28/03/2024

Είδα τον «Φιλοκτήτη», σε σκηνοθεσία Μαρλέν Καμίνσκυ

Γράφει η Γιώτα Δημητριάδη, Κριτικός Θεάτρου

Φιλοκτήτη

Η τραγωδία του Σοφοκλή «Φιλοκτήτης» παρουσιάζεται το καλοκαίρι του 2022, σε επιλεγμένα θέατρα και Φεστιβάλ της Ελλάδας και της Κύπρου, σε σκηνοθεσία της Μαρλέν Καμίνσκυ και μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους παρακολουθούμε τον Τάσο Νούσια, τη Μαρία Πρωτόπαππα και τον Γιώργο Αμούτζα.

Ο Σοφοκλής δίδαξε πρώτη φορά τον «Φιλοκτήτη» την άνοιξη του 409 π.Χ. στα Μεγάλα ή εν Άστει Διονύσια και απέσπασε το πρώτο βραβείο.

Λίγα λόγια για την υπόθεση:

Ο Φιλοκτήτης ήταν γιος του Ποίαντα, βασιλιά της Μαλίδας. Στον Τρωικό Πόλεμο ήταν οπλισμένος με τα θεϊκά όπλα του Ηρακλή, το τόξο και τα βέλη που του είχε χαρίσει ο ίδιος ο Ηρακλής. Καθώς ο στόλος των Ελλήνων παρέπλεε τη Λήμνο, αγκυροβόλησε στη Χρύση – ένα μικρό νησάκι που βρίσκεται κοντά — για να προσφέρει θυσία στη νύμφη Χρύση. Τη θυσία ανέλαβε να πραγματοποιήσει ο Φιλοκτήτης. Ενώ ο ήρωας αναζητούσε το κατάλληλο σημείο για τη θυσία, ένα φαρμακερό φίδι τον δάγκωσε στο πόδι. Η πληγή που του προκάλεσε το δάγκωμα ήταν αθεράπευτη και δυσώδης. Αυτή σε συνδυασμό με τις κραυγές του από τους ανυπόφορους πόνους, ανάγκασαν τους συντρόφους του να τον εγκαταλείψουν στη Λήμνο.

Μια ολόκληρη δεκαετία ο ήρωας ζούσε μια άθλια ζωή, λησμονημένος από όλους.

Τότε ένας χρησμός έκανε τους Αχαιούς να θυμηθούν πάλι τον Φιλοκτήτη. Σύμφωνα μ’ αυτόν οι Αχαιοί ουδέποτε θα κατάφερναν να κυριεύσουν την Τροία, εάν δε βοηθούσε ο Φιλοκτήτης με τα αλάθητα βέλη του Ηρακλή. Τότε αποφάσισαν να στείλουν τον Οδυσσέα και τον Νεοπτόλεμο στη Λήμνο, με σκοπό να αποσπάσουν, ακόμα και με δόλο, το τόξο και τα βέλη από τον Φιλοκτήτη. Όμως τα ηθικά διλήμματα του Νεοπτόλεμου εμποδίζουν την εκτέλεση του σχεδίου. Ως από μηχανής θεός εμφανίζεται τότε ο Ηρακλής, ο οποίος πείθει τον Φιλοκτήτη να πάει στην Τροία και να δώσει τη νίκη στους Αχαιούς. Ο Φιλοκτήτης πηγαίνει στην Τροία σκοτώνει με τα βέλη του τον Πάρη και γίνεται μέρος της ομάδας που κρύβεται μέσα στο Δούρειο Ίππο στο τελικό χτύπημα κατά της Τροίας.

Η παράσταση:

Ξεκινώντας από το τέλος παρατηρούμε ότι η σκηνοθετική προσέγγιση της Μαρλέν Καμίνσκυ, που αξιοποιεί την εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, προτείνει μια διαφορετική ανάγνωση για το φινάλε της τραγωδίας, καθώς στην παράσταση δε βλέπουμε τον Ηρακλή ως από μηχανής θεό να δίνει τη λύση. Αντίθετα, ακούμε τη φωνή του, που δεν είναι άλλη από αυτή του ίδιου του πρωταγωνιστή, του Φιλοκτήτη, Τάσου Νούσια.

Φιλοκτήτη

Επομένως εδώ ο «en: Deus ex machina» δεν είναι ένας εξωτερικός θεός, που τοποθετεί τα πρόσωπα πάλι στα σωστά μυθολογικά τους πλαίσια. Πρόκειται για μια υπαρξιακή και ενδιαφέρουσα ανάγνωση και όχι για μια αυθαίρετη επιλογή, καθώς, δικαιολογείται από την ιδιαίτερη σχέση του Ηρακλή με τον Φιλοκτήτη, γεγονός που επανειλημμένα υπενθυμίζεται στους θεατές μέσα στο έργο. Ο βασανισμένος Φιλοκτήτης μοιάζει να νιώθει ότι στο γενναίο ήρωα βρίσκει το alter ego του και τον προστάτη του, αφού ουσιαστικά χάρη στα δώρα του θα καταφέρει να σωθεί.

