Ο Μάρτιν ΜακΝτόνα είναι ένας από τους σημαντικότερους βρετανούς συγγραφείς και σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς. Στην Ελλάδα τον έχουμε γνωρίσει από τα θεατρικά του έργα : «Η Βασίλισσα της ομορφιάς» -το πρώτο του θεατρικό που το έγραψε μόλις 25 ετών και βραβεύτηκε με τέσσερα βραβεία Τόνι- «Ο Πουπουλένιος», «Ο Κουλοχέρης του Σποκέιν» και τη «Μοναξιά της Άγριας Δύσης».
Ιδιαίτερα αγαπητός είναι και από τις ταινίες του «Επτά ψυχοπαθείς» (Κόλιν Φάρελ, Κρίστοφερ Γουώκεν, Τομ Γουέιτς), «Αποστολή στην Μπριζ» (Ρέιφ Φάινς, Κόλιν Φάρελ)και τις «Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» (με τη Φράνσις Μακντόρμαντ που κέρδισε και Όσκαρ Ά γυναικείας ερμηνείας) ενώ, στις 2 Φεβρουαρίου, θα κάνει πρεμιέρα στη χώρα μας και «το Banshees of Inisherin » με πρωταγωνιστή πάλι τον Κόλιν Φάρελ.
Ο ΜακΝτόνα είναι ο μόνος συγγραφέας μετά τον Σαίξπηρ που είδε να ανεβαίνουν στο Λονδίνο μέσα στην ίδια χρονιά τέσσερα έργα του. Θεματικός πυρήνας της δραματουργίας του είναι η απεικόνιση της ακραίας βίας και ο ίδιος έχει συγκριθεί με συγγραφείς όπως η Σάρα Κέιν και ο Μαρκ Ρέιβενχιλ, των οποίων τα έργα αναστάτωσαν και σόκαραν το κοινό.
Η «Μοναξιά στην άγρια Δύση» που ο Νίκος Κουρής επέλεξε να παρουσιάσει με διαφορετικό τίτλο ως «Η Μοναξιά της Δύσης» είναι το τρίτο μέρος της «Τριλογίας του Λήνεην», μετά τη «Βασίλισσα της ομορφιάς» και το «Ένα ιρλανδέζικο κρανίο» και αποτελεί την κορωνίδα της αγριότητας των οικογενειακών σχέσεων σε μια επαρχιακή κωμόπολη της Ιρλανδίας.
Το έργο έχει ανέβει και στο παρελθόν, στην Ελλάδα, σε σκηνοθεσία Βλαδίμηρου Κυριακίδη, Πέμης Ζούνη, αλλά και από την ομάδα Vatos με τη βοήθεια του σκηνοθέτη Πέτρου Ζούλια σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ.
Φέτος, στο Θέατρο Αθηνών, παρουσιάζεται με την καινούργια μετάφραση της Λένιας Ζαφειροπούλου.
Σύμφωνα με την υπόθεση ένας γιος δολοφονεί τον πατέρα του και ο αδερφός του τον καλύπτει. Παρ’ όλα αυτά η σχέση τους μόνο ιδανική δεν είναι. Τα δύο αδέρφια, ο Κόλμαν και ο Βαλίν, αλληλοσπαράζονται με την πρώτη ευκαιρία και με αστείες αφορμές.
Ο ιερέας της μικρής πόλης της Κονεμάρα, στην κομητεία του Γκόλγουεϊ της Ιρλανδίας, όπου ζουν, σε μια κρίση πίστης θα κάνει μια ύστατη προσπάθεια να τους βοηθήσει να μονιάσουν. Θα τα καταφέρει; Τον συνδράμει και ένα παράξενο κορίτσι, η Γκερλίν, που πουλάει κρυφά το νοθευμένο ουίσκι του πατέρα της για να αγοράσει ένα δώρο στον αγαπημένο της. Τα δυο αδέρφια, μέσα στο πατρικό τους σπίτι, θα αναμετρηθούν μέχρι τελικής πτώσης…
Το έργο του ΜακΝτόνα διακατέχεται από τον ωμό ρεαλισμό, χωρίς όμως να του λείπουν οι δόσεις χιούμορ αλλά και μια υποβόσκουσα ποιητικότητα. Το στοίχημα λοιπόν για τον σκηνοθέτη είναι τρομερά απαιτητικό τόσο στη διδασκαλία των σκληροτράχηλων ρόλων που στη βάση τους δεν είναι τίποτα άλλο από πληγωμένα παιδιά, όσο και στην παρουσίαση της βίας που ελλοχεύει σε κάθε σκηνή.
Οι ήρωες του έργου γίνονται αφορμή για ένα ολόκληρο κεφάλαιο της ψυχανάλυσης που ξεκινάει από τη χαρτογράφηση του ασυνείδητου του Φρόυντ και συνεχίζεται με τη βυθομέτρηση του Γιούνγκ.
