Όλοι έχουν φωνή, όλοι θέλουν να τους ακούσουν, όλοι θέλουν να μιλήσουν.( Δυστυχώς λιγότεροι ακούνε.)
Είναι περίεργη εισαγωγή για μια παρουσίαση βιβλίου, αλλά περιμένετε!
Η Φωτεινή Τσαλίκογλου, ξεδίπλωσε τον χαρακτήρα της κυρίας Ευρυδίκης, της ηρωίδας από το βιβλίο της η Μετακόμιση, στην γεμάτη σάλα του πάντα φιλόξενου και αγαπημένου μου Booktalks, του βιβλιοκαφέ στο Παλαιό Φάληρο.
Ο χρόνος, πώς βιώνουμε τον χρόνο, η μνήμη, οι φοβίες, η ζωή που πέρασε ήταν τα βασικά θέματα με τα οποία καταπιάστηκε παρουσιάζοντας το βιβλίο της. Δεν είχε κάποιον δίπλα της να προλογίσει το βιβλίο. Η διάθεση της ήταν να μιλήσει, και να ακούσει τους αναγνώστες.
Κι εκεί ήταν η αποκάλυψη: Η πλειοψηφία των ακροατών που θέλησαν και πήραν τον λόγο είχαν περισσότερη ανάγκη να μιλήσουν για τα συναισθήματα που τους γεννήθηκαν ακούγοντας για το βιβλίο και να ακούσουν τη γνώμη της συγγραφέως, από ερωτήσεις «δημοσιογραφικού» ενδιαφέροντος.
Ήταν τόσο εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία, μεταξύ αγνώστων, άνοιξαν τις ψυχές τους που πραγματικά έμεινα άφωνος. Ήταν όμως και η αντιμετώπιση της Φωτεινής τόσο διακριτική, που άφηνε εκείνον τον απαραίτητο χώρο που αποζητούσε κάθε πρόσωπο που ήθελε να ακουστεί η φωνή του.
Εντυπωσιακό ήταν και το γεγονός ότι όλοι ακούσανε, προσέξανε τι έλεγαν οι προηγούμενοι και οι επόμενοι.
Είναι τόσο μεγάλη η ανάγκη να μιλήσει κανείς στις μέρες μας. Είναι τόσο μεγάλη πίεση που ζούμε!
Είναι τελικά ένα αποτέλεσμα της περιρρέουσας κατάστασης που σπρώχνει ένα πρόσωπο να μιλήσει για προσωπικά του βιώματα μπροστά σε ένα κοινό; Έχει γίνει πιο εύκολο να ανοίγεται κάποιος από ό,τι στο παρελθόν; Δεν είμαι ειδικός για να απαντήσω επιστημονικά.
Παρατηρώντας όμως τους ανθρώπους όπου κυκλοφορώ, διαπιστώνω ότι πλέον μιλάμε πιο εύκολα. Θέματα που παλιότερα ήταν ταμπού έρχονται πιο εύκολα στο τραπέζι μιας ομήγυρης αγνώστων. Ποιος θα έλεγε τα εσώψυχά του έτσι, χύμα, χωρίς να νοιάζεται ποιος τον ακούει, αν τον κατακρίνει;
Ναι, προφανώς η παρουσία μιας συγγραφέως αλλά και σπουδαίας ακαδημαϊκού, όπως η Φωτεινή Τσαλίκογλου που με την ευγένεια της γίνεται αμέσως προσιτή, παίζει ρόλο.
Άραγε τα ίδια πρόσωπα που άνοιξαν έτσι τις καρδιές τους, θα πήγαιναν σε μια βραδιά με έναν ψυχαναλυτή, θα τολμούσαν το βάσανο μιας ομαδικής θεραπείας, θα ξάπλωναν για μισή ώρα σε ένα ντιβάνι;
Δεν ξέρω αν το διαπίστωσαν, πάντως η παρουσίαση του βιβλίου σε αυτό μεταβλήθηκε: μια μικρή ομαδική θεραπεία. Και φυσικά αυτή ήταν και η επιτυχία μιας τέτοιας βραδιάς: Οι αναγνώστες έγιναν «αναγνώσματα». Μίλησαν με τη συγγραφέα γι’ αυτό που τους απασχολούσε. Το βιβλίο με την ηρωίδα του ήταν η αφορμή.
Πάντα ένα βιβλίο είναι μια καλή αφορμή για καλά πράγματα.
Γιάννης Καφάτος