19/03/2024

Είδα την «Πανούκλα» σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη

Γράφει η Γιώτα Δημητριάδη

Πανούκλα

Ο Αλμπέρ Καμύ (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1957) γράφει την «Πανούκλα» το 1947, μια σκληρή εποχή, καθώς η δεκαετία του σαράντα γνώρισε τον πόλεμο αλλά και τις επιπτώσεις του φασισμού με εκατομμύρια νεκρούς, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης  και το ολοκαύτωμα. Ο ίδιος μάλιστα, συμμετείχε στην αντίσταση και εργάστηκε και στην παράνομη αντιναζιστική εφημερίδα «Μάχη».

Λογικό επακόλουθο ήταν ο Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και συγγραφέας ως δραστήριος νους να επηρεαστεί από τα επιτακτικά ερωτήματα για την ηθική στάση του ατόμου, για το παράλογο  ή όχι της ζωή αλλά και για την ανάγκη μιας αλλαγής.

Η «Πανούκλα» μας μεταφέρει σε μια παραλιακή πόλη της Αλγερίας, στο Οράν. Εκεί, ο γιατρός Ριέ ένα πρωί πηγαίνοντας να επισκεφτεί τους ασθενείς του, σκοντάφτει πάνω σ’ ένα νεκρό ποντίκι. Οι μέρες περνούν και τα πτώματα των ποντικών αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.

Λίγες μέρες αργότερα τα πρώτα κρούσματα θα κάνουν την εμφάνισή τους. Ασθενείς με υψηλό πυρετό πέφτουν σε παραλήρημα και το σώμα τους γεμίζει κηλίδες. Οι νεκροί είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο.

Ο Νομάρχης θέτει ολόκληρη την πόλη σε καραντίνα. Απαγορεύει την έξοδο και κανένα τρένο ή πλοίο δεν μπορεί να την προσεγγίσει. Η μόνη επικοινωνία με τον έξω κόσμο για το Οράν πραγματοποιείται μέσω τηλεγραφημάτων. Έτσι μαθαίνει και ο γιατρός Ρέι τα νέα για την αγαπημένη του σύζυγο που βρίσκεται για θεραπεία σε κλινική. Οι κάτοικοι της πόλης νιώθουν εξόριστοι στην ίδια τους την πόλη.

Όλα μοιάζουν χωρίς σκοπό και μέλλον σ’ έναν τόπο πνιγηρής επανάληψης και μονοτονίας. Παρ’ όλα αυτά στο τέλος η ζωή θα νικήσει τον θάνατο αποδεικνύοντας, όπως γράφει και ο Καμύ, ότι και στις πιο σκοτεινές εποχές «υπάρχουν στον άνθρωπο περισσότερα πράγματα να θαυμάσεις απ’ όσα μπορείς να περιφρονήσεις». Βεβαίως, ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ποτέ και όπως ο φασισμός είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να ξυπνήσει…

Θα φανταζόταν κανείς ότι η Σοφία Καραγιάννη, που –δικαίως- τιμήθηκε για τη συγκεκριμένη σκηνοθεσία της με το βραβείο Διεθνούς Ρεπερτορίου από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών, βρήκε την αλληγορία του Καμύ τραγικά επίκαιρη βιώνοντας την πανδημία του κορονοϊού. Όμως, όπως μας ενημερώνει μέσα από το σκηνοθετικό  σημείωμα της παράστασης, η επιλογή του έργου προηγήθηκε του ξεσπάσματος της πανδημίας. Αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι η ζωή είναι θέατρο και το θέατρο ζωή.

Το εξαιρετικό αποτέλεσμα της παράστασης έχει τα θεμέλια του στη μετάφραση και στη δραματουργική επεξεργασία που υπογράφει η ίδια η σκηνοθέτις  μαζί με τον Μιχάλη Βραζιτούλη. Εστιάζοντας σε κάποιους από τους χαρακτήρες του έργου και φωτίζοντας συγκεκριμένα περιστατικά καταφέρνει να φέρει στη σκηνή το μεδούλι από ένα βιβλίο 360 σελίδων, χωρίς να χάσει τίποτα από την ατμόσφαιρά και την πολιτική του υπόσταση.