Ο Νίκος Κουρής στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα βάζει τον πήχη πολύ ψηλά επιλέγοντας ένα τρομερά δύσκολο και πολυεπίπεδο κείμενο. Εύκολα και ο πιο άπειρος θεατής διακρίνει ότι έχει δουλέψει πολύ πάνω σ’ αυτό.
Παρ’ όλα αυτά όμως το αποτέλεσμα είναι άνισο. Ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος υπάρχει μια μόνιμη αμηχανία μεταξύ των ηθοποιών, σαν οι ήρωες να μην συναντιούνται ποτέ. Η κατάσταση αλλάζει προς το πολύ καλύτερο, στο δεύτερο μέρος και ιδιαίτερα στη σκηνή με το πραγματικό αλλά και συμβολικό πινγκ-πονγκ. Εκεί, τόσο ο Βαλίν του ίδιου του σκηνοθέτη, όσο και ο Κόλμαν του Χρήστου Μαλάκη δίνουν ρέστα. Δυστυχώς, όμως αυτό συμβαίνει στα τελευταία λεπτά, αφήνοντας μια όμορφη επίγευση.
Έχω την αίσθηση, ότι το μεγαλύτερο αγκάθι της σκηνοθεσίας είναι ότι τελικά δεν κατάφερε να φωτίσει το μαύρο χιούμορ του έργου. Χιούμορ απαραίτητο για να αντέξει κανείς τη σκληρότητα που το διακρίνει. Στις λίγες στιγμές που συνέβη ήταν λυτρωτικό.
Άνισες είναι όμως και οι ερμηνείες των ηθοποιών.
Ο Κόλμαν του Χρήστου Μαλάκη είναι ένα φαινομενικά αφασικό πλάσμα, που κρύβει μέσα του ένα δαιμονικό εργοτάξιο κακίας και σαδισμού με τον ηθοποιό να καταφέρνει περίφημα να τον σκιαγραφήσει.
Ο πάντα καλός Νίκος Κουρής, ως Βαλίν καταφέρνει να φέρει στη σκηνή μια παιδικότητα και ένα παράπονο από τον άγριο, κτητικό και φιλάργυρο τύπου που ερμηνεύει. Ιδιαίτερα συγκινητικό το ανεπαίσθητο πιπίλισμα των δακτύλων στη σκηνή της εξομολόγησης.
Ο Γιώργος Ηλιόπουλος ως πάτερ Ουέλς ξεκινάει πολύ αμήχανα αλλά στον μονόλογό του καταφέρνει να συγκινήσει. Είναι ένας άνθρωπος που φέρνει το φορτίο της αποτυχίας. Όλο του το ποίμνιο έχει εξοκείλει, οι περισσότεροι δεν προφέρουν σωστά ούτε το όνομά του και το αλκοόλ γίνεται η μοναδική του παρηγοριά.
Η Δανάη Μιχαλάκη στον ρόλο της Γκερλίν επαφίεται σε μια μονοδιάστατη ελαφράδα που σίγουρα δεν αρκεί. Χωρίς να καταφέρει να φωτίσει τις άλλες πτυχές της προσωπικότητας της ηρωίδας της και χωρίς να πείσει για την ερωτική της απογοήτευση.
Τα σκηνικά της Όλγας Μπρούμα χρησιμοποιούν τα τρία βασικά σύμβολα του έργου: τον σκύλο, την καραμπίνα και τον Εσταυρωμένο σε μια εμπνευσμένη εικαστικά απεικόνιση. Δίνοντας την ευκαιρία στο σκηνοθέτη να κάνει ακόμη πιο σαφή την κριτική του ΜακΝτόνα στην εκκλησία, τοποθετώντας για παράδειγμα ένα μπουκάλι ουίσκι πάνω στο σταυρό ή βάζοντας στη βάση του ένα σωρό από τσιπς. Εξάλλου από την πρώτη σκηνή θα ακουστεί η φράση “Είσαι πολύ καλός ιερέας γιατί δεν κακοποιείς πεντάχρονα”.
Ενώ θα καυτηριαστεί με έντονο ύφος η στάση της εκκλησίας να δίνει την ευκαιρία ακόμη και “σ’ όσους έχουν σκοτώσει μια ντουζίνα ανθρώπους να ζητήσουν συγχώρεση” ενώ τους αυτόχειρες τους “στέλνει κατευθείαν στα καζάνια της κολάσεως”.
Τα κουστούμια της Ματίνας Μέγκλα είναι ταιριαστά με το σύμπαν των ηρώων.
Ενδιαφέρουσα η μουσική του Θοδωρή Ρέγκλη και το ηχητικό περιβάλλον των άγριων θηρίων και όρνιων κάθε φορά που η μάχη μεταξύ των δύο αδερφών κορυφωνόταν.
Καίριοι οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου.
Γιώτα Δημητριάδη