
Θεσσαλονίκη, Μάιος 1936. Ο 25χρονος Τάσος Τούσης πέφτει νεκρός από τα πυρά των αστυνομικών της δικτατορικής κυβέρνησης του Μεταξά, στη μεγάλη διαδήλωση των καπνεργατών.
Την επόμενη μέρα, ο Γιάννης Ρίτσος βλέπει στο εξώφυλλο του «Ριζοσπάστη» μια φωτογραφία στην οποία απεικονίζεται η μητέρα του Τάσου Τούση που θρηνεί το νεκρό παιδί της. Η τραγική αυτή φιγούρα θα αποτελέσει την πηγή έμπνευσης για τον «Επιτάφιο».


Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;


Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης


Και πάλι η έρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, εσύ να λείπεις
κι ακόμα εγώ νάχω φωνή ― ξόμπλι φτηνό της λύπης.


Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,
και γω τραβάω στ’ αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.


Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.




Το εξώφυλλο της τιμητικής έκδοσης του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ
Το 1979, στα εβδομηντάχρονα του ποιητή, ο Κέδρος τού αφιέρωσε μια τιμητική έκδοση του έργου για την οποία ο Α. Τάσσος χάραξε τις έξι ξυλογραφίες που είδατε παραπάνω.
Η επανέκδοση του λευκώματος έγινε το 2003, σε 1.000 αντίτυπα αριθμημένα και υπογεγραμμένα από την κόρη του ποιητή, Έρη Ρίτσου.
Το λεύκωμα είναι εκτός κυκλοφορίας.
Leave a Reply