
Αν καλούμασταν να σκιαγραφήσουμε τον Αθηναίο ηγέτη Θεμιστοκλή σε ένα κοινό που είχε πλήρη άγνοια για αυτόν, δεν θα μπορούσαμε να τον εισαγάγουμε με περιεκτικότερο τρόπο από το να τονίσουμε την ικανότητά του να βρίσκει ταχύτατα λύσεις σε προβλήματα που φάνταζαν στους υπόλοιπους ως αδιέξοδα και μάλιστα υπό συνθήκες ασφυκτικής πίεσης. Ευέλικτος διπλωμάτης, διορατικός πολιτικός και χαλκέντερος στρατάρχης, ο Θεμιστοκλής κατάφερε να πείσει τον πανελλήνιο στόλο να αντιμετωπίσει τους Πέρσες στη Σαλαμίνα και όχι στον Ισθμό της Κορίνθου και με αυτόν τον τρόπο συνέβαλε όσο κανείς άλλος στη διαφύλαξη της φυσιογνωμίας του δυτικού πολιτισμού από την περσική απειλή.
Το περιστατικό που αποτυπώνει με τον γλαφυρότερο ίσως τρόπο την διπλωματική επιδεξιότητα αυτού του άνδρα είναι το τέχνασμα με το οποίο κατάφερε να αντιμετωπίσει τις αντιρρήσεις των Σπαρτιατών στην απόφαση των συμπατριωτών του να ανεγείρουν τα τείχη της πόλης τους, της Αθήνας, μετά τη λήξη των Περσικών Πολέμων το 479 π.Χ. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας φάσης των εχθροπραξιών οι Αθηναίοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη τους, την οποία είχαν καταλάβει οι Πέρσες. Οι τελευταίοι, εγκαταλείποντας ηττημένοι την Ελλάδα, ισοπέδωσαν την πόλη συμπεριλαμβανομένων και των τειχών της (εκείνων γύρω από το άστυ και όχι των Μακρών Τειχών που θα κατασκευαστούν τριάντα περίπου χρόνια αργότερα). Οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην κατεστραμμένη πατρίδα τους και, όπως ήταν λογικό, αποφάσισαν να ξαναχτίσουν τα κτίριά τους και τα τείχη τους.
Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, καχύποπτοι και φοβισμένοι από την ανερχόμενη ισχύ των θαλασσοκρατόρων πλέον Αθηναίων, έσπευσαν να στείλουν πρεσβεία στους Αθηναίους ζητώντας τους να μην ανεγείρουν τα τείχη τους. Οι Σπαρτιάτες δεν αποκάλυψαν την καχυποψία τους και τα πραγματικά κίνητρά τους, αλλά προφασίστηκαν ότι θα ήταν συμφέρον για τους Έλληνες να μην υπάρχουν τειχισμένες πόλεις εκτός της Πελοποννήσου, τις οποίες οι Πέρσες, σε μία ενδεχόμενη εισβολή, θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν ως ορμητήρια. Ο Θεμιστοκλής, ο οποίος πρωτοστατούσε στην πολιτική ζωή της Αθήνας εκείνη την περίοδο, συμβούλευσε τους Αθηναίους να πουν στους Σπαρτιάτες ότι θα έστελναν πρέσβεις στη Σπάρτη για να συζητήσουν το θέμα. Μάλιστα, πρότεινε στους Αθηναίους να στείλουν τον ίδιο στη Σπάρτη, να ξεκινήσουν εν τω μεταξύ την κατασκευή των τειχών και, μόλις το τείχος φτάσει σε ένα ικανοποιητικό ύψος, να στείλουν κι άλλους πρέσβεις στη Σπάρτη. Οι Αθηναίοι δέχτηκαν και ο Θεμιστοκλής ξεκίνησε για τη Σπάρτη.


