
Κάθε σπίτι έχει τις μυρωδιές του. Μυρωδιές που τις ανακαλείς όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μυρωδιές που σε πάνε σε γωνιές που δεν υπάρχουν, σε οικογενειακά τραπέζια, και φυσικά μυρωδιές που σου “φέρνουν” μπροστά σου πρόσωπα που λάτρεψες αγκάλιασες, φίλησες, καυγάδισες μαζί τους.
Το σπίτι της ηρωίδας της Γιασμίν ΕΛ Ρασίντι, στο “Χρονικό ενός προαναγγελθέντος καλοκαιριού” (Εκδόσεις Κριτική) μεταλλάσσεται όμως. Οι σπιτικές μυρωδιές μπαίνουν στην άκρη και το άρωμα μιας χώρας που αλλάζει, που ζει την απώλεια απλώνονται και γεμίζουν το χώρο.
Το μικρό κορίτσι που γράφει ιστορίες για τις ζωές των άλλων μεγαλώνει χάνει τον πατέρα της (αυτοεξορίζεται) που την καταλαβαίνει, μένει με τη μητέρα που την καταλαβαίνει αλλά με τον δικό της τρόπο.
Ο φόβος της μητέρας επηρεάζει το μικρό κορίτσι που μεγαλώνει και βιώνει τις αλλαγές σε μια πατρίδα που αλλάζει τρώγοντας τις σάρκες της.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρία μέρη: Καλοκαίρι 1984 Κάιρο, Καλοκαίρι 1998 Κάιρο, Καλοκαίρι 2014 Κάιρο.
Το κορίτσάκι μεγαλώνει, γίνεται κοπέλα, γυναίκα και παίρνει αποφάσεις, και συμμετέχει και καταγράφει τις αλλαγές που συντελούνται στην πατρίδα της. Το σπίτι της αλλάζει, αδειάζει από πρόσωπα και οι νέες εμπειρίες γίνονται οι μελλοντικές της αναμνήσεις.
Κάθε φορά που βλέπω έναν αστυνομικό να μπαίνει σε κτίριο, σκέφτομαι πως κάποιον μπορεί να πάρουν. Στην τάξη γράφω μια ιστορία με τίτλο «Οι άνθρωποι που εξαφανίζονται». Γράφω για τη φυλακή. Γράφω για τους ανθρώπους που παίρνει η αστυνομία. Μόνο τη νύχτα γίνεται αυτό. Η δασκάλα μού βάζει μηδέν στα δέκα και λέει ότι δεν θα ’πρεπε να γράφω τέτοια πράγματα στην ηλικία μου. Στο σπίτι κλαίω και δείχνω στη Μαμά την ιστορία μου. Τη διαβάζει και κάθεται αμίλητη στο κρεβάτι, δίπλα μου. Νομίζω πως έχει θυμώσει. Όταν η Μαμά θυμώνει τρομάζω. Μερικές φορές βάζει τις φωνές όταν θυμώνει. Άλλες φορές, πάλι, μένει αμίλητη. Ο βουβός θυμός είναι πολύ χειρότερος.
Η Γιασμίν Ελ Ρασίντι στήνει την πολιτική ιστορία των τελευταίων χρόνων της πατρίδας της πάνω σε ένα συναισθηματικό μωσαϊκό. Η Οικογένεια επηρεάζεται από την αλλαγή της πατρίδας.
Ο θείος, η γιαγιά, ο επαναστάτης εξάδελφος, η επιστροφή του πατέρα, σηματοδοτούν τις αλλαγές που περιγράφει. Οι αλλαγές αναπόφευκτα τους …αλλάζουν όλους!
Κάθε φορά που βλέπω πεινασμένα παιδιά στην τηλεόραση, λέω μια προσευχή. Δεν ξέρω τι προσευχή να πω, αλλά σκύβω το κεφάλι σαν την Κέμπε και κουνάω τα χείλη μου. Μετά λέω Αλλάχου Άκμπαρ, όπως κάνει η Γιαγιά. Το ψιθυρίζω για να μη μ’ ακούσει η Μαμά. Υπάρχουν και στο Κάιρο παιδιά που πεθαίνουν από την πείνα, αλλά δεν τα δείχνουν ποτέ στην τηλεόραση. Τα βλέπω στον δρόμο, όταν πηγαίνω σχολείο. Πουλάνε λεμόνια στα φανάρια. Ξέρω τρία που κοιμούνται σε μια χαρτονένια κούτα κάτω από τη γέφυρα, δίπλα στο σπίτι μας.
Καταφέρνει χωρίς φτηνούς συναισθηματισμούς να γράψει ένα σύγχρονο πολιτικό μανιφέστο για την πολυπολιτισμική Αίγυπτο.
Η γραφή της έχει μια ζωντάνια που ακολουθεί την ηλικιακή ανάπτυξη της ηρωίδας της. Και η μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου κάνει την ανάγνωση απολαυστική.
Γιάννης Καφάτος
Leave a Reply