
Τον Ηλία Μαλανδρή τον γνωρίζω χρόνια. Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες της γενιάς του γιατί τολμάει να κάνει πράγματα κόντρα στο κατεστημένο ακολουθώντας το καλλιτεχνικό ένστικτο του.
Έχει συνεργαστεί με κορυφαία ονόματα του χώρου κι έχει αναδείξει μέσα από την εκπομπή «Έστιν Ούν» στην τηλεόραση τεράστια θέματα που αφορούν το θέατρο και την κουλτούρα στα μέρη μας. Έχει σκηνοθετήσει πάνω από 1000 εκπομπές ποικίλου περιεχομένου.
Προσωπικότητα παλαιάς κοπής προσκολλημένος σε ηθικές αξίες που σπανίζουν στις μέρες μας ανήσυχος δυναμικός ανυπόμονος μερικές φορές ζητάει το καλύτερο πάντα από τους συνεργάτες του με ένα «δολοφονικό» χαμόγελο.
Τον γνώρισα πριν από πολλά χρόνια στο ραδιόφωνο του Seven X, στο υπόγειο της Κηφισίας. Εκεί που έχτιζα μαζί του αλλά και παρέα με την πρώτη εθνική τότε των ερτζιανών ένα αλλιώτικο πρότζεκτ ως διευθυντής προγράμματος του σταθμού.
Ο Ηλίας δεν έχει πολλές εμφανισιακές διαφορές από τότε. Μερικά κιλά πήρε αλλά έχει μείνει σχεδόν ίδιος κι απαράλλακτος. Με πρόσωπο παιδικό με πολύ καλή ψυχή όπως πάντα και με διάθεση εφήβου που θέλει να αλλάξει τα πάντα γύρω του.
Με αφορμή την σημαντική παράσταση «Η Θυσία του Αβρααάμ» που ανεβάζει στο αγαπημένο του Ηρώδειο στις 7 Οκτωβρίου 2018, έχοντας δίπλα του πολύ και καλό κόσμο από τον καλλιτεχνικό χώρο, σκέφτηκα να μιλήσουμε. Μου είπε πολλά. Χείμαρρος. Μερικά από αυτά σας τα μεταφέρω σήμερα εδώ.
-Πως αποφάσισες να ανεβάσεις τη «Θυσία του Αβραάμ»; Τι λέει για σενα αυτό το έργο;
-Την Θυσία την είχα δει στο Εθνικό το 1989, όταν την είχε ανεβάσει ο Μινωτής. Οπότε είχα την εικόνα και το άκουσμα από μια σπουδαία παράσταση. Στη συνέχεια διάβασα πολλά για αυτό το έργο, εντάχθηκα μέσα στη φιλολογική διαμάχη, για το κατά πόσον το έργο αυτό γραφτηκε για να διαβάζεται κι όχι να παίζεται. Άλλο μεγάλο πρόβλημα αν το έγραψε η όχι ο ποιητής του Ερωτόκριτου ο Βιτσέντζος Κορνάρος.
Όλα αυτά έχουν σημασία και για την ιστορική ακρίβεια και για τον τρόπο της ερμηνείας. Όπως ξέρεις οι παραστάσεις που κάνω στο θέατρο είναι λιγοστές και αυτό συμβαίνει γιατί θέλω να έχω τον απαραίτητο χρόνο για να μελετήσω πολύ αυτό που ανεβάζω. Πρέπει δηλαδή να είναι μια ανάγκη το ανέβασμα κι όχι μια πρόσκαιρη καριερίστικη επιλογή. Δεν υποβαθμίζω τους συναδέρφους, απλά εγώ δεν λειτουργώ έτσι. Κι έπειτα δεν με πολυνοίαζει να κάνω μια παράσταση για να την χρησιμοποιήσω για προβολή του ονόματός μου. Για την ακρίβεια είναι το τελευταίο που με ενδιαφέρει. Βέβαια τελικά στον απολογισμό κοιτώντας προς τα πίσω, βρίσκω πως έχω κάνει περισσότερα από όσα φανταζόμουν. Σε αυτό ευθύνεται ο Φραγκούλης βέβαια, που κακά τα ψέμματα του χρωστάω μια υπέροχη ζωή, όχι μόνο για τις παραστάσεις που κάναμε μαζί αλλά γιατί χάρις σε αυτόν είχα την ευκαιρία να ψάχνω και να ξέρω πως αυτό που θα κάνω θα έχει ένα υψηλό επίπεδο.
