουθενά και εννοούσε να στρογγυλοκαθίσει στο σπίτι Του.

Η μικρή, αφού έφαγε, τρίφτηκε στα πόδια της μητέρας μου και βρήκε καταφύγιο στην αγκαλιά μου.

Η γάτα αυτή σε κοίταγε στα ματιά κι έβλεπες στο βλέμμα της αυτό που αισθανόταν, την ευγνωμοσύνη που κάποιος τη μάζεψε από το δρόμο.

Η πρώτη της νύχτα ήταν ήσυχη. Ο Σεμπάστιαν δεν έβγαινε από το λημέρι του… Η μικρή κοιμήθηκε στα πόδια μου γουργουρίζοντας, προσπαθώντας να με ενοχλεί όσο λιγότερο γινόταν.

Είχα αποφασίσει, εντελώς δημοκρατικά, για το όνομα της: Funny και  Φανή. Το πρώτο για το αστείο χαριτωμένο μουτράκι της. Το δεύτερο γιατί το βράδυ που την μαζέψαμε από τον κήπο αναρωτιόμουν: «Μα πού είναι; Τώρα θα φανεί». Η Φανούλα λοιπόν, ξύπνησε και προχώρησε προς τα πάνω. Στρογγυλοκάθισε στο στήθος μου κι άρχισε να με ζυμώνει. Μετά από πέντε λεπτά πήδηξε στο χαλί και κατευθύνθηκε στην κουζίνα, όπου ο Σεμπάστιαν  μασούλαγε την ξηρά τροφή του. Στάθηκε πίσω του ελπίζοντας ότι θα τελειώσει, όπως κι έγινε. Σε αυτή τη φάση περίμενα μάχη. Αυτός όμως αδιάφορος πέρασε στο σαλόνι αφήνοντας τη γαβάθα στη διάθεση της. Η μικρή ρίχτηκε λαίμαργα στο φαγητό. Σταμάτησε βλέποντας τη μητέρα μου. Της νιαούρισε και χαϊδεύτηκε στα πόδια της. Της ανταπόδωσε τα χάδια.

Πρέπει να την πάω στον κτηνίατρο σκέφτηκα, μπορεί να έχει ψύλλους.  Στο σαλόνι ο γάτος απασχολούσε με αλλά πράγματα τη σκέψη του: Τι είναι αυτό που φορτωθήκαμε; Κουβαλάει κι άλλα ζώα πάνω της; Πρέπει να βρω τρόπους να αμυνθώ!

Όσο ο Σεμπάστιαν κατάστρωνε τα σχέδιά του εμείς πηγαίναμε τη μικρή στον κτηνίατρο. Η πρώτη διαπίστωση: ψύλλοι, επίσης λίγη διάρροια και υποσιτισμένη. Κατά τ’ αλλά ψυχούλα. Αφού μας έδωσε άλλη μια αμπούλα για τον μεγάλο, μας πρότεινε σε δυο τρεις μήνες να τη στειρώσουμε, αφού ο μεγάλος ήταν… ενεργός.

Τον χαιρετήσαμε και γυρίσαμε σπίτι. Ο Σεμπάστιαν είχε όντως κολλήσει ψύλλους και είχε ματώσει το ένα αυτί του από το ξύσιμο. Του βάλαμε το υγρό, ενώ μας κοίταζε βλοσυρά, υπονοώντας: «Σας τα ‘λέγα ηλίθιες, με το χαζό φουντωτό γατί που κουβαλήσατε!»

Η μικρή βγήκε με μεγάλη ευχαρίστηση από το καλάθι μεταφοράς και στρογγυλοκάθισε στα πόδια της μαμάς. Για να την χαϊδεύει έβαζε το κεφαλάκι της κάτω από το χέρι της. Ήταν πολύ χαδιάρα και σε ηρεμούσε με το που την κοιτούσες. Το απόγευμα ήρθε και η φοβερή θεία μας, η οποία αφού τη θαύμασε και έπαιξε μαζί της γύρισε σπίτι  της. Είχε πάντα γάτες και τις αγαπούσε πολύ. 

Κατά τα μεσάνυχτα η καημένη η γατούλα άρχισε να κάνει εμετό. Ίσως το εμβόλιο ή το αντιπαρασιτικό. Φοβηθήκαμε μήπως ήταν κάτι χειρότερο που θα μπορούσε να κολλήσει τον Σεμπάστιαν και την κατεβάσαμε στον κήπο. Είχαμε πολλά γατάκια εκεί που τα ταΐζαμε. Εκείνες τις μέρες μάλιστα, είχε γεννήσει η Λεχ (από το λεχώνα, επειδή τη μισή της ζωή την πέρναγε ζευγαρώνοντας και την άλλη μισή ως λεχώνα). Πραγματικά, την πήρε υπό την προστασία της, την έπλυνε την άφησε να θηλάσει. Το επόμενο μεσημέρι πήραμε το γατί πάλι επάνω στο σπίτι. Ήταν μια χαρά.

