19/03/2024

Είδα τον «Ματωμένο Γάμο», σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη – Ένας αποπροσανατολισμένος «Ματωμένος Γάμος» με άρωμα «Σασμού»

Κριτική Θεάτρου από τη Γιώτα Δημητριάδη

Ματωμένος

Το έργο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα «Ο Ματωμένος Γάμος» είναι ένα από τα αριστουργήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας, το πιο διάσημο, ίσως, έργο του Ανδαλουσιανού ποιητή που έχει παρουσιαστεί πολλές φορές στη χώρα μας.

Με πρώτο ανέβασμα την ιστορική παράσταση του Κάρολου Κουν (1947), σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου, με σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη, με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και την Έλλη Λαμπέτη στον ρόλο της Νύφης. Ενώ στο Εθνικό Θέατρο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, αρκετά χρόνια αργότερα, το 1981, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού.

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης παρουσιάζει το έργο φέτος το καλοκαίρι σε περιοδεία, όπως είχε κάνει και ο ίδιος ο Λόρκα όταν το σκηνοθέτησε για πρώτη φορά με τον θίασο «Μπαρράκα» και περιόδευσε με μεγάλη επιτυχία σε πολλές πόλεις και κωμοπόλεις της Ισπανίας τη δεκαετία του ’30.

Αρωγό του σ’ αυτό το εγχείρημα έχει την εμπνευσμένη δουλειά του Αλκίνοου Ιωαννίδη στη μουσική, τη σύνθεση και την ενορχήστρωση. Δεν θα μπορούσε να ζητήσει κανείς ιδανικότερο δημιουργό από τον σπουδαίο τραγουδοποιό για να δώσει νέα πνοή στους στίχους του Νίκου Γκάτσου χαρίζοντας έτσι στην παράσταση ένα λυρικό στοιχείο που από γραφής φέρει το κείμενο.

Ένας κούκος όμως δεν φέρνει την άνοιξη. Όσο ενδιαφέρουσα και αν ήταν η μουσική προσέγγιση του Ιωαννίδη και οι προσπάθειες των ηθοποιών, η παράσταση είχε πολλά και σημαντικά ζητήματα, αφού ο καπετάνιος- σκηνοθέτης της ήταν σαφώς αναποφάσιστος για τη διαδρομή που θα ακολουθούσε.

Στην εκδοχή του Χανιωτάκη η παράσταση μετατρέπεται σ’ ένα θέαμα που έχει λίγο απ’ όλα. Από θέατρο σκιών και Κομέντια ντελ άρτε μέχρι αποτυχημένες προσπάθειες αυτή η τραγωδία να γίνει κωμωδία, με τετριμμένες κινήσεις βουτηγμένες στην υπερβολή, στερώντας της εντελώς κάθε στοιχείο τρυφερότητας και ουσίας.

Για ποίηση δε, ούτε λόγος… Γεγονός που γίνεται αντιληπτό από την χωρίς καμιά έμπνευση σκηνή με το Φεγγάρι που όχι μόνο δεν φωτίζει τα δραματικό και λυρικό υπόστρωμα του έργου αλλά μάλλον μπερδεύει εντελώς τον θεατή που δεν έχει διαβάσει ή παρακολουθήσει στο παρελθόν τον «Ματωμένο Γάμο».

Το έργο αποθεώνει τον ποιητικό ρεαλισμό, είναι διαποτισμένο με την ισπανική ιδιοσυγκρασία και σμίγει μοναδικά το φανταστικό και το ρεαλιστικό στοιχείο. Αν και γραμμένο το 1933, το κείμενο θεωρείται αξεπέραστο, εκρηκτικό και ζωτικό, με μια κραυγή προδομένου έρωτα να μπλέκει με τα μυστήρια της φύσης.

Πίσω όμως και πέρα από όλα αυτά εκείνο που κυριαρχεί στο έργο είναι η τραγωδία του θανάτου. Δίνοντας του μια ακόμα πιο φιλοσοφική διάσταση, ιδιαίτερα αναλύοντας το παράλογο του θανάτου νέων ανθρώπων. Μ’ αυτό ξεκινά και τελειώνει, με την χαροκαμένη μάνα να μιλά για «ένα τόσο δα μικρό μαχαίρι» που κατάφερε να κόψει το νήμα της ζωής των αγαπημένων της.