-Όμως δεν κάνατε τα τελευταία χρόνια κάποια παράσταση μαζί του;
-Άκόμα κι όταν δεν κάνω παραστάσεις μαζί του, ο Μάριος είναι πάντα μέσα σε αυτό που κάνω, γιατί οι συμβουλες κι ο επαγγελματισμός του, η σοβαρότητα, οι ατελείωτες δημιουργικές πρόβες είναι αποτέλεσμα της μαθητείας κοντά του. Άλλωστε είναι τέτοια η επαφή μας που δεν προλαβαίνω να σκεφτώ για έλλειψη. Κι έπειτα μέλλον υπάρχει κι εδώ είμαστε…
-Τώρα που είπες για παρελθόν, έχεις κάνει πολλές παραστάσεις στο Ηρώδειο;
-Ναι, στα 23 χρόνια που δουλεύω, έχω κάνει αστεία αστεία 19 παραστάσεις, με αυτήν θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος… Παρότι ήμουν κολλημένος με την Επίδαυρο, τελικά το Ηρώδειο νοιώθω σαν σπίτι μου. Απίστευτο πόσες φορές το έχω σχεδιάσει. Πάντα πριν από κάθε παράσταση σχεδιάζω σε χαρτιά το έργο σε σχέση με το χώρο. Ξέρω κάθε πέτρα του. Τα παιδιά που εργάζονται χρόνια τώρα εκεί είναι ένα κομμάτι της ζωής μου και τους νοιώθω σαν οικογένειά μου. Τα πρώτα χρόνια δεν είχα συναίσθηση. Ειδικά στην πρώτη παράσταση που έκανα με τον Μαρκόπουλο, γιατί αυτός με έβαλε και στο Ηρώδειο και σε όλο τον κόσμο δηλαδή, γιατί κάναμε περιοδείες για χρόνια, μόνο όταν τελείωσε η παράσταση και έτσι βοηθούσα να μαζευτούν τα αναλόγια, αναλογίστηκα, τι ιερά τέρατα πέρασαν από εκεί μέσα και μου κόπηκαν τα πόδια. Ευτυχώς είχε τελειώσει η παράσταση.
-Κι εφέτος έχεις ένα απίστευτο καστ. Μπεμπεδέλη, Τσακίρογλου, Ψαραντώνης, Βαλτινός. Αν υπάρχει Dream team στο θέατρο, δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιους άλλους γι αυτό το έργο.
-Ε! Απάντησες μόνος σου. Το έργο αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να παιχτεί από άπειρους ηθοποιούς. Για να ανέβει πρέπει να έχει αυτή τη διανομή και για να γίνει όπως το φανταστήκαμε πως θα μπορούσε να γίνει. Μια πιστή απεικόνιση της εποχής γραφής του. Γιατί μπορεί να γράφτηκε σαν λαϊκό ανάγνωσμα, αλλά έχει θεατρική δομή και δυναμική. Βοηθάει και το εκπληκτικό σκηνικό που έφτιαξε η Μαχαιριανάκη και οι μάσκες της Γαλιώνη. Μπορεί να μην παίχτηκε τότε σαν θέατρο, γιατί δεν υφίσταται θέατρο εκείνη την περίοδο και οι άνθρωποι δεν ήταν δυνατόν να σκεφτούν καν την ταύτιση με το Θείο, το θεωρούσαν ιεροσυλία αλλά είναι σαφές από τις παραλλαγές του, πως το έργο μεταδόθηκε μέσω της παράδοσης κι αυτό μόνο με έναν τρόπο μπορεί να γίνει αφού δεν παιζόταν. Να τραγουδηθεί. Αυτή είναι η πρόταση της παράστασης.
-Δηλαδή οι ηθοποιοί τραγουδάνε κιόλας;
-Ναι όλοι οι ηθοποιοί τραγουδάνε. Κι όταν γίνεται πρόζα, είναι τόσο μετρημένη και σε συγκεκριμένους τόνους που νομίζεις πως ακούς μια συμφωνία.
-Κι έχει γράψει μουσική αλλο ένα ιερόν τέρας ο Χρήστος Λεοντής.