Η παράσταση φωτίζει το αδιέξοδο και όλα τα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει ο Καμύ, καταγράφοντας παράλληλα τη συμπεριφορά των ανθρώπων σ’ έναν κόσμο που μοιάζει χωρίς σκοπό και μέλλον. Χαρακτηρίζοντας παράλληλα την ηθική τους στάση και την πολιτική τους συνείδηση.

Οι επαναλαμβανόμενες στιχομυθίες μεταξύ των πολιτών για κάποιο νέο θάνατο αποδίδονται εμπνευσμένα και με χιούμορ, χωρίς να χάσουν την τραγικότητά τους.

Οι ηθοποιοί τρυπώνουν στη σκηνή από την ποντικότρυπα του σκηνικού (σκηνικά-κοστούμια: Κωνσταντίνα Κρίγκου) με τους ήρωες σαν άλλους ποντικούς να μεταφέρει ο καθένας τη δική του στάση ζωής αλλά και τις κρυφές ή φανερές πληγές του. Είναι οι ίδιοι ήρωες που κατά την παροιμία «πεθαίνουν σαν τα ποντίκια». Είναι ακόμη και η ίδια η ζωή που μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή μικρή και ανούσια σαν ποντικότρυπα. Είναι και το κακό που ξεφυτρώνει από παντού.

Τον ρόλο του γιατρού Ρέι ερμηνεύει με επιτυχία ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης από τα πρώτα λεπτά της παράστασης καταφέρνει να βάλει τον θεατή στο κλίμα.

Ο Κωνσταντίνος  Πασσάς δίνει μια ενδιαφέρουσα υπόσταση στους πολλαπλούς χαρακτήρες (Περιφερειάρχη, Θυρωρού, Παπά κ.α) που ζωντανεύει επί σκηνής, καθένας τους ξεχωριστός και γι’ αυτό μοναδικός. Τέτοιες περιπτώσεις απαιτούν από τον ηθοποιό: αντοχή, ταλέντο και συνεχή εγρήγορση για να αποφύγει τον σκόπελο της καρικατούρας.

Ο Δημήτρης Μαμιός επωμίζεται την προσωποποιημένη εκδοχή της αρρώστιας και είναι μια αποκάλυψη. Με μια εντυπωσιακή κίνηση (επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα) θυμίζει τον κινηματογραφικό «Τζόκερ» του Χοακίν Φίνιξ, με έντονες επιρροές από την Κομέντια ντελ άρτε, τον βουβό κινηματογράφο και με μια διαρρέουσα τζαζ διάθεση.

Άλλοτε τραγουδώντας και άλλοτε μουρμουρώντας το γνωστό «You are my Sunshine» περνάει στην πλατεία τον ρυθμό παράλληλα με μια υποβόσκουσα μελαγχολία, περιπαίζοντας την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη και την ματαιότητά της.

Το μεγάλο ατού της παράστασής είναι ότι οι τρεις τους μαζί με τον μουσικό Στάθη Δρογώση λειτουργούν σαν ένα σύνολο που άλλοτε συνομιλεί, άλλοτε διαφωνεί, άλλοτε υπομένει, αλλά κυρίως αντιστέκεται σε μια σκληρή μοίρα μέσα στο παράλογο αυτό χρονικό.

Καθοριστικής σημασίας για τον ρυθμό και την εξέλιξη της ιστορίας είναι τόσο η φυσική παρουσία, όσο και οι νότες του Στάθη Δρογώση. Η μουσική όπως και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου γίνονται ένα με την αφήγηση και τη δράση.

Η «Πανούκλα» είναι ένα θεατρικό διαμαντάκι από αυτά που αναβλύζουν μέσα σε δύσκολες συνθήκες και με απλά αλλά ουσιώδη υλικά: τον λόγο και τη στιβαρή υποκριτική, καταφέρνουν να λάμψουν.

Για λίγες ακόμη παραστάσεις: 23/9, 25/9, 29/9, 30/9, 1/10, 2/10 στις 21:15 στο Θέατρο 104

Γιώτα Δημητριάδη


Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.


*