Η Μαρίλη Μαργωμένου κάνει την πρώτη της απόπειρα στην λογοτεχνία με το μυθιστόρημα «Το θηρίο βγήκε βόλτα» (Εκδόσεις Καστανιώτη) και κερδίζει τις εντυπώσεις από τις πρώτες σελίδες του ογκώδους βιβλίου της.
Η Μαρίλη Μαργωμένου είναι δημοσιογράφος. Δεν λέω ήταν – μια και αυτή την εποχή δεν εργάζεται σε κάποιο μέσο, μας μιλάει η ίδια γι’ αυτό παρακάτω στην συνέντευξή μας – γιατί θέλω να πιστεύω ότι μια φορά Δημοσιογράφος πάντα Δημοσιογράφος. (οκ, ίσως είναι κι ένας προσωπικός μηχανισμός αυτοπροστασίας της ταυτότητας μας ημών των δημοσιογράφων)
Την εποχή που τη γνώρισα και δουλέψαμε στην πρωινή εκπομπή του Mega (Κοινωνία ώρα Mega με τους Οικονομέα-Καμπουράκη) η Μαρίλη Μαργωμένου είχε αναλάβει να κάνει μεγάλα βίντεο, έξω από τη λογική των ειδησεογραφικών βίντεο που διαρκούν λίγα λεπτά, με ελεύθερα θέματα. Ελεύθερο ρεπορτάζ δηλαδή και πάντα όταν τα βλέπαμε πριν παίξουν στον αέρα η λογοτεχνική ματιά στη γραφή της ήταν παρούσα. Μερικές φορές το ειδησεογραφικό περιβάλλον με έκανε να «κλωτσάω» βλέποντάς τα αλλά τελικά η άλλη ματιά πάντα χρειάζεται και έτσι είδαμε φοβερά μινι ντοκιμαντέρ με ιδιαίτερα και θέματα και συνεντεύξεις που δεν μπορούσες να δεις σε ένα δελτίο ειδήσεων.
Μετά η Μαρίλη έφυγε από το Mega, και συνέχισε το Ελεύθερο Ρεπορτάζ στις εφημερίδες, μετά το Mega «έφυγε» από εμάς, η ζωή συνεχίστηκε και πριν λίγες εβδομάδες στο ενημερωτικό μέιλ από τον Καστανιώτη για τις νέες του κυκλοφορίες είδα το βιβλίο της.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Μαρίλης Μαργωμένου «Το θηρίο βγήκε βόλτα» θαύμασα την κινηματογραφική του ροή αλλά και το μαύρο χιούμορ που διατρέχει τους «καταραμένους» ήρωές του.
Ο Βύρωνας Σερέτης είναι δημοσιογράφος του δικαστικού ρεπορτάζ. Πετυχημένος, γυναικάς. Ήταν. Γιατί στην πρώτη σελίδα του βιβλίου τον συναντάμε να μεταφέρεται ως δράστης μιας δολοφονίας στις φυλακές του Βόθωνα. Ένας φοβισμένος πρώην «ισχυρός» τρέμει σαν το ψάρι. Στο τέλος του βιβλίου είναι ο άρχοντας των φυλακών. Σε όλη αυτή τη διαδρομή παρακολουθούμε έναν άνθρωπο να μεταλλάσσεται, να γίνεται ένας άλλος.
Αναρωτιέμαι πολλές φορές αν η ταυτότητα που κουβαλάμε καταφέρνει να χωρέσει τους πραγματικούς μας εαυτούς που κρύβονται ή βρίσκονται σε αναστολή μέχρι κάτι να τους πυροδοτήσει και να βγουν στην επιφάνεια.
Η πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας, Μαρίλη Μαργωμένου μου αρέσει γιατί «παίζει» με αυτή την δική μου εσωτερική απορία και μας έχει παραδώσει ήρωες μέσα σε μια ιστορία που ακροβατούν ανάμεσα στις δικές τους ταυτότητες κι αυτό το βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον.
Παράλληλα η γραφή της είναι λιτή, προσεγμένη, ακριβής και παρά το γεγονός ότι μίλησα νωρίτερα για ένα ογκώδες βιβλίο, 509 σελίδων, τελειώνοντάς το καταλαβαίνεις ότι μπορεί να ήθελες λίγο ακόμη!
«Το θηρίο βγήκε βόλτα» είναι μια άγρια ιστορία επιβίωσης γραμμένη με μαεστρία και αξίζει να το ανακαλύψετε και να το απολαύσετε.