Ωστόσο, το πιο σημαντικό ρίσκο που παίρνει η σκηνοθέτις αφορά στη στάση της απέναντι αυτά που ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει «ἡδύσματα» (καρυκεύματα), δηλαδή λόγο που έχει «ῥυθμὸν καὶ ἁρμονίαν καὶ μέλος». Οι έξι ηθοποιοί που απαρτίζουν το χορό της παράστασης (Αλέξανδρος Φιλιππόπουλος, Παντελής Αρουσαλίδης, Μάρκος Γέττος, Βαγγέλης Κρανιώτης, Βαγγέλης Μάγειρος και Τάσος Θεοφιλάτος) ρίχνονται στα βαθιά με μόνο όπλο τις φωνές τους, καθώς στα χορικά δεν τους συνοδεύει κάποιο μουσικό όργανο ή μελωδία. Δυστυχώς, όμως, οι περισσότεροι μοιάζουν να μην έχουν τη δυνατότητα γι’ αυτό το «α καπέλα» εγχείρημα και τους προδίδουν τα φάλτσα τους (Πρωτότυπη μουσική χορικών και διδασκαλία: Ευαγγελία Βελλή-Κοσμά).

Η κατάσταση δε βελτιώνεται ούτε στις χορογραφίες, που χαρακτηρίζονται από υπερβολές, αδικαιολόγητες εξάρσεις και άσκοπες κινήσεις, που συχνά θυμίζουν τηλεοπτικά σόου άλλης δεκαετίας.

Ταιριαστή η πρωτότυπη μουσική του Constantine Skourlis που ακούγεται ηχογραφημένη σε αρκετά σημεία της παράστασης, αν και από καιρού εις καιρόν μοιάζει να εκβιάζει το συναίσθημα.

Η επιλογή της Καμίνσκυ να ερμηνεύσει το ρόλο του Οδυσσέα μια γυναίκα ηθοποιός- η σπουδάια Μαρία Πρωτόπαππα– σίγουρα έχει τη σημασία της στην Ελλάδα, αλλά και στον πλανήτη του 2022. Κατά συνέπεια, ο συμβολισμός μπορεί να είναι ξεκάθαρος, αλλά δε φάνηκε να αξιοποιείται δραματουργικά στην παράσταση ή να δικαιολογείται ως πολιτική θέση.

Ο ρόλος του Φιλοκτήτη αλλά και του Νεοπτόλεμου αντικατοπτρίζουν τη φιλοσοφία του ίδιου του Σοφοκλή και τα ζητήματα που θέτει: τις διαδοχικές, συνειδησιακές συγκρούσεις, την πολυεπίπεδη διαπραγμάτευση, το δόλο αντί της πειθούς.

Αν ανατρέξουμε και σε άλλες τραγωδίες του (π.χ., στην «Ηλέκτρα» ή στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ») θα δούμε ότι και στα τρία τελευταία έργα του κυριαρχεί η παρουσία ενός μόνο προσώπου, το οποίο βρίσκεται στη σκηνή κατά το μεγαλύτερο μέρος του έργου.

Αυτό το μοναχικό πρόσωπο υποφέρει από κάποιο μεγάλο χτύπημα που δέχτηκε πριν από καιρό: η Ηλέκτρα από το φόνο του Αγαμέμνονα, o Φιλοκτήτης από την εγκατάλειψή του στη Λήμνο και από τη γάγγραινα του ποδιού του. Τέλος, ο Οιδίποδας υποφέρει από την αποκάλυψη ότι σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μητέρα του, αποτρόπαιες πράξεις που προκάλεσαν την αυτοτύφλωση και την εξορία του. Και οι τρεις πάσχουν μάλλον παρά δρουν· η δράση συνίσταται στο ότι υποβάλλονται στη δοκιμασία μιας μεγάλης σειράς συγκινήσεων, καθώς αυτοί αντιδρούν στους εχθρούς ή στους φίλους.

Τάσος Νούσιας φέρνει στη σκηνή την ταλαιπωρία του ήρωα και την απελπισία του αλλά παράλληλα και την περηφάνεια και το ηθικό του σθένος. Ωστόσο ξενίζει η τόσο έντονη κίνηση από ένα χαρακτήρα που είναι κουτσός και υποφέρει από φρικτούς πόνους.

Ενδιαφέρουσα και η προσέγγιση του Γιώργου Αμούτζα ως ευγενικού και ευαίσθητου νέου που συνταράσσεται από τη δυστυχία του πάσχοντος Φιλοκτήτη, συμπάσχει και συγκινείται από την αφοπλιστική εμπιστοσύνη που του δείχνει ο ήρωας. Ωστόσο δε γίνονται εμφανείς τόσο η εσωτερική πάλη όσο και οι ψυχολογικές μεταπτώσεις του.

Ο Οδυσσέας της Μαρίας Πρωτόπαππα είναι στιβαρός και αποφασιστικός, και εδώ ενεργεί με γνώμονα τη συλλογικότητα, που στην προκειμένη περίπτωση είναι το ελληνικό στράτευμα, υπηρετώντας τις ανάγκες ενός ευρύτερου συνόλου. Από την άλλη, η αναλγησία απέναντι στον Φιλοκτήτη, που υποφέρει, θέτει εν αμφιβόλω την ανθρωπιστική του διάσταση διεγείροντας το θυμικό του θεατή, προκαλώντας του το έλεος και το φόβο.

Το σκηνικό του Γιώργου Γεωργίου λιτό αλλά πρακτικό, διατηρεί τα στοιχεία και τα σύμβολα του τόξου και της σπηλιάς που αξιοποιούνται ιδιαίτερα στην παράσταση. Δουλεμένα στη λεπτομέρεια τα κουστούμια του Γιάννη Μετζικώφ. Με αδυναμίες οι φωτισμοί της Αλίκης Δανέζη-Knutsen.

Γιώτα Δημητριάδη – Κριτικός Θεάτρου


Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.


*