
Το «Ολομόναχος» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (Εκδόσεις Μεταίχμιο) είναι μια συλλογή διηγημάτων. Είναι ένα γραπτό σίριαλ με επεισόδια για τη σχέση του συγγραφέα με τον πατέρα του.
Όπως λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας «δεν υπάρχει τίποτα το επινοημένο» μέσα στα κείμενα του βιβλίου.
«Δεν υπάρχει τίποτα πιο επώδυνο αλλά και λυτρωτικό να γράφεις για τις επιπτώσεις μιας αποκάλυψης για τη ζωή σου» μας είπε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας στην παρουσίαση του «Ολομόναχου» στο Booktalks στη συζήτηση που είχε με την Κατερίνα Μαλακατέ.
Μίλησε επίσης για τον κίνδυνο ένα υλικό που σε αφορά να γίνει μελό – και προσθέτω: κατάφερε με μαεστρία να αποφύγει – με τον τρόπο που έχει χωρίσει τα διηγήματα / επεισόδια (επιμένω σ’ αυτό) της ιστορίας που περιγράφει.
Ακόμη και όταν είναι σπαρακτικός, ο Παναγιωτόπουλος δεν καταφεύγει σε φτηνιάρικο ψάρεμα συναισθημάτων. Μας βάζει στο οικογενειακό του σύμπαν και τον παρακολουθούμε να δίνει τη δική του μάχη επιβίωσης, επιβεβαίωσης, αναζήτησης της αγάπης, και πάνω από όλα μιας μάχης κατανόησης της πατρικής φιγούρας.
Σίγουρα αυτό δεν είναι μόνο δικό του θέμα! Και κάπως έτσι αρχίσαμε την κουβέντα μας.
Γιατί κάτι τόσο προσωπικό αφορά τους αναγνώστες;
Το προσωπικό μου θέμα δεν αφορά κανέναν. Ελπίζω ότι επειδή αυτή η σχέση (εννοεί με τον πατέρα) είναι μια σχέση εξ’ ορισμού συγκρουσιακή, και χωρίς να κάνω τον μετριόφρονα – εκ των υστέρων από τις αντιδράσεις των αναγνωστών συνειδητοποίησα ότι αφορά πολύ περισσότερους από ότι φανταζόμουν. Ακριβώς επειδή αυτή η σχέση είναι συγκρουσιακή εξ’ ορισμού. Άνθρωποι μου γράφουν : Α, τέτοια ήταν η σχέση με τον πατέρα μου, την ίδια δυσκολία είχαμε να μιλήσουμε, το ίδιο πρόβλημα κουβαλάω κι εγώ.
Όταν ξεκινάς να γράψεις αυτό που καίει εσένα, αυτό που έχεις βιώσει και σε έχει χαράξει, ελπίζεις ότι ο τρόπος που θα το διατυπώσεις θα είναι κάτι αξιανάγνωστο και στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να βρεθεί και σημείο ταύτισης, διασταύρωσης με τις ζωές των άλλων.
Το βιβλίο αυτό γράφτηκε κατά παραγγελία. Είναι τελικά κάτι που χρωστούσες να πεις στον πατέρα, στη μητέρα ή στον εαυτό σου;
Δεν το χρωστούσα σε κανέναν. Το θέμα της παραγγελίας έχει πλάκα γιατί ήρθε τη σωστή στιγμή. Το προηγούμενο βιβλιαράκι μου, «Γραφικός χαρακτήρας» είναι πάλι αυτοβιογραφικές ιστορίες – κι ενώ δεν ενδιαφέρει κανέναν το προσωπικό μου θέμα – ήταν ένα παιχνίδι με την μικρή φόρμα και το βιωματικό υλικό μου έδινε τη δυνατότητα αυτή.