Μέχρι τότε, ας γνωρίσουμε λίγο περισσότερο τη συγγραφέα και τους ήρωές της μέσα από τη συνέντευξη που κάναμε.
Ο ήρωάς σου σχεδόν μεταλλάσσεται από φοβισμένος σε «νονό». Πότε ένας άνθρωπος διαβαίνει αυτόν τον ιδιότυπο «Ρουβίκωνα»;
Ελπίζω στην πραγματική ζωή να μην το μάθω ποτέ! Αλλά οι επιστήμονες λένε πως όλοι έχουμε έναν πρωτόγονο εαυτό μέσα μας που αναλαμβάνει δράση σε ακραίες συνθήκες. Αν το σκεφτείς, δε θέλει και πολύ – όλο το ζήτημα, είναι τί διακυβεύεται. Μπορεί, ας πούμε να πρέπει να θυσιάσεις την προσωπική σου ηθική για να επιβιώσεις, όπως ο Βύρων στο βιβλίο. Ή να κάνεις μια μικρή παρανομία για να βγάλεις άπειρα λεφτά. Ή να καρφώσεις τον συνάδελφο για να του φας τη θέση στη δουλειά. Ή να γράφεις ό,τι παλαβομάρα σου ‘ρθει στο κεφάλι για μερικά like στο Facebook. Υπάρχουν χίλιοι τρόποι για να ξεφύγεις. Η μετάλλαξη, πάντως, αρχίζει με το που πέφτουν οι αναστολές. Αν σταματήσεις να σκέφτεσαι «Τι θα πουν οι φίλοι μου όταν το δουν αυτό;», έχει ήδη ξεκινήσει η κατηφόρα.
Πόσο οι φυλακές του Βόθωνα που «έκτισες» στο μυθιστόρημά σου, μοιάζουν με τις πραγματικές φυλακές της Ελλάδας;
Τις φυλακές του Βόθωνα προσπάθησα να τις κρατήσω στο όριο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Δεν υπάρχουν, ούτε και υπήρξαν ποτέ – αν και στο μυαλό μου, είναι εντελώς πραγματικές. Η ιστορία τους ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια, τότε που είχα την τύχη να εξασφαλίσω μια άδεια για να μπω στον Κορυδαλλό (ευτυχώς, ως ρεπόρτερ!). Προσπαθούσα επί μια δεκαετία να τα καταφέρω, απ’ το υπουργείο Δικαιοσύνης λάμβανα φακέλους με απανωτές αρνήσεις, και όταν τελικά βρήκα μια άκρη, μου το ξεκαθάρισαν από την αρχή: μπορώ να δω τους χώρους, να μιλήσω με τους κρατούμενους, αλλά δεν επιτρέπεται να γράψω ούτε λέξη ρεπορτάζ. Έστω κι έτσι, η εμπειρία ήταν φοβερή – με το που μπήκα μέσα, το πρώτο που είδα ήταν ένας κρατούμενος που στον πήχη του είχε καρφωμένο ένα πιρούνι. Κανονικό, μεταλλικό πιρούνι, αίματα να τρέχουν, το χέρι του χάλια, αλλά αυτόν καθόλου δεν έδειχνε να τον ενοχλεί. Το μόνο που τον ενοχλούσε, ήμουν εγώ – «Τι δουλειά έχει αυτή εδώ;»!
Απ’ την επίσκεψη στον Κορυδαλλό είχα κρατήσει σχεδόν τριάντα σελίδες σημειώσεις, κι απ’ αυτές ξεκίνησε το βιβλίο. Οι χαρακτήρες είναι εντελώς φανταστικοί, οι χώροι επίσης, αλλά προσπάθησα να διατηρήσω αυτή την αίσθηση μαύρης φάρσας: εκεί μέσα νιώθεις να φοβάσαι μη σε αρπάξει κανείς και την ίδια στιγμή αναρωτιέσαι, «Ρε μπας και μου κάνουν πλάκα;».
