«Βγήκα στο δρόμο δακρυσμένος όταν άκουσα τα παιδιά να τραγουδούν μετά το έργο το ρεφρέν του ομώνυμου τραγουδιού», θα μου πει όταν θα τον ρωτήσω για τις παιδικές παραστάσεις «Είστε και φαίνεστε» και «Βάσος και Βιβή» που σκηνοθετεί αυτή την περίοδο στο Θέατρο Τζένη Καρέζη. Ίσως σε αυτή του την ευαισθησία να κρύβεται το μυστικό της επιτυχίας τους, αφού έχουν γοητεύσει παιδιά κάθε ηλικίας τα οποία κάνουν ουρές στην οδό Ακαδημίας κάθε Κυριακή για να τις απολαύσουν.
Ο Γιώργος Παλούμπης εκτός από εξαιρετικός σκηνοθέτης είναι και ένας καταπληκτικός δάσκαλος υποκριτικής, ιδιαίτερα αγαπητός στους μαθητές του στο Θέατρο Τέχνης αλλά και σε όσους παρακολουθούν τα σεμινάρια που πραγματοποιεί. Περπατήσαμε μαζί σε μια όμορφη γειτονιά της Αθήνας και τον γνωρίσαμε λίγο καλύτερα…
Το μπλέξιμο με το θέατρο και τη σκηνοθεσία.
Οι πρώτες μου επαφές με το θέατρο, οι ουσιαστικές, ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, που ως εκστασιασμένος θεατής ανακάλυπτα αυτό που τελικά ήθελα να κάνω στη ζωή μου: θέατρο. Μπλέχτηκα με ερασιτεχνικές και φοιτητικές παραστάσεις στις οποίες έπαιζα και στον ελεύθερο χρόνο μου ασχολιόμουν συνέχεια με κείμενα, παραστάσεις, ηθοποιούς, ταινίες κ.λπ. Αφού πήρα το πτυχίο μου στην ψυχολογία, ολοκλήρωσα το μεταπτυχιακό μου στην ψυχολογική αξιολόγηση σε οργανισμούς, έκανα τη θητεία μου στο Ναυτικό και εργάστηκα σε κάποιο γραφείο για δύο χρόνια, μπλέχτηκα κάπως συμπτωματικά με το Επί Κολωνώ (1999). Έχοντας παίξει ερασιτεχνικά, σκηνοθετήσει και μεταφράσει, ήξερα πλέον ότι η θεατρική παράσταση με ενδιέφερε σφαιρικά και συνολικά. Αυτό που με γοήτευε και με προσελκύει περισσότερο είναι οι ιστορίες καθαυτές και το πώς θα παρουσιαστούν με τον καλύτερο τρόπο. Έτσι έβλεπα τον εαυτό μου εκτός σκηνής, να καθοδηγώ όσους κινούνταν σε αυτή. Ανέκαθεν με συνάρπαζε το πώς «εξελίσσεται το επί σκηνής υλικό» στη διάρκεια των προβών και τελικά ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας μια ιστορία που μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε μέρα για να την παρακολουθούν θεατές. Είναι απλά μαγευτικό. Έτσι το βλέπω εγώ. Για άλλους ίσως να μη σημαίνει τίποτα. Για μένα σημαίνει. Μέσα από το Επί Κολωνώ –την Ομάδα ΝΑΜΑ– είχα τις πρώτες μου ευκαιρίες να κάνω και επαγγελματικά πλέον αυτή τη δουλειά. Και, εφόσον οι σπουδές μου δεν ήταν στον τομέα του θεάτρου, έπρεπε να πείσω πολύ κόσμο ότι αξίζει τον κόπο να αφιερώσω τον εαυτό μου σε αυτό. Δεν ήταν εύκολο.
Από πού αρχίζει να ξετυλίγεται το νήμα…
Από το κείμενο. Από την ιστορία. Αν μου αρέσει, αν την κατανοώ, αν με συναρπάζει, αν μου λέει κάτι. Και φυσικά από τους ηθοποιούς. Να τους εντάξω στην ιστορία, να τους ταξιδέψω σε αυτή. Να αντιληφθούμε τι συμβαίνει στο έργο. Να εντοπίσουμε τις προθέσεις των χαρακτήρων και τα εμπόδια που συναντούν. Να αποκρυπτογραφήσουμε τις συγκρούσεις τους. Στη συνέχεια περνάμε στην πράξη, πειραματιζόμαστε. Στόχος μας και πάλι είναι να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Από αυτή τη ζύμωση διαμορφώνονται οι σκηνές μιας παράστασης. Πιστεύω πως κάθε δουλειά είναι το πάντρεμα μιας ιστορίας και κάποιων ηθοποιών. Αν το ίδιο έργο δουλευτεί από την αρχή με άλλους ηθοποιούς, ενδέχεται να προκύψει ένα τελείως διαφορετικό αποτέλεσμα.
Έργο vs ηθοποιοί
Έχω αρνηθεί δουλειές γιατί δεν με ικανοποιούσαν είτε το έργο είτε η επιλογή των ηθοποιών (όταν είχαν για διάφορους λόγους προεπιλεγεί). Έχω όμως δεχτεί και δουλειές στις οποίες δεν με ικανοποιούσαν ούτε το έργο ούτε οι ηθοποιοί και δεν έχω περάσει καλά. Ωστόσο δεν μπορείς να λες πάντα όχι… Υπάρχει λοιπόν και ένας τρίτος παράγοντας, ο οικονομικός… Το ιδανικό φυσικά είναι να δουλεύω με καλούς ανθρώπους (αυτό με ιντριγκάρει!), που να είναι και ενδιαφέροντες καλλιτέχνες (επίσης!), και να έχουμε στα χέρια μας ένα καλό έργο (ευτυχισμένος!). Αν αυτή η δουλειά εξασφαλίζει και κάποια χρήματα, θα την προτιμήσω από οποιαδήποτε άλλη (που ίσως εξασφαλίζει περισσότερα).
Διαβάστε όλη τη συνέντευξη εδώ