Η ιστορία με τον πατέρα μου είναι κάτι που δεν θα έβαζα στον «Γραφικό χαρακτήρα» . Δεν θα το έκανα για να μη θίξω τη μάνα μου, να μην αισθανθεί ότι την εκθέτω. Η παραγγελία λοιπόν ήρθε σε μια πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής μου, που είχα βρεθεί ενώπιον ενωπίω λόγω ενός άγριου διαζυγίου και μέσω αυτής είχα τη δυνατότητα να σκεφτώ ότι αυτή η ιστορία, η ιστορία του πατέρα μου αίφνης αντανακλάται στη δική μου ζωή. Το γεγονός ότι και η δική μου ζωή μπορεί να αντανακλαστεί στη ζωή του γιου μου, μού φάνηκε το ιδανικό θέμα για τον τίτλο της εκδοτικής σειράς στην οποία επρόκειτο να ενταχθεί. (Ο τίτλος της γαλλικής σειράς είναι «Τι σημαίνει η ζωή για μένα»). Οπότε είναι μια συγκυρία. Ήρθε στη σωστή στιγμή.
Μάλιστα πρώτα δοκίμασα να δω εάν μπορώ να γράψω μια τέτοια ιστορία. Το γεγονός ότι αυτή η ιστορία θα εκδιδόταν στη Γαλλία στο κεφάλι μου λειτούργησε ως μια ασφάλεια – αφού κανείς δε θα μάθει τίποτα, δεν εκθέτω κανέναν.
Το βιβλίο τελικά το χρωστούσα στον εαυτό μου. Ήθελα με κάποιο τρόπο να καταγραφεί αυτή η ιστορία.
Γενικά στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχα ότι κάποτε ίσως έγραφα ένα μυθιστόρημα με ήρωες αυτούς τους δύο χωρίς τα ονόματα. (Εννοεί του ίδιου και του πατέρα του).
Μ’ άλλα λόγια μου λες ότι αντί να κάτσεις σε ένα ντιβάνι ψυχαναλυτή και να τα πεις, εσύ τα έγραψες;
Ναι, ακριβώς.
Έχεις κάνει ψυχανάλυση;
Δεν έχω κάνει ψυχανάλυση και δεν πρόκειται.
Γιατί το λες έτσι κάθετα;
Δεν είναι κάτι που μου ταιριάζει. Το με ποιον μπορείς να κάνεις αυτή τη συζήτηση είναι ένα ζήτημα. Εμένα δεν μου ταιριάζει αυτού του είδους η «συζήτηση», μου ταιριάζει περισσότερο αυτό που έκανα – μια άλλης μορφής συζήτηση: Το να πάρεις ένα μαχαίρι και ν’ αρχίσεις να ξύνεις από πάνω σου αυτό που σε τρώει.
Είσαι πεισματάρης;
Στα πράγματα που με καίνε, ναι. Μέχρι παρεξηγήσεως.
Πες μου μερικά.
Κατ΄αρχάς όταν αποφάσισα ότι θα ζω από το γράψιμο σε μια εποχή που ήταν σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Το διεκδίκησα με κάθε τρόπο. Με τη δημοσιογραφία, με τα σενάρια με τα βιβλία. Στην αρχή είχε ένα κόστος όπως και τώρα μέσα στην κρίση έχει ακόμη μεγαλύτερο.
Θέλω να πω ότι στα πράγματα που καίνε δεν τα παρατάω ποτέ.
Κρίση! Πες μου αν η Αθήνα της κρίσης ήταν χαρακτήρας σε κάποιο σενάριο, πώς θα την περιέγραφες;
Σαν μια γριά πουτάνα με πάρα πολλές αναμνήσεις, που από πάνω της έχουν περάσει πάρα πολλοί που όμως διαθέτει μια σωρευμένη σοφία και μια χαμένη ομορφιά.
Και τους ανθρώπους, που βλέπεις στον δρόμο στην Αθήνα της κρίσης;
Οι άνθρωποι σε μια τέτοια πολύ είναι σαν να είναι μέσα σε καζάνι που βράζει. Σαν τα σωματίδια που συγκρούονται και ανεβάζουν την ενέργεια. Και κάνουν το μείγμα εκρηκτικό!
