
«Ο Τσέχωφ ήταν ο βάρδος της απελπισίας. Επίμονα, θλιμμένα, μονότονα, κατά τη διάρκεια όλης της εικοσιπενταετούς λογοτεχνικής του δραστηριότητας, δεν έκανε παρά ένα και μόνο πράγμα: να σκοτώνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις ελπίδες των ανθρώπων. Σε τούτο, κατ’ εμέ, έγκειται η ουσία του έργου του» ,σημειώνει ο ουκρανο-εβραϊκής καταγωγής, φιλόσοφος Λεφ Σεστόφ.
Το μοτίβο της απελπισίας αλλά και της αποξένωσης του ατόμου από τους γύρω του και τον εαυτό του είναι ιδιαίτερα έντονο και στον «Θείο Βάνια», ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα έργα του Ρώσου δημιουργού, που ολοκλήρωσε σε ηλικία μόλις 36 ετών, πάσχοντας από φυματίωση και έχοντας την επίγνωση ότι δεν του απομένουν πολλά χρόνια ζωής -και πράγματι πέθανε 45 ετών. Το υπαρξιακό αδιέξοδο του συγγραφέα είναι συνεχώς παρόν στο έργο.
Πρόκειται για μια ιλαροτραγωδία ανεκπλήρωτων ερώτων με τους κεντρικούς ήρωες τον θείο Βάνια και την ανιψιά του, τη Σόνια, να πλήττουν θανάσιμα μέσα σε μια μίζερη καθημερινότητα στην εξοχή. Μοναδικός σκοπός της ζωής τους είναι να στηρίζουν οικονομικά τον πατέρα της Σόνιας, που ζει στην πόλη και δεν είναι παρά ένας ξιπασμένος ακαδημαϊκός, ο οποίος όπως αποδεικνύεται, δεν ενδιαφέρεται καθόλου, ούτε για εκείνους, ούτε για τη γη του.
Όταν θα τους επισκεφτεί θα φέρει μαζί του και τη νεαρή και όμορφη σύζυγό του Ελένα την οποία και ερωτεύεται ο θείος Βάνιας αλλά και ο γιατρός Αστρώφ, ο κρυφός έρωτας της Σόνιας. Η παρουσία τους διαταράσσει την καθημερινότητα των ανθρώπων του σπιτιού, ταράσσοντας τις ευαίσθητες ισορροπίες και φέρνοντας χαμένα όνειρα, ανολοκλήρωτους έρωτες και ανεκπλήρωτες επιθυμίες στην επιφάνεια.
«Ο Θείος Βάνιας» δεν θεωρείται τυχαία, αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, καθώς τα αινίγματα της ανθρώπινης ύπαρξης που μελετά είναι ακόμη και σήμερα τόσο επίκαιρα, όσο ήταν και τη μακρινή δεκαετία του 1890. Γι΄ αυτό και ο σύγχρονος θεατής ταυτίζεται με τους ήρωες και τα αδιέξοδά τους.
Το έργο έχει τέσσερις πράξεις: η δράση ξεκινά από τον κήπο του σπιτιού, διατρέχει το εσωτερικό του, για να καταλήξει στο δωμάτιο του θείου Βάνια. Η δομή του έργου θυμίζει ένα κρεμμύδι που ξεφλουδίζοντάς το φτάνουμε στον πυρήνα.
Ο Δημήτρης Καραντζάς όμως, στο θέατρο Προσκήνιο, κάνει μια διαφορετική, εμπνευσμένη και άκρως ενδιαφέρουσα πρόταση. Στην παράσταση του και οι τέσσερις πράξεις διαδραματίζονται γύρω από ένα τεράστιο τραπέζι -εξαιρετικά καλαίσθητο το σκηνικό της Μαρίας Πανουργιά. Όλοι οι ήρωες, επί σκηνής, σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, δρουν και πάσχουν ή καλύτερα υπομένουν με φόντο το ίδιο σκηνικό.
Μ’ αυτή τη σκηνοθετική οπτική γίνεται φανερό πόσο το υποκειμενικό και το αντικειμενικό ταυτίζονται στο έργο του Τσέχωφ. Οι ήρωες του Καραντζά μοιάζουν εγκλωβισμένοι σ’ ένα ασφυκτικό τοπίο, που σαν άλλη κλεψύδρα μετρά αντίστροφα τον χρόνο που απομένει. Γι’ αυτό καθόλου τυχαία ο σκηνοθέτης τοποθετεί στη σκηνή έναν μηχανισμό με μια σταγόνα να πέφτει πάνω στο τραπέζι. Το μαρτύριο της σταγόνας είναι συνεχώς παρόν, σαν τον αμείλικτο χρόνο, που σε κάνει να υποφέρεις, είτε γιατί χάνεται είτε γιατί οι δείκτες του ρολογιού δεν πάνε παρακάτω.