-Μεγάλη μας τιμή και κοντά στον τεράστιο συνθέτη Χρήστο Λεοντή, που έγραψε πάνω σε βυζαντινά τροπάρια, ο έξοχος Αντώνης Παπαγγελής μας έδωσε τα κομμάτια του έργου με τους στίχους του Κορνάρου. Είναι μια ευτυχής συνύπαρξη όλων αυτών των συντελεστών και πίστεψέ με απολαμβάνω την κάθε πρόβα. Με τον Χρήστο δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε. Κάποτε είχε μαζώξει όλη αυτή την ομάδα η Άννα Συνοδινού, ήταν μαζί μας και η Χριστιάννα Μαντζουράνη που είναι και τώρα στην παράσταση και κάναμε τρεις δίσκους με αντίστοιχα έργα. Αλλά στο θέατρο δεν είχε τύχει να συνεργαστούμε ποτέ. Ούτε με τον Ψαραντώνη και την Νίκη Ξυλούρη είχε τύχει συνεργασία στο παρελθόν. Τους ήξερα και τους θαύμαζα, ε, τώρα τους έχω λατρέψει.
-Πως συνδέεται ο Ψαραντώνης με τον Τσακίρογλου και την Μπεμπεδέλη στην παράσταση;
-Ο Ψαραντώνης είναι στην ουσία η παραδοσιακή εικόνα του Αβραάμ, έτσι ολοκληρώνεται το τρισυπόστατο του ρόλου. Ο Αβραάμ μέσα από την θρησκεία και τα εβραϊκά αναγνώσματα, ο Αβραάμ στην Κρήτη φοράει την στολή της παράδοσης και τραγουδάει το έργο και ο Αβραάμ σαν μια ολοκληρωμένη μορφή που πάσχει. Ο ήρωας που είναι υποχρεωμένος να σκοτώσει ο ίδιος το παιδί του. Η δοκιμασία του είναι αντίστοιχη μιας αρχαίας τραγωδίας. Ο Νικήτας Τσακίρογλου είχε ξαναπαίξει το έργο δίπλα στον Κωτσόπουλο στο ΚΘΒΕ. Αντιμετωπίζει το έργο με μια μεγάλη συγκίνηση που το βλέπουμε και στις πρόβες. Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη κι αυτή έχει ξαναπαίξει το έργο στην Κύπρο. Εδώ νομίζω δίνει ένα διαφορετικό στίγμα, σύμφωνο με αυτό που κάνουμε. Οι δονήσεις που προκαλούνται από την σύγκρουσή τους είναι συναπαστικές.
-Ο Ισαάκ;
-Για τον ρόλο του Ισαάκ επιλέχτηκε ένα παιδί από το μουσικό λύκειο Παλήνης, ο Γρηγόρης Φρέσκος. Είναι η πρώτη φορά που ο Ισαάκ παίζεται από αγόρι και μάλιστα στην ηλικία του ρόλου. Το να σταθείς δίπλα σε μια Μπεμπεδέλη κι ένα Τσακίρογλου, θέλει εκτός από ταλέντο και πάθος θέλει και κότσια και ο μικρός τα έχει. Κι είναι απίστευτα δουλευταράς… Οφείλω στην εξαιρετική μουσικό Ειρήνη Δερέμπεη αυτή την ανακάλυψη.
-Έκπληξη αποτελεί και η συμμετοχή του Λευτέρη Ελευθερίου σε αυτό το έργο και δεν έχω καταλάβει ακριβώς ποιό ρόλο κάνει.
-Δεν θέλω να αποκαλύψω ακριβώς τι κάνει ο Λευτέρης, με δυο λόγια μόνο θα σου πω πως είναι το κλειδί για την μετάβαση από το πρότυπο έργο του Ιταλού Λουίτζι Γκρόττο, που είχε γράψει αντίστοιχο έργο, στην Θυσία. Ο ρόλος του είναι επικίνδυνος και δύσκολος γιατί συνοψίζει όλη την θεματική. Κι όλο αυτό γίνεται στα αρχαία ιταλικά που οι θεατές θα παρακολουθούν τη μετάφραση από υπέρτιτλους. Θέλω να πω πως θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό γιατί το έδωσε η μοίρα να συνεργάζομαι με άριστους. Ο Λευτέρης ανήκει στην οικογένεια ενός μεγάλου θεάτρου και θα δούμε πολλές εκπλήξεις από αυτον τον ηθοποιό. Δίπλα του ένας δεξιοτέχνης της λύρας ο νεαρός Ηλίας Τουσούνης, που πρέπει να σου πω πως είναι αυτός που ευθύνεται για την σύλληψη, της παράστασης. Τελείως τυχαία, σε μια σκηνή στον Ντελικανή, πήρε την λύρα κι άρχισε να τραγουδάει τη Θυσία.