Προσαρμόστηκε στη ρουτίνα του σπιτιού, ήξερε, όπως και ο μεγάλος, πότε γυρνούσαμε σπίτι πριν καν ακούσει το αυτοκίνητο και μας περίμεναν και τα δυο τους μπροστά από την πόρτα. Και στη μαμά όμως είχε κάνει καλό! Κάθε φορά που διεκδικούσε τα χάδια της χαιρόταν και ξεχνούσε για λίγο τη θλίψη της. Όλα πήγαιναν ρολόι, μέχρι και ο μυστήριος φαινόταν ήσυχος αν και τον είχα πιάσει να περιφέρεται με κάτι τούφες τρίχες από την ουρά της μικρής στο στόμα. Ώσπου ένα βράδυ άκουσα τα σπαρακτικά νιαουρίσματα της Φανής. Μου ήταν απόλυτα κατανοητό το τι ήθελε. Οίστρος! Ήθελε να ζευγαρώσει!

Το επόμενο πρωί πήγαμε αμέσως στο γιατρό, ο οποίος απόρησε. Ήταν πολύ νωρίς… κι όπως μας είπε δεν θα μπορούσε να τη στειρώσει άμεσα. Της έκανε μια ένεση και πράγματι η Funny είχε ηρεμήσει μέχρι το βράδυ, αφού πριν ‘την έπεσε’ στον Σεμπάστιαν, όσο εκείνος έκανε ηρωικές προσπάθειες να την αποφύγει, πηδώντας με τα τέσσερα στον τοίχο.

Τον επόμενο μήνα στειρώσαμε τη Funny. Η μητέρα μου κι η γατούλα είχαν γίνει αχώριστες. Κοιμόταν πια δίπλα της, έπινε το βράδυ από το ποτήρι του νερού της και την ακολουθούσε παντού. Η προστάτιδα γάτα!

Πέρασε ο χειμώνας και βαδίζαμε προς το Πάσχα, όταν η μαμά αρρώστησε και την πήγαμε στο νοσοκομείο. Έμεινε σαράντα μέρες εκεί στην εντατική, μέχρι που κατέληξε. Δε δίνανε μεγάλη σημασία στα γατιά εκείνο τον καιρό! Η μικρή κοιμόταν πάνω στη ρόμπα της μαμάς, όσο ο μεγάλος μάρκαρε αφειδώς οριοθετώντας την περιοχή του, δηλαδή όλο το σπίτι.

Πράγματι, η Funny για σαράντα μέρες κοιμόταν στις παντόφλες της μαμάς μπροστά από την αγαπημένη πολυθρόνα της. Μας έκανε εντύπωση αυτή η σπάνια συμπεριφορά. Η γάτα μας είχε συναισθηματική νοημοσύνη. Λένε πως οι γάτες αναγνωρίζουν το σπίτι ή είναι άπιστες ή (στην καλύτερη) ανεξάρτητες. Αυτό δεν ισχύει. Δένονται μαζί σου και ψυχανεμίζονται την οποιαδήποτε αλλαγή θυμικού στο περιβάλλον τους.

Η γάτα μας λοιπόν ήταν μια μεγάλη παρηγοριά σε μέρες απώλειας. Ενώ ο Σεμπάστιαν, παρά το γεγονός ότι τον είχαμε χρόνια, μας παραστεκόταν με χόμπι το… στενό μαρκάρισμα, η Funny μας κοίταγε στα ματιά.

Πέρασαν οι μήνες, έφτασε καλοκαίρι και διαπιστώσαμε με τρόμο (αυτόν μιας ακόμα απώλειας) ότι η γάτα έχανε βάρος. Αμέσως, την πήγαμε στο γιατρό. «Ηωσινόφιλα» είπε, «αλλά ας μην καταφύγουμε στην κορτιζόνη». Μετά από υπομονή, τάισμα από τα χέρια μας και τελικά και κορτιζόνη η γάτα φάνηκε να βρίσκει τον παλιό καλό εαυτό της. Το δωμάτιο της μητέρας μας παρέμενε κλειστό και η γάτα καθόταν ώρα στο διάδρομο περιμένοντας να ανοίξουμε την πόρτα. Όταν ανοίγαμε, επειδή χρειαζόμασταν κάτι, χωνόταν μέσα και κοιμόταν στην πολυθρόνα. Ο άλλος τρύπωνε μέσα, για να εκτελέσει το… ευαγές έργο του. Είχε γίνει πλέον παράξενος, δάγκωνε, έφτυνε (κανονικά) και ο μόνος άνθρωπος που είχε επιρροή πάνω του ήταν η αδερφή μου.