Η σκηνοθεσία του Καραντζά χτίζει σταδιακά το συναίσθημα του θεατή, μ’ αποτέλεσμα στο φινάλε, που δεν φέρνει την κάθαρση, αλλά μάλλον μια συμφιλίωση των ηρώων με τον πόνο και το τραύμα, η συγκίνηση να βγαίνει αβίαστα. Ομολογώ πως έκλαψα με την καρδιά μου στον τελευταίο μονόλογο της Σόνιας.
Πρόκειται για μια παράσταση πολύ επιμελημένη και προσεγμένη στην τελευταία της λεπτομέρεια με τόσους πολλούς συμβολισμούς που οι συνειρμοί για τον θεατή είναι αναπόφευκτοι.
Εξαιρετικές σκηνές είναι η συμφιλίωση της Σόνιας και της Ελένας πάνω στο τραπέζι που φωτίζει ξεκάθαρα το κωμικό στοιχείο του Τσέχωφ- ο ίδιος υποστήριζε ότι έγραφε κωμωδίες- αλλά και η σκηνή, όπου με απίστευτη βουλιμιά η Σόνια τρώει τα πάντα πάνω στο τραπέζι για να μην ομολογήσει τα συναισθήματά της στον Αστρώφ. Πόσο οικεία μας είναι σήμερα η περίφημη “συναισθηματική πείνα”;
Η παράσταση χρωστάει την επιτυχία της και στις σπουδαίες ερμηνείες. Θα μου επιτρέψετε να ξεχωρίσω για την εσωτερικότητά της, τη Σόνια, της Ηρώς Μπέζου, μια σπουδαία ηθοποιός που εξελίσσεται και μας εντυπωσιάζει.
Ο θείος Βάνιας του Χρήστου Λούλη σε κερδίζει γιατί παράλληλα με την μόνιμη παραίτηση του ήρωά του καταφέρνει να φωτίσει και το τραυματισμένο παιδί που έχει μέσα του, τόσο με το λόγο, όσο και με τη σπαρακτική εμβρυακή του στάση σε καθοριστικές σκηνές.
Η Ξένια Καλογεροπούλου είναι ένα δώρο για την παράσταση. Το ίδιο και οι λίγες αλλά κομβικές της ατάκες που τη μεταμορφώνουν σε μια αυθεντική τσεχωφική φιγούρα.
Υπέροχη η Μαρίνα της Μαρίας Φιλίνη από την αρχή μέχρι το τέλος. Ουσιαστικά παρών ο Τελιέγκιν του Αντώνη Αντωνόπουλου.
Ο Φιντέλ Ταλαμπούκας δεν είναι ο κλασικός γοητευτικός γιατρός Άστρωφ, που βλέπουμε συνήθως στα ανεβάσματα του έργου. Ο ηθοποιός φωτίζει πολύπλευρα τον χαρακτήρα του, δίνοντας μια άλλη ενδιαφέρουσα οπτική στο ρόλο.
Βρήκα τον Σερεμπριακώφ του Μανώλη Μαυροματάκη κάπως υποτονικό, σαν να έδωσε το εξωτερικό σχήμα του ρόλου αλλά όχι πάντα και το δραματικό του βάθος.
Ίσως το ίδιο να συνέβη και με την πάντα καλή ηθοποιό Θεοδώρα Τζήμου στον ρόλο της Ελένας.
Η υπέροχη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη δεν επιλέγεται τυχαία από σπουδαίους σκηνοθέτες, με πρώτο τον Λευτέρη Βογιατζή το 1989.


Πέρα από το τεράστιο, δρύινο τραπέζι της Μαρίας Πανουργιά, το σκηνικό της συμπληρώνουν οι πολλές λεπτομέρειες πάνω σ’ αυτό αλλά και οι πίνακες που εναλλάσσονται στο κεντρικό μαύρο φόντο. Με τους συμβολισμούς τους να φωτίζουν και άλλα στοιχεία του έργου από την οικολογία μέχρι το φροϋδικό εγώ και υπερεγώ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ούτε το μέγεθός τους, που αλλάζει και εστιάζει σε συγκεκριμένα σημεία από το μεγάλο δάσος, στο ναρκισσιστικό κομμάτι που συμβολίζει ο κύκνος, μέχρι την πλάτη της αγελάδας.
Το εικαστικό αποτέλεσμα της παράστασης συμπληρώνουν τα καλόγουστα κουστούμια της Ιωάννας Τσάμη και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου.
Ταιριαστή η διακριτική μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού. Σημαντική δουλειά έχει γίνει και στην κίνηση από τον Τάσο Καραχάλιο που κατάφερε να βρει εμπνευσμένες λύσεις και να μετατρέψει το μειονέκτημα του περιορισμένου χώρου σε πλεονέκτημα.
Ο «Θείος Βάνιας» του Δημήτρη Καραντζά είναι μια σπουδαία παράσταση που αποδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ότι τα κλασικά έργα είναι ανοιχτά σε σύγχρονες αναγνώσεις αρκεί ο σκηνοθέτης να διαθέτει ταλέντο, δυνατή ομάδα ηθοποιών και ανοιχτές κεραίες με την κοινωνία.
Γιώτα Δημητριάδη
Leave a Reply