Πώς γράφεις; Χαρτί-στυλό ή υπολογιστής;
Γράφω σε δύο στάδια. Όσο σχεδιάζω κάτι γράφω σε πολύ συγκεκριμένο χαρτί με πολύ συγκεκριμένο στυλό. Γράφω σε σημειωματάρια moleskin ή flexbook και έχω μια συλλογή στυλό και ανάλογα με την εποχή και τι κόλλημα τρώω χρησιμοποιώ κάποια από αυτά. Είναι φετίχ. Έχω έναν μικρό στυλογράφο της Campo Marzio, που είναι συλλεκτικός πια και δεν μπορώ να απεξαρτηθώ από αυτόν. Είναι πολύ συγκεκριμένα τα στυλό που μπορώ να γράψω. Αυτό είναι στο στάδιο του σχεδιασμού. Μετά στον υπολογιστή.
Ακολουθείς δηλαδή μια τελετουργία όταν γράφεις;
Ναι, οπωσδήποτε. Δεν πίνω όταν γράφω και δεν μπορώ καθόλου μουσική.
Αν ο «Ολομόναχος» ήταν ένα θεατρικό, τι μουσικές θα του πήγαιναν;
Μα νομίζω ο Μπάμπης Μπακάλης, που περιγράφω θα του πήγαινε. Γενικά θα ταίριαζαν υπέροχα λαϊκά καψουροτράγουδα!
Το επόμενο σου βιβλίο το έχεις ξεκινήσει;
Εδώ και πολλά χρόνια! Ο «Γραφικός χαρακτήρας» γράφτηκε γιατί δεν μπορούσα να τελειώσω εκείνο το μυθιστόρημα. Το σέρνω πολλά χρόνια μαζί μου. Λέγεται «Γονική παροχή» είναι προχωρημένο αλλά όχι τελειώμενο.
Τι σε «κρατάει» τόσα χρόνια;
Είναι αδύνατον να ξέρω ακόμη κι εγώ ο ίδιος. Είναι σαν την ψυχανάλυση , τον παραλληλισμό που έκανες νωρίτερα. Πότε τελειώνει η ψυχανάλυση;
…
Γράφοντας ένα βιβλίο μπαίνεις σε έναν κόσμο και κανείς δεν σου εγγυάται ότι θα βγεις, θα βγεις σώος. Εγώ όμως επειδή, όπως σου είπα είμαι πεισματάρης θα το γράψω.
«Τα παιδιά του Κάιν» μου πήραν οκτώ χρόνια – αυτοκτονικό εκδοτικά – αλλά επέμεινα και το τελειώσα.
Η ιστορία είναι λυμένη, την κουβαλάω, θα το τελειώσω. Έχω δουλειά στο πραγματολογικό κομμάτι με κάποια έρευνα αλλά θα το τελειώσω.
Έχεις σκεφτεί ποτέ, ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σε έκανε να φοβηθείς; Το φοβάσαι ακόμη ή έλυσες τους λογαριασμούς σας;
Φοβήθηκα πολλά πράγματα πολλές φορές στη ζωή μου. Ο «Ολομόναχος» έχει ένα ενδιαφέρον γιατί λέει την ιστορία κάποιου που τά βάζει μόνος του εναντίον όλου του κόσμου. Στα βιβλία μου συχνά γράφω αυτή την ιστορία. Αυτός ήταν και ο φόβος της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας: Ότι κάποιος μπορεί να χρειαστεί ολομόναχος να αντιμετωπίσει τον κόσμο. Χωρίς συμμάχους, χωρίς στηρίγματα.