Η Funny συνέχιζε τις τρυφερότητες και πλέον μας πανικόβαλε σε τακτά χρονικά διαστήματα με διάφορες αρρώστιες. Εγώ για κάποιο δυσερμήνευτο λόγο την είχα ταυτίσει με τη μητέρα μου. Ίσως γιατί ήταν τόσο καλόψυχο και τρυφερό πλάσμα, ίσως γιατί δέθηκε σε αυτό το σύντομο διάστημα συμβίωσης τόσο πολύ μαζί της.

Είχε φτάσει ο Δεκαπενταύγουστος που αδειάζει η πόλη και αυτοί που μένουν πίσω λένε: «Αύγουστο είναι να μένεις στην Αθήνα. Άλλη πόλη!» Όντως άλλη πόλη. Πόλη φάντασμα, όπως στο Λούκι Λουκ. Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή βρήκε η Funny να αρρωστήσει. Ήρθε τρέχοντας μέσα νιαουρίζοντας, ασθμαίνοντας, με μια  φούξια μύτη κι ένα απόκοσμο γουργουρητό, που δεν σήμαινε ευχαρίστηση, αλλά ανημπόρια. Παίρνοντας τον κτηνίατρο κι ακούγοντας τον τηλεφωνητή καταλάβαμε ότι έπρεπε να στραφούμε αλλού και γρήγορα. Πήγαμε σε κάποιο κτηνιατρικό ιατρικό κέντρο όπου της έδωσαν τις πρώτες βοήθειες, της έκαναν κάποια ένεση, της πήραν αίμα και μας καθησύχασαν ότι θα συνέλθει. Απλά αυτό! Ούτε τι ήταν ούτε πώς το έπαθε, απολύτως τίποτα. Γυρίσαμε και περιμέναμε να συνέλθει. Μετά από έξι ώρες το χάλι της παρέμενε ίδιο και πότε βυθιζόταν σ’ έναν ανήσυχο ύπνο, ποτέ ξυπνούσε και νιαούριζε σιγανά. Δεν νομίζω να υπάρχει χειρότερο πράγμα για κάποιον που έχει ζώο και το αγαπάει από το να το βλέπει να υποφέρει ανήμπορο. Τηλεφώνησα και πάλι στον κτηνίατρό μας και ω του θαύματος κάποιος απάντησε. Ήταν ο νεαρός γιατρός που έκανε την πρακτική του.

Του εξήγησα την κατάσταση κι εκείνος χωρίς περιττά σχόλια έγραψε τη διεύθυνσή μας και σε δέκα λεπτά ήταν σπίτι μας. Είδε το γατί, κατάλαβε από αυτά που του περιγράψαμε τι και πώς και προσπάθησε να εφαρμόσει αυτά που πολύ καλά ήξερε. Έμεινε τρεις ώρες μαζί μας, μέχρι που σιγουρεύτηκε ότι η γάτα πήγαινε καλύτερα. Της πήρε αίμα και με διαβεβαίωσε ότι θα πήγαινε άμεσα να κάνει την ανάλυση. Με πήρε το ίδιο βράδυ, κατά τις δώδεκα τηλέφωνο: «Γεια, ο Φανης είμαι, κάτι με την καρδιά της γάτας σας δεν πάει καλά, αλλά δεν χρειάζεται να ανησυχείτε».

Ο  Φάνης  ήταν κάθε φορά που η Funny τον χρειάστηκε δίπλα της. Γνωριστήκαμε και ζήσαμε μαζί δυο ωραία χρόνια. Είχα μαζί του πολλά κοινά, όμως ο γιατρός της γάτας μου και της ψυχής μου επέλεξε να συνεχίσει άλλου την καριέρα του, ενώ η Funny έφυγε για πάντα λίγο μετά από εκείνον. Κακή η συγκυρία. Έφυγε ο Φάνης, χάσαμε και τη Funny…

Kαι όλα αυτά του τύπου: Άμα θέλεις κάτι, το σύμπαν συνωμοτεί, για να εκπληρωθούν οι προσδοκίες σου, μην τα ακούτε. Δυστυχώς,  το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει.

 

Νάντη Φίλια


mm
About Δημήτρης Σούλτας 575 Articles
Ο Δημήτρης Σούλτας εγεννήθη στη Θεσσαλονίκη, λίγο μετά την άφιξη του ηλεκτρισμού και μετά από 19 χρόνια κατέβηκε στην Αθήνα, με το τρένο το οποίο δεν είχε ανακαλύψει τον ηλεκτρισμό ακόμα και σήμερα. Είναι ιδρυτής του κινήματος του υπαρκτού σουλταφερτισμού και δημοσιογράφος που πιστεύει ότι ο κόσμος θα αλλάξει, απλώς δεν έχει βρει ακόμα το κατάλληλο δοκιμαστήριο.

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.


*