«Έγκλημα και Τιμωρία: Αθήνα | Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Το εμβληματικό μυθιστόρημα σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη»: αυτή είναι η περιγραφή της πολυδιαφημισμένης παράστασης που παρουσιάζεται στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Ο Βασίλης Μπισμπίκης και η ομάδα του αφήνουν το Cartel και ανεβαίνουν στη Συγγρού σε μια σκηνή τελείως διαφορετικών απαιτήσεων και στιλ από τους χώρους που δουλεύουν τα τελευταία χρόνια. Μια σκηνή που τους χάρισε τεχνική αρτιότητα αλλά τους στέρησε κάτι από το μεδούλι της underground ταυτότητάς που έχουν χτίσει και λειτουργεί σαν σήμα κατατεθέν τους.
Προσωπικά, παρακολούθησα την παράσταση με μεγάλο ενδιαφέρον και πιστεύω ότι διέθετε πολλές αρετές τόσο σκηνοθετικά όσο και υποκριτικά.
Αν λοιπόν ξεπεράσει κανείς τον ισχυρισμό ότι «είναι βασισμένο» στο έργο του Ρώσου μυθιστοριογράφου και κρατήσει αυτό που εξηγείται παρακάτω στο site του Ιδρύματος: «ελεύθερη μεταγραφή του εμβληματικού μυθιστορήματος του Ρώσου συγγραφέα, μεταφέροντάς το στην Αθήνα του 2023» και αν ακόμη καλύτερα το δει σαν ένα νέο έργο του Βασίλη Μπισμπίκη του Γιάννη Μελιτόπουλου μπορεί σίγουρα να παρακολουθήσει την παράσταση με πιο ανοιχτούς ορίζοντες και να την απολαύσει σε σημεία.
Νομίζω πώς πρέπει άμεσα να ανοίξει μια συζήτηση και να ξεκαθαριστεί τι σημαίνει «βασισμένο» τι «ελεύθερη μεταγραφή» και κατά πόσο είναι τίμιο να προμοτάρεται μια καλλιτεχνική δουλειά στις πλάτες ενός μεγάλου συγγραφέα που άμα τη εμφανίσει έχει ανταπόκριση στο ταμείο.
Είναι σαν να λέει κάποιος ότι ανεβάζει τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη και έχει μεταφέρει την υπόθεση σ’ έναν άλλο πλανήτη με εξωγήινους, τους οποίους παρακολουθούμε στην καθημερινότητά τους και εκεί μια γιαγιά ξεκινάει να σκοτώνει μικρά εξωγηινάκια…
Αυτό δεν θα ήταν σίγουρα το έργο του Σκιαθίτη συγγραφέα, όπως και αυτό που τώρα ανεβαίνει στη Στέγη δεν είναι Ντοστογιέφσκι. Ας αφήσουμε λοιπόν τους κλασικούς συγγραφείς στην ησυχία τους.
Επιστέφοντας στην παράσταση, ο Ρασκόλνικωφ, φοιτητής της Νομικής στην Αγία Πετρούπολη είναι εδώ ο Μιχάλης, φοιτητής εγκληματολογίας στα Εξάρχεια. Οι βασικοί θεματικοί άξονες του έργου των Μπισμπίκη – Μελιτόπουλου που μοιάζουν με το μυθιστόρημα του Ρώσου συγγραφέα είναι φυσικά το έγκλημα που διαπράττεται -αλλά εδώ δεν είναι διπλό, όπως στο βιβλίο και αυτό ακόμη έχει τη βαρύτητά του (!)- η διάλυση του αρραβώνα της αδερφής και ο έρωτας με μια νεαρή πόρνη.
Ο Βασίλης Μπισμπίκης με τη σκηνοθεσία του καταφέρνει να δημιουργήσει μια αιματώδη, σαρκική, σύγχρονη ατμόσφαιρα που πάλλεται από δονήσεις ενός ασφυκτικού παρόντος και οδηγεί τους ήρωες στο αναπόφευκτο τέλμα. Δικαιολογώντας τη φράση του Μιχάλη «Συνεχίζουμε τη ζωή μας στη σιχαμένη μετριότητά της».
Η σκηνή του εγκλήματος, υπό τη μουσική υπόκρουση των δύο τελευταίων στροφών (18η και 19η) του λατινικού ύμνου Dies Irae, ενός ρέκβιεμ του Μότσαρτ(Lacrimosa), με τους κουκουλοφόρους συνοδούς στο πλευρό του Μιχάλη, σαν άλλους βασανιστές της Ιεράς Εξέτασης είναι εκπληκτική τόσο αισθητικά όσο και σε συμβολικό επίπεδο πολλαπλών αναγνώσεων. Οι 35 μαχαιριές του φόνου εκτελούνται από τον αντισυμβατικό φοιτητή αλλά στην πραγματικότητα το χέρι του οπλίζει η ίδια η κοινωνία και οι ματαιώσεις της. «Άουσβιτς χωρίς κράτος δεν υπάρχει» θα ομολογήσει λίγο αργότερα.
Φυλακή για τον Μιχάλη θα γίνουν οι ερινύες του. «Ο εαυτός σου είναι σαν ισόβια ποινή σου. Γιατί να παραδοθεί κάποιος σε κάποιον άλλον;»
Ο Θοδωρής Σκυφτούλης, ο Μιχάλης Σχίζας της παράστασης καταφέρνει μια μεστή και ουσιαστική ερμηνεία, με πολύτιμες στιγμές εσωτερικότητας.