-Ο Ντελικανής είναι ένα άλλο κρητικό έργο. Τι σημαίνει αυτή η εμμονή; Ήταν η επιτυχία του Ντελικανή που σε ώθησε να ανεβάσεις την Θυσία;
-Σίγουρα μια επιτυχία, που ήταν και λίγο απρόσμενη, μετράει. Η Μαρία Τζομπανάκη που έπαιζε στον Ντελικανή, με το πάθος της για την Κρήτη με κοινώνησε που λέμε με τον πολιτισμό και την μεγαλοσύνη του νησιού. Κατάγομαι από την Κάσο. Τα μουσικά ακούσματα είναι συγγενή. Η Κρήτη είναι η μεγάλη βρυσομάνα ενός λαμπρού πολιτισμού.
-Γιατί νομίζεις θα σηκωθεί να ερθει κάποιος στο Ηρώδειο για να δει αυτό το έργο;
-Πρώτα απ όλα για το ίδιο το έργο. Γιατί πρόκειται για ένα αριστούργημα όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας δραματουργίας, με σκηνές έντονων συγκρούσεων και συγκίνησης. Έπειτα η συνύπαρξη πάνω στην ίδια σκηνή ολων αυτών των κορυφαίων, έχει ακόμα και ιστορικό ενδιαφέρον νομίζω. Γιατί παίζουν κι άλλοι αξιολογότατοι ηθοποιοί, γιατί τραγουδούν εκτός από τον Ψαραντώνη και τον Γρηγόρη Βαλτινό, η Νίκη Ξυλούρη που κάνει τον Άγγελο και η Βυζαντινή χορωδία Τέττιξ υπό την διεύθυνση του Γιώργου Ναούμ. Δεν το αντιμετωπίσαμε σαν θρησκευτικό δρώμενο πάντως, κι ας έχει θρησκευτική θεματική. Μήπως και η αρχαία τραγωδία δεν έχει θρησκευτική θεματική; Τι είναι οι «Βάκχες» άλλο από ένα βαθιά θρησκευτικό έργο με ένα Θεό τιμωρό; Αντιμετωπίσαμε λοιπον το έργο, έτσι, σαν μια τραγωδία, αλλά ενταγμένο στα πλαίσια της εποχής γραφής του.
-Έχω την εντύπωση πως δεν σε ενδιαφέρει και πολύ η πρωτοπορία στο θέατρο.
-Αυτό είναι μια λάθος εκτίμηση θα μου επιτρέψεις να σου πω. Όταν έκανα εκπομπές εγώ πρωτοπαρουσίασα όλους, μα όλους, όσους σήμερα εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση. Όταν δεν υπήρχαν όλες αυτές οι εκπομπές και τα περιοδικά και οι εφημερίδες, που προωθούν σήμερα το θέατρο. Άλλωστε η πρωτοπορία είναι αναγκαία για να προχωράνε τα πράγματα. Τίποτα δεν μπορεί να μένει στάσιμο. Άλλο όμως πρωτοπορία κι άλλο κάνουμε την πλάκα μας και την τρελαμάρα μας πάνω στα μεγάλα έργα. Όχι ότι παθαίνουν τα έργα τίποτα, παθαίνει όμως το κοινό μια μετάλλαξη. Αν μεταθέτεις την θεματική και το μήνυμα κάθε έργου, ένα κοινό, όχι όλο το κοινο, που δεν έχει την γνώση, όπως είναι ας πούμε τα παιδιά του γυμνασίου, θα παρασυρθούν από αυτό που θα δουν. Αυτό με πονάει. Στην εφηβεία μου είχα δει όλες τις μεγάλες παραστάσεις με τους κορυφαίους ηθοποιούς της εποχής. Είχα αυτή την τύχη. Δεν τις έχω ξεχάσει. Τα παιδιά σήμερα πάνε σε κάποιες παραστάσεις κι αν τα ρωτήσεις μετά να σου πουν τι είδαν δεν ξέρουν να σου απαντήσουν. Και το χειρότερο τους άρεσε κιόλας αυτό που δεν κατάλαβαν.