Υπήρχε κι ένα όνειρο που έβλεπα – ένας ψυχαναλυτής θα έκανε πάρτι – ασταμάτητα τότε. Ήταν ένα πολεμικό όνειρο. Ποιος θα επιβιώσει. Έπρεπε να επιλέξω όπλα από έναν πάγκο. Εγώ διάλεγα μια φαλτσέτα, το μικρό κοφτερό μαχαίρι του τσαγκάρη. Ο παππούς μου ήταν τσαγκάρης. Ήταν πολύ ενδιαφέρον. Ο πατέρας μου είχε φαλτσέτα στα εργαλεία του επίσης. Τη χρησιμοποιούσε. Αυτό το όνειρο περιγράφει τον μεγαλύτερο φόβο μου: Να βρεθώ μόνος μου, χωρίς στηρίγματα, χωρίς συμμάχους, χωρίς τους ανθρώπους μου.
Και πώς τον καταπολεμάς τόσα χρόνια;
Υπήρχαν στιγμές που αισθάνθηκα ασφαλέστερος, ότι είχα ανθρώπους να στηριχτώ. Και άλλες φορές ότι είμαι μόνος αλλά πρέπει να τα βγάλω πέρα. Με το πείσμα τελικά, που λέγαμε πριν. Έτσι τον καταπολεμάω.
Εξήγησέ μου τον υπότιτλο του βιβλίου: Αυτοβιογραφική προφητεία, μου έδωσε την αίσθηση ότι έχει να κάνει με την εικόνα και όχι με την ουσία του βιβλίου – γι’ αυτό σε ρωτάω.
Η ιδέα είναι ότι λέω κάτι απολύτως αυτοβιογραφικό, χωρίς τίποτα το επινοημένο. Λέω την πραγματική ιστορία, όπως ακριβώς την έμαθα με ονόματα, τόπους. Είναι η ιστορία του πατέρα μου και ανακαλύπτω εκ των υστέρων ότι ο τρόπος με τον οποίο τον διαμόρφωσε με επηρεάζει όσο δε λέγεται. Η ιστορία του πατέρα μου αντανακλάται στη δική μου ζωή, στα βιβλία μου με πολύ θεαματικό τρόπο. Την ίδια στιγμή «προφητεύω» ότι το ίδιο θα συμβεί ανάμεσα σε μένα και στον γιο μου. Εκεί πάει η προφητεία.
Πρέπει να σου πω ότι ένα κομμάτι που δεν μπήκε στο βιβλίο είναι ότι ακριβώς η ίδια ιστορία ισχύει και για τον παππού μου. Μάλιστα αυτός είχε ζητήσει να γραφτεί στον τάφο του και μάλιστα ανορθόγραφα: Μη με πειράζετε.
Δεν ξέρω την ιστορία πίσω από αυτό αλλά βλέπεις ένα μοτίβο που κληροδοτείται από γενιά σε γενιά. Και σ’ αυτό αναφέρεται η «προφητεία» του υπότιτλου.
Τι δε θά ‘θελες να πάρει ο γιος σου από εσένα;
(κάνει ένα ουφ!) Δεν θα ήθελα να πάρει τον ηφαιστειώδη θυμό που έχω. Τον λέω ηφαιστειώδη γιατί είναι βουβός και υπόγειος. Διογκώνεται, διογκώνεται και κάποια στιγμή που ξεσπάει κανείς δεν καταλαβαίνει το ξέσπασμα. Αντί να εκφραστεί από την αρχή και να λυθούν τα πράγματα, κάπου συμπιέζεται και γίνεται μια έκρηξη μεγαλύτερη από όσο αναλογεί στην αφορμή. Εύχομαι λοιπόν να μην το πάρει. Αν και …
Και κάτι που θα ήθελες να πάρει;
…δεν ξέρω τι να πάρει από μένα. Ας πάρει ό,τι θέλει. Του έγραψα ένα μηνυμα τις προάλλες. Τους στίχους από το Forever Young του Dylan. Αυτό να πάρει: May you grow up to be righteous / May you grow up to be true
Γιάννης Καφάτος
Διαβάστε την κριτική στο βιβλίο«Ολομόναχος» από την Κατερίνα Μαλακατέ
Leave a Reply