Πόσο η θητεία σου στο ελεύθερο ρεπορτάζ σε βοήθησε να φτιάξεις τους χαρακτήρες του βιβλίου σου;
Πάρα πολύ! Ειδικά οι συνεντεύξεις με φυλακισμένους. Θυμάμαι έναν τύπο απ’ όταν κάναμε το ρεπορτάζ «Πρώτη άδεια». Μου έλεγε πώς πήρε το λεωφορείο απ’ τις φυλακές για να ‘ρθει στο σπίτι του, στην Αθήνα μετά από δέκα χρόνια μέσα. Ήταν νύχτα, και με το που είδε στη στροφή της εθνικής οδού τα φώτα της Αθήνας στο βάθος, τον έπιασαν τα κλάματα μεσ’ το λεωφορείο, δε μπορούσε να συνέλθει. Μιλάμε τώρα για έναν άνθρωπο θηρίο, δυο μέτρα ύψος, που ήταν στη φυλακή για φόνο. Έχουν μια ειδική ψυχολογία οι φυλακισμένοι, κι εγώ είχα την τύχη να κάνω πάρα πολλές συνεντεύξεις μαζί τους στην πορεία των ετών – νομίζω αυτό με βοήθησε. Για να νιώθω κάπως πιο ασφαλής, αποφάσισα να κάνω τον βασικό ήρωα δημοσιογράφο. Είναι αυτό που λένε «γράψε αυτό που ξέρεις καλύτερα».
Ποια στιγμή ένας δημοσιογράφος αποφασίζει να στρωθεί να γράψει ένα βιβλίο;
Στην περίπτωσή μου, όταν φύγει απ’ τη δουλειά! Τον πρώτο καιρό που σταμάτησα να είμαι δημοσιογράφος ένιωθα τέτοια κούραση απ’ τη δουλειά, που νόμιζα πως δε θα ξανασηκώσω μολύβι ποτέ. Μέσα σε δυο τρεις μήνες, όμως, το γράψιμο άρχισε να μου λείπει. Κι έπρεπε να βρω μια διέξοδο.
Υπήρξε κάποιο βιβλίο που σε έκανε να σκεφτείς: θέλω κι εγώ να γράψω κάτι που δεν θα είναι ρεπορτάζ;
Να σου πω την αλήθεια, κυρίως υπήρξαν πολλά ρεπορτάζ που μ’ έκαναν να σκεφτώ πως θέλω να γράψω κάτι που να μην είναι ρεπορτάζ! Γιατί στη δουλειά μας, σε κάθε ρεπορτάζ, συναντάς έναν άνθρωπο σε μια κορυφαία στιγμή της ζωής του. Μπορεί να έχει καταφέρει κάτι πολύ σημαντικό, ή μπορεί να του έχει συμβεί κάτι φοβερό. Αλλά εσύ τον βλέπεις για λίγο, δεν προλαβαίνεις να τον γνωρίσεις, ούτε να τον καταλάβεις. Καταγράφεις τι του συνέβη, αλλά στο τέλος, μένεις πάντα ν’ αναρωτιέσαι: πώς έφτασε αυτός ο τύπος να κάνει αυτό το πράγμα; Τι είδους ζωή θα έχει από εδώ και πέρα; Αυτό, νομίζω, είναι το υλικό απ’ το οποίο φτιάχνονται τα βιβλία.
Πόσο το μεταπτυχιακό στην δημιουργική γραφή σε βοήθησε να γράψεις; Τι είναι τελικά η «γραφή»: ταλέντο ή «κανόνες»;
Αν δεν έκανα το μεταπτυχιακό, δε θα έγραφα ποτέ βιβλίο – ακόμα κι αν το ξεκινούσα, δεν θα το τελείωνα. Η θητεία μου στο ρεπορτάζ το υπονόμευε αυτό το εγχείρημα. Βλέπεις, εγώ νόμιζα πως ξέρω να γράφω μετά από 25 χρόνια στις εφημερίδες, αλλά δεν είχα ιδέα πώς να δομήσω ένα τόσο εκτενές κείμενο, ούτε πώς να στήσω τους χαρακτήρες, ούτε πώς να πείσω τον εαυτό μου να στρωθεί να δουλέψει επί ένα εξάωρο κάθε μέρα, χωρίς να υπάρχει ένας αρχισυντάκτης που όσο του καθυστερώ το κείμενο, μου ρίχνει λοξές ματιές απ’ τη γωνία της αίθουσας σύνταξης.
Στο μεταπτυχιακό στο Εδιμβούργο, αναγκάστηκα να ξε-μάθω ένα σωρό πράγματα, και να μάθω να γράφω κάθε μέρα χωρίς κανείς να μου το επιβάλει. Από ‘κει και πέρα, όλα τ’ άλλα βρίσκονται – τα δουλεύεις στην πορεία, και σιγά – σιγά αποκτάς ένστικτο, χειρίζεσαι το υλικό με μεγαλύτερη ευκολία.