-Θυμάμαι σαν τώρα που αντιμετώπισες την κατακραυγή σχεδόν σύσσωμου του τύπου για την παράσταση που είχες ανεβάσει στην Επίδαυρο με ένα άγνωστο έργο του Αισχύλου. Δεν σε ενόχλησε όλο αυτό το θέμα;
-Φυσικά με ενόχλησε, μόλο που ήξερα από πριν πως ήταν οργανωμένο, αλλά δεν με πτόησε. Το παρήγορο ήταν πως η παράσταση δόθηκε μια εβδομάδα πριν την έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων κι όλοι οι ξένοι δημοσιογράφοι που είχαν έρθει στην Ελλάδα για την έναρξη, βρήκαν την ευκαιρία να δούνε και μια παράσταση στην Επίδαυρο. Έτυχε να είναι η δική μας. Η Αχιλληίδα, που είχα κάνει την ανασύνθεση και τη σκηνοθεσία είχε κάνει ο μέγας Νίκος Χαραλάμπους με όλο το δυναμικό του ΘΟΚ και τον Φραγκούλη. Έτσι οι εγκωμιαστικές κριτικές του ξένου τύπου σκέπασαν κι αποδυνάμωσαν την επίθεση μερίδας δημοσιογράφων. Το αποτέλεσμα ήταν να καλεστώ στο εξωτερικό να κάνω την δουλίτσα μου, ανενόχλητος. Κι έκανα αρκετές παραστάσεις και με την Εταιρία Φίλων Δημοτικού θέατρου Πειραιά, στο εξωτερικό και με την Δέσποινακαι το Στέλιο (εννοεί τον πρωταγωνιστή της Κύπρου Στέλιο Καυκαρίδη) και βέβαια τον Μάριο. Έπειτα εδώ στην Ελλάδα ο Δημήτρης Παπαδημητρίου αγκάλιασε αυτή την προσπάθεια και μας έδωσε την δυνατότητα να παρουσιάσουμε στην ΕΡΤ, ραδιόφωνο αρχικά και μετά τηλεόραση, την δουλεια μας, πάνω στα έργα αυτά τα χαμένα, συγκεντρώνοντας ένα απίστευτο επιτελείο από μεγάλους ηθοποιούς, τι να θυμηθώ; Συνοδινού, Τσάγκα, Τουρνάκη, Βαλάκου έως τους νεώτερους, τον Λούλη, την Πρωτόπαπα, την Κουτσαφτίκη, τον Τσιμιτσέλη, τον Καρατζογιάννη. Συμπαραστάτης και δάσκαλος σε αυτη την προσπάθεια ήταν ο Γιάννης Λιγνάδης. Ο σημαντικότερος πιστεύω μεταφραστής της εποχής μας.
-Θέλεις να κάνεις μια ευχή για το μέλλον;
–Ναι, βέβαια, εύχομαι να σταματήσει αυτό που γίνεται στη χώρα μου. Αυτή η ολοκληρωτική καταστροφή που δεν αντέχεται πια. Του χρόνου ο γυιός μου θα φύγει στο εξωτερικό. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Αλλάζει όλη σου η ζωή. Έχεις παιδιά και με καταλαβαίνεις. Είναι δυνατόν να μας αναγκάζουν να αποχαιρετάμε τα παιδιά μας; Αυτός ο ξεριζωμός είναι αβάσταχτος. Η μοναξιά. Και δεν υπάρχει ελπίδα να σταματήσει αυτή η ιστορία. Ζούμε την πιο τραγική στιγμή μας σαν έθνος, γιατί είμαστε πολιτιστικά ανοχύρωτοι. Κάποτε είχαμε μεγάλους ποιητές που εμψύχωναν κι έδειχναν το δρόμο. Τώρα δεν υπάρχουν ηγήτωρες, οι περισσότεροι πολιτικοί θα έπρεπε να δικαστούν για προδοσία και εμείς είμαστε διασκορπισμένοι κι αδιάφοροι. Είμαστε έρμαια μιας δύναμης που επελαύνει δίχως αντίσταση. Και όλοι ξέρουμε πως δίχως επανάσταση δεν έρχεται ανάσταση.
Βασίλης Λούκας
Leave a Reply