
Το έργο «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα» του Γουίλι Ράσελ έκανε πρεμιέρα τον Ιούνιο του 1980 στο Λονδίνο. Ακολούθησε η κινηματογραφική μεταφορά του, από τον ίδιο τον συγγραφέα το 1983, μετά από την τεράστια επιτυχία που σημείωσε. Στο ρόλο του Καθηγητή ο Μάικλ Κέιν και Ρίτα η Τζούλι Γουόλτερς και στις δύο εκδοχές.
Στην Ελλάδα το έργο έχει παρασταθεί αρκετές φορές. Ενδεικτικά θα αναφερθώ στην παράσταση του 1984 με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, καθώς και σε αυτή με τον Γιώργο Κιμούλη και την Τζένη Ιωακειμίδου το 2006.
Πρόκειται για μία αισθηματική κομεντί. Μια παράσταση για δύο, που διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στο σαλόνι του επίτιμου Καθηγητή της Αγγλικής Φιλολογίας Φράνκ Μπράιαντ, ο οποίος για να συμπληρώσει το εισόδημα του αναλαμβάνει μαθήματα στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Εκεί γράφεται η Ρίτα, μια λαЇκή κοπέλα, κομμώτρια, που αποφασίζει να αλλάξει το πνευματικό της επίπεδο. Ο Φρανκ την αναλαμβάνει. Είναι αλκοολικός και το μόνο που τον ενδιαφέρει αρχικά είναι να κερδίζει χρήματα για να πίνει. Τα απογευματινά μαθήματα όμως του Ανοικτού Πανεπιστημίου του στερούν το μπαρ. Η ιστορία τους εκτυλίσσεται στο διάστημα ενός εξαμήνου, από την αρχή ως τις εξετάσεις της Ρίτας. Η γνωριμία τους θα είναι καθοριστική και για τους δύο. Ο Φρανκ θα εντυπωσιαστεί από την δροσερή αυθόρμητη, γεμάτη αυθεντικότητα Ρίτα, ενώ η Ρίτα τον θαυμάζει απεριόριστα και τον ευγνωμονεί για όσα της χάρισε. Ο έρωτας όμως που κυριεύει τον Φρανκ, μάλλον δεν χτυπάει την πόρτα της Ρίτας. Είναι λοιπόν μια ακόμη ιστορία ενός αταίριαστου έρωτα, αποτυπωμένη με χιούμορ και ανατροπές. Ένα έργο κοινωνικό και πολιτικό που θίγει τους προβληματισμούς της κοινωνίας, τα προβλήματα της εκπαίδευσης, την προσπάθεια για αυτοβελτίωση και το αιώνιο άλυτο ζήτημα του έρωτα.
Μετά την επιτυχημένη συνεργασία του στο έργο «Σκηνές από έναν γάμο» του Ίνγκμαρ Μπεργκμαν το 2014 και το «Το κενό αυτοπροσώπως» του Άκη Δήμου το 2016, ο Δάνης Κατρανίδης ενώνει εκ νέου τις δυνάμεις του με την Παναγιώτα Βλαντή, την οποία και σκηνοθετεί, για να μας θυμίσει την εκπληκτική σκηνική χημεία τους και να μας παρασύρει υπό τους ήχους συνθέσεων του Μπαχ στον ατελέσφορο έρωτα τους.
Εκείνος μιλά στο τηλέφωνο με την σύντροφο του Τζούλια, παλιά φοιτήτρια του, εκείνη μπαίνει σαν σίφουνας στη σκηνή και αφού πρώτα εκφράζει τη δυσαρέσκεια της για την πόρτα που δεν ανοίγει : «Κολλάει η μαλακία», σχολιάζει τον αναγεννησιακό πίνακα του Γκόγια που βρίσκεται στον τοίχο του γραφείου του καθηγητή λέγοντας: «είναι σέξι». Συνεχίζει : «Έχετε πάρει πολλές σαν εμένα;», της λέει: «Παρακαλώ;» Της προσφέρει ποτό, ουίσκυ. «Να το προσέχεις αυτό το πράγμα σκοτώνει τα εγκεφαλικά κύτταρα». Τη ρωτά γιατί θέλει να σπουδάσει και εκείνη απλά του απαντά : «Θέλω να βλέπω και να μαθαίνω. Να μην είμαι σαν τον μαλακισμένο τον όχλο». «Είμαι ένας παρασιτικός και βαθιά αντικοινωνικός τύπος. Βρες άλλον». «Δεν θέλω άλλον, εσένα θέλω». «Εγώ όμως δεν θέλω».
Leave a Reply