Στη λυρική αυτή αποστροφή συμπυκνώνεται όλη η ουσία και το νόημα της τραγωδίας. Ένα τραγικό ρίγος που λόγω της χωρίς ιδιαίτερο βάθος ερμηνείας της Μαρίας Τζομπανάκη δεν ευτυχήσαμε να βιώσουμε στην πρεμιέρα της παράστασης στο Κατράκειο Θέατρο.

Η Τζομπανάκη δεν κατάφερε να αποποιηθεί την τηλεοπτική της επιτυχία και έφερε στη σκηνή μια μάνα όχι από την Ανδαλουσία αλλά από την Κρήτη. Με το χέρι της μονίμως στη μέση και ένα αφύσικο στυζιλάρισμα δεν κατάφερε να πείσει ούτε στις καθημερινές σκηνές της ηρωίδας αλλά ούτε και στον μονόλογό της στο φινάλε.

Ιδιαιτέρως προβληματίζει ότι στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο υπόλοιπος θίασος, αν και απαρτιζόταν από πολλούς καλούς ηθοποιούς. Όλοι τους έμοιαζαν αβοήθητοι, χωρίς καθοδήγηση να παίζει ο καθένας τους όπως νομίζει…

Η Μαρία Χάνου έδωσε κάποιες ενδιαφέρουσες αποχρώσεις στον ρόλο της νύφης αλλά το σώμα της, την προδίδει στις πιο κομβικές στιγμές, με αμήχανα χέρια που αδυνατούσαν να συγχρονιστούν με τον λόγο.

Οι Νίκος Πουρσανίδης και Κωνσταντίνος Ασπιώτης δεν κατάφεραν να πείσουν. Εντύπωση προκαλεί η παρουσίαση του ρόλου του δεύτερου σαν κωμική περσόνα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.

Ο Γιάννης Καλατζόπουλος και η Χριστίνα Τσάφου εκβιάζουν ένα χιούμορ που δεν υπάρχει και τους προδίδει σκηνικά.

Ο Κώστας Βασαρδάνης, ένας αποδεδειγμένα πολύ καλός ηθοποιός, έρχεται αντιμέτωπος με τον ρόλο του φεγγαριού, για τον οποίο όπως προανέφερα δεν υπάρχει καμία σκηνοθετική γραμμή. Στερώντας μας έτσι το ποιητικό κομμάτι του Λόρκα που τόσο έχει ανάγκη η παράσταση για να «αναπνεύσει» και να χτίσει μια γνήσια συγκίνηση.

Στα ίδια πλαίσια και οι υπόλοιποι του θιάσου: η Ισιδώρα Δωροπούλου ,ο Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, ο Κώστας Κοράκης και η Ιφιγένεια Μακρή.

Η μόνη που διασώζεται από τον θίασο του Νικορέστη Χανιωτάκη είναι η Μαριάννα Πολυχρονίδη που ως γυναίκα του Λεονάδρο κατάφερε να αποδώσει την ευαισθησία και την ευθραυστότητα της ηρωίδας της με σπάνια εσωτερικότητα. Επιπλέον, η ερμηνεία της στα τραγούδια της παράστασης προδίδουν τα «χιλιόμετρα» που έχει διανύσει στις μουσικές σκηνές με σπουδαίες συνεργασίες. Μια όαση στα αυτιά και τα μάτια των θεατών.

Το σκηνικό της Αρετής Μουστάκα προτείνει μια λύση στο σκηνογραφικό αδιέξοδο του έργου. Σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να πω το ίδιο και για τα κουστούμια της. Από το νυφικό με επιρροές από τη ζωγραφική της Φρίντα Κάλο, μέχρι το σαλβάρι και την τουτού με τα τριαντάφυλλά που φορούσαν οι γειτόνισσες. Μια χρωματική παλέτα σε παντελή σύγχυση.

Ικανοποιητικοί οι φωτισμοί του Νίκου Βούλγαρη, παρά τα λάθη της πρεμιέρας που νομίζω ότι θα ξεπεραστούν.

Οι χορογραφίες της Φαίδρας Νταϊόγλου έχουν θετικό πρόσημο και χαρίζουν στην παράσταση στιγμές αρμονίας.

Συνολικά, η παράσταση μπορεί να αποτελέσει μια καλή υπενθύμιση ότι τόσο σημαντικά κείμενα πέρα από τους συμβολισμούς και τις προοπτικές τους κρύβουν και παγίδες που εκθέτουν το σκηνοθέτη που αρνείται να ακολουθήσει τις επιταγές του ίδιου του έργου.

Γιώτα Δημητριάδη


Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.


*