Ο ψυχρός πόλεμος ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη δεν είχε ακόμη λάβει τις διαστάσεις που θα αποκτούσε μέσα στις επόμενες δεκαετίες, αλλά και πάλι υπέβοσκε. Ήταν λοιπόν μεγάλο το ρίσκο για οποιονδήποτε Έλληνα πρέσβη να εγκατασταθεί στη Σπάρτη, τη «φωλιά του λύκου», με σκοπό να ξεγελάσει τον λύκο και μάλιστα μέσα στην ίδια τη φωλιά του. Υπήρχε κίνδυνος, αν οι Σπαρτιάτες αντιλαμβάνονταν ότι ο Θεμιστοκλής απλώς ήθελε να κερδίσει χρόνο, να τον συλλάβουν και στη χειρότερη περίπτωση, αν όχι να τον θανατώσουν, να τον κρατήσουν αιχμάλωτο μακριά από την πατρίδα του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Θεμιστοκλής γνώριζε τον κίνδυνο και γι’ αυτόν τον λόγο καθυστερούσε να εμφανιστεί ενώπιον των σπαρτιατικών αρχών. Όταν κάποιος άρχων τον ρωτούσε γιατί κωλυσιεργεί, απαντούσε ότι περιμένει συμπρέσβεις από την Αθήνα και προσποιούταν ότι απορεί που αργούν τόσο να εμφανιστούν. Το κύρος που είχε αποκτήσει ακόμη και στα μάτια των Σπαρτιατών λόγω της πρωταγωνιστικής δράσης του στους Περσικούς Πολέμους ανάγκασε τους Σπαρτιάτες να κάνουν υπομονή μέχρι ενός χρονικού σημείου.


Ωστόσο, καθώς οι Αθηναίοι μέρα με τη μέρα ύψωναν όλο και περισσότερο το τείχος τους, πολλοί Έλληνες κατέφθαναν στη Σπάρτη και προειδοποιούσαν τους Σπαρτιάτες ότι ο Θεμιστοκλής απλώς καθυστερεί τις διαπραγματεύσεις μέχρι να ολοκληρωθεί ο στόχος της πόλης του. Όταν οι Σπαρτιάτες ζήτησαν εξηγήσεις από τον Θεμιστοκλή, εκείνος μέσα σε κλίμα διπλωματικής ασφυξίας βρήκε την ψυχραιμία να απαιτήσει να μην πιστεύουν τις φήμες αλλά να στείλουν δικούς τους πρέσβεις να διαπιστώσουν αν όντως ισχύουν οι διαδόσεις. Οι Σπαρτιάτες πείστηκαν και αυτό ήταν το λάθος-κλειδί που διέπραξαν. Διότι ο Θεμιστοκλής έστειλε γρήγορα εντολή στους Αθηναίους να κρατήσουν με κάθε εύσχημο πρόσχημα τους Σπαρτιάτες πρέσβεις στην Αθήνα μέχρι να επιστρέψει ο ίδιος. Στην ουσία, αυτό που μεθόδευε ήταν η ανταλλαγή του εαυτού του, ο οποίος κι ο ίδιος σαν αιχμάλωτος ζούσε στη Σπάρτη εκείνη την περίοδο, με τους Σπαρτιάτες πρέσβεις, σε περίπτωση που τα πράγματα δυσκόλευαν.
Όταν, λοιπόν, σιγουρεύτηκε ότι το τείχος είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, εμφανίστηκε επιτέλους ενώπιον των σπαρτιατικών αρχών και είπε τα εξής: «Η πόλη μου έχει ήδη τειχιστεί, ώστε να μπορεί να σώσει τους κατοίκους της. Κι αν θέλετε, Σπαρτιάτες, είτε εσείς είτε οι σύμμαχοί σας, να στέλνετε πρεσβείες στην Αθήνα, να το πράττετε έχοντας επίγνωση ότι έρχεστε σε ανθρώπους που μπορούν από μόνοι τους να διακρίνουν το συμφέρον το δικό τους και εκείνο της Ελλάδας». Ασφαλώς, υπονόησε και ότι «αφήστε μας ελεύθερους εμένα και τους συναδέλφους μου, αλλιώς κι εσείς δεν θα δείτε ποτέ ξανά τους πρέσβεις σας να επιστρέφουν». Οι Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν παρά να δεχτούν το τετελεσμένο και οι δύο πόλεις αντάλλαξαν εντέλει τους απεσταλμένους τους.
Βασίλης Λιοτσάκης
Leave a Reply