Πώς μπορεί ένας πατέρας που ετοιμάζεται να αποχαιρετήσει για πάντα τον γιο του να βγει από το πιο πηχτό σκοτάδι που μπορεί να βιώσει ένας πατέρας; Ο Ρομπέρτο Βεκιόνι με το βιβλίο του «Ο έμπορος του φωτός» (Εκδόσεις Κριτική) περιδιαβαίνει αυτόν τον σκληρό κόσμο και μια σχέση που χάνεται πριν καλά-καλά χτιστεί.
Ο Ιταλός συγγραφέας μας παραδίδει δύο τραγικούς ήρωες που παλεύουν να συμφιλιωθούν με την ιδέα της οριστικής απώλειας.
Ο πατέρας του 17χρονου Μάρκο, ξέρει εδώ και 16 χρόνια ότι το αγόρι του, που πάσχει από πρόωρη γήρανση, θα χαθεί. Ο Μάρκο γερνάει πιο γρήγορα από ότι μεγαλώνει ο πατέρας του. Κι αυτή είναι μια συνθήκη που ο καθηγητής Κουόνταμ πρέπει να τιθασεύσει. Ακόμη κι όταν διαλύεται ο γάμος του κάνει ότι μπορεί για να μην διαλύσει τη σχέση του με τον γιο του αλλά και να θωρακίσει τον γιο του ν’ αντέξει αυτό που αναπόδραστα του επιφυλάσσει η σύντομη ζωή του.
Το μόνο «φάρμακο» που διαθέτει ο πατέρας στο παιδί του είναι η ποίηση και οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες.
Ο πατέρας είναι δεινός μελετητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο και μέσα από τα πάθη των αρχαίων ηρώων του Ομήρου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, μέσα από τα ποιήματα της Σαπφούς, της Παλατινής Ανθολογίας κάνει θεραπευτικές ενέσεις στον ανήσυχο νου του γερασμένου παιδιού. Ενός παιδιού που δεν πρόλαβε να παίξει, να χτυπήσει, να γνωρίσει τον έρωτα, αλλά αγάπησε τους ήρωες που του σύστηνε ο πατέρας του.
«Έπεφτε το σκοτάδι. Ο Κουόνταμ, με ένα εσωτερικό βάρος, με μια γεύση τρυφερότητας και απογοήτευσης, σκέφτηκε πως βρισκόταν εκεί για να κάνει ένα θαύμα και πως θα προτιμούσε, θα έδινε ακόμη και την ψυχή του, ο γιος του να μην γνώριζε τίποτα από ποίηση και να ζούσε εκατό χρόνια».
Ο καθηγητής πατέρας, με την ευφυΐα και τη μαεστρία του συγγραφέα δεν μας παρουσιάζεται ως ένας άτρωτος αλλά ως ένας βαθιά πονεμένος άνθρωπος που προσπαθεί να πιαστεί από κάπου αντιμετωπίζοντας τον χειρότερο εφιάλτη κάθε γονιού.
Η μετάφραση του βιβλίου από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου είναι μια σπουδαία δουλειά. Στιγμές-στιγμές διαβάζοντας αισθανόμουν ότι δεν διαβάζω ένα πεζογράφημα αλλά στίχους με μια ροή και μια δυναμική που συνταράζουν.
«…
Συνέχισε να κοιτάει τον Μάρκο μέχρι που έκλεισε τα μάτια, μα ήταν ακόμα εκεί, περιμένοντας ν’ ακούσει τουλάχιστον μια λέξη, την τελευταία, την πρώτη, αυτή τη λέξη που θα τον έκανε να αισθάνεται περήφανος που είχε έναν τέτοιο γιο.
Και ήρθε. Ο Μάρκο γύρισε πλευρό στον ύπνο του και σιγομουρμούρησε:
Δεν φοβάμαι πια, μπαμπά».
Λίγες σελίδες μετά από την παραπάνω παράγραφο ο Μάρκο πεθαίνει και ο καθηγητής προσπαθεί να δει το φως. Το ίδιο φως που προσπάθησε να μεταλαμπαδεύσει στο γιο του, τώρα επιστρέφει από τον νεκρό Μάρκο και μεταμορφώνει τον πονεμένο πατέρα.
Ο λόγος του Βεκιόνι είναι συνταρακτικός. Ποιητικός αλλά συγχρόνως προσηνής σε αναγνώστες, όπως η αφεντιά μου – που δεν έχω μεγάλη εξοικείωση με την ποίηση. Ο συγγραφέας φτιάχνει ένα σκηνικό με τους δύο αυτούς χαρακτήρες, πατέρα και ετοιμοθάνατο γιο, που φωτίζει και τον αναγνώστη.
Παρά το θέμα του, και παρά μια σκληρότητα που με διαπέρασε απέναντι στον ήρωα-πατέρα που αντί ν’ αγκαλιάσει διάβαζε στίχους στο παιδί του, τελικά μπόρεσα να καταλάβω πόση δύναμη έκρυβε και πώς δυνάμωνε μέσα από τη δύναμη που του επέστρεφε ο άλλος ήρωας-παιδί του βιβλίου.
«Ο έμπορος του φωτός» είναι, παρά το θέμα του, ένα βιβλίο που με γέμισε με μια γλυκιά αίσθηση …πίκρας. Μπορεί ν’ ακούγεται οξύμωρο αλλά δεν είναι αν σκεφτείς τα πράγματα αλλιώς. Ένα ζοφερό θέμα γίνεται «φως» χωρίς να χρειάζεται γίνει «θέαμα», κι αυτό είναι ένα επίτευγμα του συγγραφέα. Πρέπει να αναζητήσω κι άλλα βιβλία του Ρομπέρτο Βεκιόνι («Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα» κυκλοφορεί επίσης στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κριτική)
Γιάννης Καφάτος
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Roberto Vecchioni (Ρομπέρτο Βεκιόνι) γεννήθηκε στην Καράτε Μπριάντσα της Βόρειας Ιταλίας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Έχει πλούσιο έργο τόσο στη μουσική όσο και στα γράμματα. Ως τραγουδοποιός έχει αφήσει, για πάνω από μισό αιώνα, το ιδιαίτερο στίγμα του στη μουσική σκηνή της Ιταλίας κερδίζοντας την αγάπη του κοινού. Η πολύχρονη ενασχόλησή του με τις ανθρωπιστικές σπουδές και τη διδασκαλία στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση αντανακλάται στη μουσική και λογοτεχνική του παραγωγή. Είναι συγγραφέας των βιβλίων Viaggi del tempo immobile (1996), Le parole non le portano le cicogne (2002), Diario di un gatto con gli stivali (2006) και Scacco a Dio (2009). Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα έχει μεταφραστεί στη γαλλική και την ισπανική γλώσσα. Στην πλοκή του μυθιστορήματος βασίστηκε το ομώνυμο τραγούδι του Vecchioni «Ιl libraio di Selinunte».