Μακάρι να υπήρχαν κάποιοι αλάνθαστοι, γενικοί κανόνες για να κάνουν τα πράγματα πιο εύκολα. Δεν ξέρω, ίσως και να υπάρχουν, πάντως εμάς στο μεταπτυχιακό δε μας είπαν τίποτα σχετικό! Νομίζω πως πέρα από κάποια βασικά και αυτονόητα πράγματα που κι ένας έμπειρος αναγνώστης τα αντιλαμβάνεται, κάθε άνθρωπος που προσπαθεί να γράψει ένα βιβλίο βάζει τους δικούς του κανόνες, ανάλογα με την αισθητική και τον χαρακτήρα του. Αλλά εδώ που τα λέμε, κι αν τους ακολουθήσεις τους κανόνες σου κατά γράμμα, τίποτα δε σου εγγυάται πως δε θα βγει το βιβλίο αφελές, ή ανούσιο, ή απλώς βαρετό. Αν δεν έχεις εσύ ο ίδιος κάτι να πεις, πώς να σε σώσουν οι κανόνες; Η πλήξη παραμονεύει, και οι αναγνώστες είναι αμείλικτοι!
Μετά από πολλά χρόνια δημοσιογράφος είσαι σήμερα εκτός επαγγέλματος. Επιλογή ή θύμα της κρίσης; Πώς βλέπεις τη δημοσιογραφία σήμερα, ποιο είναι το βασικό της ελάττωμα;
Κάποια στιγμή εκεί γύρω στο 2016, ίσως και λόγω της κρίσης, η δημοσιογραφία σταμάτησε να μου φαίνεται ελκυστική. Οι εφημερίδες άλλαξαν, δεν υπήρχε πια χώρος για μεγάλα ρεπορτάζ, έπρεπε να γεμίζεις κουτάκια με λέξεις σε ελάχιστο χρόνο όπως κάναμε όταν ήμασταν δόκιμοι 19 χρονών, οι αναγνώστες λιγόστεψαν, οι άνθρωποι εκεί έξω άκουγαν «δημοσιογράφος» και σε κοιτούσαν σα να ‘σαι ο σατανάς, κι ό,τι κι αν έγραφες, στο τέλος δεν το διάβαζε κανείς.
Εγώ τη δουλειά του δημοσιογράφου την είχα συνηθίσει αλλιώς, την είχα αγαπήσει πολύ, και μάλλον γι’ αυτό μου ήταν πολύ δύσκολο να δεχτώ τη νέα πραγματικότητα. Οπότε, χωρίσαμε σαν φίλοι, και πήρε ο καθένας το δρόμο του.
Θα ήθελα να μας συστηθείς μέσα από πέντε βιβλία που σε …περιέχουν.
Ο Λύκος της Στέπας, του Herman Hesse.
Η μητέρα του σκύλου, του Παύλου Μάτεσι.
Στη φωλιά του κούκου, του Ken Kessey.
Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, του Celine.
Winesburg, Ohio, του Sherwood Anderson.
Τι διαβάζεις αυτήν την περίοδο;
Τελείωσα μόλις ένα καταπληκτικό βιβλίο, το Lonesome Dove του Larry McMurtry, ένα βιβλίο – γουέστερν με φοβερούς χαρακτήρες, ατμοσφαιρικό και περιπετειώδες, αλλά και πολύ καλογραμμένο. Δυστυχώς δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, αλλά για όποιον έχει μια ευχέρεια στα αγγλικά, είναι σκέτη απόλαυση! Είναι μέρος μιας τετραλογίας, οπότε τώρα ακολουθούν τα άλλα τρία της σειράς που τα ‘χω ήδη στη βιβλιοθήκη μου. Έχω κάνει προμήθειες σε βιβλία απ’ την αρχή του δεύτερου κύματος της πανδημίας, και μάλλον το έχω παρακάνει. Έχω ένα ολόκληρο ράφι να διαβάσω, οπότε δεν προβλέπεται να ξεμένω μέχρι το 2022.
Τι φοβάσαι, και τι κάνεις γι’ αυτό;
Φοβάμαι πως η ζωή μας δε θα γίνει ξανά ποτέ όπως ήταν, και δε μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Μπορώ μόνο να διαβάζω και να γράφω, και να προσπαθώ να βρω ένα κάποιο νόημα σ’ αυτή την αλλόκοτη εποχή που ζούμε.
Γιάννης Καφάτος