
Παραμονή Αγίου Φανουρίου είχαμε μάζωξη στο σπίτι της Σπεράντζας.
Ο Παύλος , η Κατερίνα, εγώ , η Μάγια και η Σπεράντζα φυσικά. Τα υλικά για τη Φανουρόπιτα διαβασμένα , πάνω στο τραπέζι , ο Παύλος έβλεπε τηλεόραση , η Μάγια τραγουδούσε, η Σπεράντζα έδινε εντολές στην Κατερίνα και γω έτρωγα φιστίκια Αιγίνης.
Ένα σπίτι γεμάτο φιστίκια , εικονίσματα και φωτογραφίες γυμνόστηθων αραπίνων. Τις είχα βαφτίσει φανερωμένες , βοήθειά μας . Όσο ψηνόταν η Φανουρόπιτα , έγραφε παραγγελιές για φανερώματα.
"Τι θες βρε να σου φανερωθεί , λέγε να το γράψω".
Χέστηκε για μένα ο Φανούρης,
η Σπεράντζα όμως τον είχε προστάτη και δεν σήκωνε πολλά πολλά. Έλεγα κάτι , με κοιτούσε υποτιμητικά ,
"βρε πες κάτι για γαμίσια".
Γέμιζε ένα χαρτί παραγγελιές και ανήμερα Φανουρίου πηγαίναμε με τον Παύλο στην εκκλησία που είναι στην πλατεία Μοναστηρακίου. Εγώ με τις εκκλησίες δεν έχω και τις καλύτερες σχέσεις αλλά ποιος τολμούσε να φέρει αντίρρηση στην Σπεράντζα.
Με τον Ηλεκτρικό στο Μοναστηράκι , εγώ με την πίτα στο χέρι για το διάβασμα , ο Παύλος την έκανε για να παίξει ΠΡΟΠΟ, ο παπάς με περίμενε.
Διάβασμα πίτας με ραντεβού. Του έδινα το χαρτί , έβαζε την πίτα στο τραπέζι και άρχιζε το μαρτύριο:
"τι λέει εδώ"; "Να της φανερωθεί ένας με μεγάλο πουλί γιατί τη χαλάνε οι μικροτσούτσουνοι".
Βλέπετε η Σπεράντζα έπαιρνε παραγγελιές για τη Φανουρόπιτα και οι φίλες της ανεξαρτήτως φύλου ήταν "γουδοφυλόφιλες". Τέτοιο πουτσοδιάβασμα ούτε σε Διονυσιακές γιορτές. Τέλειωνε ο παπάς , άναβα τα κεριά που ήθελε, του έδινα τα λεφτά που μου είχε δώσει , έπαιρνα την πίτα , έπαιρνα και τον Παύλο από το προποτζίδικο, επιστροφή στην Καλύμνου.
Το τραπέζι στρωμένο , οι πεντάμορφες στολισμένες , περνούσαν οι ταμένες να πάρουν το κομμάτι τους , το καντήλι μπροστά στο εικόνισμα του Αγίου αναμμένο και μόνο πουτσοχάμπερα αντί για απολυτίκια.
Έφυγε ο Παύλος , πήγαινα μόνος την πίτα , σταμάτησα να δίνω το χαρτί στον παπά , κάτι μουρμούριζε όταν τη σταύρωνε και είμαι σίγουρος , έλεγε "καλά γαμίσια".
Τελευταία χρονιά με την Σπεράντζα , εγώ στο νησί , την πήρα τηλέφωνο.
"Έρχομαι αύριο για τη Φανουρόπιτα".
"Δεν θα φτιάξω".
"Μη λες μαλακίες , έρχομαι".
Δεν έφτιαξε. Πονούσε , φάγαμε φιστίκια , ακόμα και οι ιστορίες πηδημάτων πόνο και ένα "αχ" είχαν.
Στην πρώτη επέτειο του φευγιού αντί για λουλούδια της πήγα Φανουρόπιτα , τσιμπούσι κάνανε τα σπουργίτια. Τώρα έχω βαφτίσει ένα δένδρο με το όνομά της και ανάβω ένα κερί στο Μοναστηράκι όταν ανεβαίνω Αθήνα. Δεν ξέρω προσευχές, τραγουδώ από μέσα μου "πού θα πάει τέλος πάντων η βαλίτσα", μια φορά ξεχάστηκα , μ’ έπιασε κέφι κι άρχισα να χορεύω , μου φάνηκε πως χόρεψαν και οι Άγιοι που σίγουρα τους κόλαζε.
Άγγελος Πυριόχος
Leave a Reply