Ευχάριστη έκπληξη και ο Ζαχαρίας Μαρμελάντωφ, του Τζέζαρις Γκραουζίνις. Ο Λιθουανός σκηνοθέτης, που πρώτη φορά βλέπουμε και ως ηθοποιό, δίνει μια άλλη διάσταση στην ερμηνεία του μέθυσου ήρωα. Υπέροχος και στη σκηνή της νεκρανάστασης όπου χορεύει το κλασικό ρωσικό τραγούδι «Καλίνκα» μαζί με την αγαπημένη του κόρη Σόνια Μαρμελάντοβα που υποδύεται, δυστυχώς με αρκετές αδυναμίες, η Έρρικα Μπίγιου.
Ο Βασίλης Μπισμπίκης ερμηνεύει με περισσή αδρότητα, τον αστυνομικό επιθεωρητή, Πορφύρη Πετρίδη, τον φορέα της εξουσίας που καταχράται την δύναμή του και ξεστομίζει σαχλά αποφθέγματα. Η μεταμόρφωση του ηθοποιού σε παχύσαρκο, σαν άλλον Μπρένταν Φρέιζερ από την Αρονοφσκική «Φάλαινα» δεν δικαιολογείται και μοιάζει με κίνηση εντυπωσιασμού.
Στο πνεύμα του ρόλου και της παράστασης και ο Ηλίας του Γιώργου Σιδέρη.
Πειστική και η θρησκόληπτη μάνα της Άννας Μάσχα, ρόλος που μοιάζει με περίπατο για την έμπειρη ηθοποιό. Με δυνατές στιγμές και η θεατρική της κόρη, η ταλαντούχα Ιώβη Φραγκάτου.
Η Μπέττυ Βακαλίδου ως Αλίνα Ιωάννου, αδίστακτη γριά τοκογλύφος προσελκύει την προσοχή και το ενδιαφέρον του κοινού, εμποτίζοντας την ερμηνεία της με ισχυρές δόσεις χιούμορ.
Ο Μάνος Καζαμίας είναι ο σαδιστής δικηγόρος Πέτρος Λούτζης και κάνει τα πάντα για να δημιουργήσει μια αντιπαθητική φιγούρα και το επιτυγχάνει.
Αντίθετα, η Νίκη Σερέτη, ως Κατερίνα Μαρμελάντοβα δεν καταφέρνει να μεταδώσει την τσακισμένη ηρωίδα και οι κινήσεις εντυπωσιασμού από τον σκηνοθέτη, όπως το βούτηγμα του κεφαλιού στο νερό του κουβά μάλλον αποσυντονίζουν την κατάσταση. Αν ο θεατής παρακολουθεί μια ηθοποιό να βγάζει ευλαβικά το μικρόφωνό της και να το τοποθετεί στον πάγκο προσεκτικά, πώς μετά να πειστεί για την αυθόρμητη και απελπισμένη κίνηση ενός μεταφορικού πνιγμού;
Άχρωμος και άοσμος ο Αρκάδης Πονηρίδης του Κώστα Φαλελάκη. Επιφανειακός ο Δημήτρης Παπάζογλου ως Μαρικόν.
Τον θίασο συμπληρώνουν: ο Λευτέρης Αγουρίδας, ο Γιαμμάζ Ερντάλ, ο Διονύσης Κοκκοτάκης, ο Edgen Lame, ο Φοίβος Παπακώστας, η Νατάσα Παπανδρέου, ο Στέλιος Τυριάκης και η Νικολέτα Χαρατζογλου. Ένα δυναμικό ανσαμπλ που είτε ερμηνεύει τους θαμώνες του μπαρ είτε εκπροσωπεί τους ανθρώπους του περιθωρίου της Ομόνοιας πείθει και ενισχύει την ατμόσφαιρα της παρακμής.
Ιδιαίτερα εναρμονισμένοι και εμπνευσμένοι οι συντελεστές που ασχολήθηκαν με την όψη του εγχειρήματος- ο Κέννυ Μακ Λέλλαν με τα εκπληκτικά σκηνικά, ο Γιώργος Σεργεδάκης με τα εμπνευσμένα κουστούμια και ο Σάκης Μπιρμπίλης με τους απίστευτους φωτισμούς- καταφέρνουν υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Μπισμπίκη να φέρουν έναν άλλον κόσμο στη σκηνή της Στέγης.
Τα κινηματογραφικά πλάνα του Φίλιππου Ζαμίδη είναι καλοδουλεμένα αλλά σε αρκετές στιγμές μοιάζουν να μην εναρμονίζονται με τη σκηνική δράση.
Συνοψίζοντας, αν θέλετε να παρακολουθήσετε το αριστούργημα του Ντοστογιέφσκι η παράσταση θα σας απογοητεύσει. Αν είστε ανοιχτοί να δείτε ένα νέο ελληνικό έργο που έχει αντλήσει κάποιες ιδέες από τον Ρώσο συγγραφέα αλλά οι βασικές του επιρροές έχουν σίγουρα διαφορετικές προσλαμβάνουσες – από την ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ «Blade Runner» μέχρι το φωτόσπαθο του Star Wars και τον Μίκυ Μάους- θα βρείτε στην παράσταση του Βασίλη Μπισμπίκη πολλές αρετές.
Γιώτα Δημητριάδη, Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών