Η Marie Doutrepont είναι μια νέα δικηγόρος από το Βέλγιο. Διαβάζοντας όμως το βιβλίο της «Μόρια Μετέωροι στο πουθενά της Ευρώπης» (Εκδόσεις Ποταμός) ένοιωσα μια εγγύτητα γι΄αυτήν και ότι είναι πολύ περισσότερο από μια ξένη που ήρθε στην Ελλάδα να συνδράμει τους πρόσφυγες.
Μπορεί να μην ήταν έτσι την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι της στη Μόρια. Φεύγοντας όμως η Marie Doutrepont έδειξε ότι είναι κάτι πάνω Ελληνίδα και Ευρωπαία: Είναι πάνω από όλα: μια πολίτης που νοιάζεται.
Το βιβλίο της δεν είναι άλλο από ένα ιδιότυπο ημερολόγιο με τη μορφή επιστολών που έστελνε στους φίλους της σχεδόν καθημερινά το διάστημα των εβδομάδων που έζησε από μέσα την εμπειρία του «στρατοπέδου» της Μόριας.
Πιστεύω ότι έγραφε για ν’ αντέχει τον παραλογισμό, την φρίκη, τον κυνισμό, τα δράματα που δεν έχουν μεταφραστή για να είναι υπολογίσιμα από την γραφειοκρατία.
Το βιβλίο της Doutrepont είναι πολύ περισσότερα από ένα «κατηγορώ» για κάθε κυβέρνηση, κάθε ευρωπαϊκό θεσμό, κάθε άνθρωπο που κοιτάζει τους πρόσφυγες και βλέπει στα πρόσωπά τους έναν εν δυνάμει εχθρό.
Μέσα από την αμεσότητα της γραφής της η Βελγίδα δικηγόρος γίνεται η φωνή τόσων κατατρεγμένων που ήλπιζαν σε μια καλύτερη μοίρα από τα βασανιστήρια, τους βιασμούς, τους ξυλοδαρμούς, τις διώξεις και αντ’ αυτής υπομένουν μια βασανιστική γραφειοκρατία σε συνθήκες που προσβάλουν τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, ή τουλάχιστον ό,τι έχει απομείνει απ΄ αυτόν.
Θα μπορούσε, κάποιος κακόπιστος «ελληναράς» να ρίξει στην πυρά την «ξένη» που γράφει για την Ελλάδα. Η συγγραφέας όμως, ακόμη κι όταν – δικαιολογημένα κατά τη γνώμη μου – κατηγορεί αναφέρεται στα πρόσωπα, όχι στους Έλληνες. Πάνω απ’ όλα όμως κατηγορεί την Ευρώπη που δεν στήριξε την χειμαζόμενη, από την οικονομική της κρίση, Ελλάδα στο θέμα των προσφύγων και των μεταναστών.
Οι ιστορίες που περιγράφει έχουν όνομα, είναι ιστορίες ανθρώπων που τους έχει μπροστά της και σε εμάς τους αναγνώστες τους παρουσιάζει με τον σεβασμό που τους οφείλεται.
Διαβάζοντας το βιβλίο της Marie Doutrepont, το στομάχι σφίγγεται, τα νεύρα τεντώνονται και η αγανάκτηση φουντώνει.
Κανείς δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο, η συγγραφέας όμως κατάφερε να βοηθήσει ελάχιστους από τους χιλιάδες της Μόριας. Δεν κομπορρημονεί γι’ αυτό. Νιώθει την ελαχιστότητά της αλλά παίρνει δύναμη από το πείσμα και την καρτερικότητα των ανθρώπων που δεν μπορούν κάτσουν σε καρέκλα από τους βιασμούς που υπέστησαν, που κουβαλάνε τις δολοφονίες των παιδιών τους και των δικών τους ανθρώπων στο κεφάλι τους και το μόνο γιατρικό που βρίσκουν είναι η παρακεταμόλη, δια πάσαν νόσον.
Η ανάγνωση και οι εμπειρίες των ανθρώπων που έχουμε συνηθίσει να τους ακούμε στα ΜΜΕ (τα περισσότερα, ευτυχώς όχι όλα) ως “περιστατικά”… κυριολεκτικά σου σφίγγουν το στομάχι. Μπορεί να σε πάρει από κάτω. Μπορείς όμως να πεισμώσεις, διαβάζοντας τις ιστορίες αυτές και να νιώσεις έστω και νοερά λίγη συμπάθεια για τα δράματα που παίζονται στις σκηνές, τα παραπήγματα, τις χειμωνιάτικες λάσπες.
Τα κείμενα της συγγραφέως αποπνέουν το πείσμα και την αισιοδοξία που χωρίς αυτά ζωή δεν υπάρχει. Χωρίς να ωραιοποιεί μας μεταφέρει μια εικόνα που πολλοί δε θέλουν να τη βλέπουν Η «εικόνα» όμως περιέχει πραγματικούς ανθρώπους που, δυστυχώς, αντιμετωπίζονται ως απειλή.
Γιάννης Καφάτος