
Πόσες φορές έχετε διαπιστώσει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από το ‘ποτέ μη λες ποτέ’; Πολλές. Φέτος ήταν η σειρά μου να (ξανά)θυμηθώ την αξία της συγκεκριμένης φράσης. Πρώτη φορά camping!
Έρχονταν μερικές μέρες ξεκούρασης, μετά από δυό βαρείς χειμώνες (και δεν αναφέρομαι στις μετεωρολογικές συνθήκες) και ένα εξ’ ίσου δυσκοίλιο καλοκαίρι (αυτό των capital controls και του δημοψηφίσματος, θυμάστε;). Δεν υπήρχε η παραμικρή διάθεση ψαξίματος καταλυμάτων που δέχονται κατοικίδια (αυτό είναι μια πονεμένη ιστορία και την αφήνουμε για κάποια άλλη φορά), δεν υπήρχε η πολυτέλεια να γνωρίζω απ’ τον Φλεβάρη τις μέρες ξεκούρασης ώστε να κανονίσω έγκαιρα κάτι (ναι, με εκνευρίζουν αυτοί που κάνουν κάτι τέτοιο)-δεν είμαι τέτοιος τύπος άλλωστε και, φυσικά, δεν υπήρχε ίχνος υπομονής για να διαβάσω αυτά τα περίφημα ‘σχόλια αυτών που το έχουν επισκεφτεί’ όπου ο κάθε πικραμένος κρίνει με αποκλειστικό γνώμονα τις ανάγκες του.
Γενικά το μόνο που ενδιέφερε ήταν να περάσουν λίγες μέρες ξεκούρασης και τίποτα παραπάνω. Ούτε εξερευνήσεις στα πέριξ του οποιουδήποτε προορισμού, ούτε αναζητήσεις της τέλειας ταβέρνας , ούτε καν του καλύτερου παγωτού της περιοχής.
Στο μίνι οικογενειακό συμβούλιο αποφασίστηκε , με απόλυτη πλειοψηφία, να πάμε για πρώτη φορά σε camping. Η εμπειρία στο συγκεκριμένο τρόπο διακοπών ήταν μία (αριθμός 1) διανυκτέρευση σε παραλία και μερικές πετυχημένες προσπάθειες στησίματος μιάς μικρής σκηνής δύο ατόμων. Τουλάχιστον δε θα έπεφτε ο ουρανός πάνω στο κεφάλι μας… Επιλέξαμε περιοχή, βρήκαμε τα υπάρχοντα campings κι αποφασίσαμε να πάμε εκεί που πήγαμε.
Ένας καλός φίλος προσφέρθηκε να κάνει τη διαμονή μας ακόμα καλύτερη , δανείζοντάς μας μία μεγαλύτερη σκηνή και ένα φουσκωτό στρώμα ύπνου. Καλός άνθρωπος.
Φτάσαμε, στήσαμε κάτω από τις λεμονιές, σ’ έναν χώρο με μόνιμη σκιά όλες τις ώρες της μέρας κι άρχισαν οι διακοπές. Πρέπει να ήμασταν οι πλέον πρωτόγονοι από πλευράς εξοπλισμού, αλλά δε μ’ ένοιαζε, αφού μπορούσαμε να καθίσουμε κάπου και να ακουμπήσουμε ένα ποτήρι πάνω σ’ ένα μικρό ξύλινο τραπεζάκι.
Η πρώτη βόλτα στον χώρο ήταν κάτι σαν αποκάλυψη. Camper vans και τροχόσπιτα παντού, σκηνές υπερπαραγωγές-κανονικά τριάρια, έλληνες και ξένοι, οικογένειες, παιδάκια και εξοπλισμός. Πολύς εξοπλισμός. Ψυγεία κανονικά (!), φούρνοι, κουζίνες υγραερίου, τηλεοράσεις, όλα τα κομφόρ! Πλυντήριο ρούχων δεν είδα μόνο, αλλά ίσως να μην έψαξα όσο έπρεπε.
Ευτυχώς η ταπεινή μας σκηνή βρισκόταν στα ορεινά, μακριά από όλα αυτά και ο μοναδικός ‘σύγχρονος’ εξοπλισμός που διέθετε ήταν ένα ηχοσύστημα (μπορείτε να το θαυμάσετε στη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο) και μία λάμπα LED με μπαταρίες. Ο υπόλοιπος φωτισμός προερχόταν από ένα κερί και ένα φαναράκι με ρεσώ που κρεμάστηκε σε ένα κλαδί. Αποδείχθηκαν κάτι παραπάνω από επαρκή. Έκανε ζέστη τις πρώτες μέρες, πολύ ζέστη. Ο μικρός τα είχε ψιλοπαίξει, αλλά του άρεσε το άραγμα στη παραλία κάτω από σκιά.
Το πρώτο κιόλας βράδυ μαζεύτηκαν κάτι κατάμαυρα σύννεφα από πάνω μας κι έπεσαν μερικές ψιχάλες. Ιδανικό ξεκίνημα. Την επόμενη μέρα έβρεχε για κάνα δίωρο-πάντα το βράδυ, για να μη χάσουμε τα μπάνια μας, αλλά ευτυχώς δεν πέρασε ούτε σταγόνα την καλά καλυμμένη σκηνή μας.
Σεντονάκι πάντως χρειάστηκε για τον ύπνο. Εξοπλισμό μαγειρικής δεν είχαμε. Πακέτο απ το εστιατόριο του camping (καλές τιμές, χορταστικές μερίδες και αληθινές τηγανιτές πατάτες) και μάσα στη παραλία, μπροστά στο κύμα. Παγωτάκι κρι-κρι από το μίνι μάρκετ, μια χαρά και είπαμε, οι γκουρμεδιές είχαν μείνει Αθήνα. Τα απολύτως απαραίτητα ήταν υπέρ αρκετά-μας έφτανε που μπορούσαμε να αράζουμε με τις ώρες στη παραλία, να κοιμόμαστε εκεί, να τρώμε εκεί και να βουτάμε στη θάλασσα όποτε θέλαμε. Ο πρωινός καφές σχεδόν καραβίσιος, χτυπημένος σε αυτοσχέδιο σέηκερ με κρουασάν από κάποιο σούπερ μάρκετ.
Το όλο θέμα πήρε το δρόμο του με την ολοκλήρωση της πρώτης διανυκτέρευσης. Ξυπνάς με το που μπαίνει ο ήλιος στη σκηνή, ανοίγεις το μάτι και νιώθεις αμέσως καλά. Δε σε νοιάζει πως είναι νωρίς, σου αρκεί που ξυπνάς εκεί που ξυπνάς, μέσα στη απόλυτη ησυχία (να τα λέμε αυτά, οι γείτονες ήταν άπαντες ‘παναγίες’), κάτω από τα δένδρα και δεν αναρωτιέσαι ‘τι θα κάνω σήμερα’, γιατί ξέρεις πως οι επιλογές σου είναι συνειδητά περιορισμένες.
Παραλία, μπάνιο, ύπνος, χαλάρωση, μάσα και ξανά μανά τα ίδια και με όλο αυτό το υπέροχο τίποτα νιώθεις μια γλυκιά κούραση εκεί γύρω στις 12 το βράδυ.
Κάποιοι άλλοι βέβαια αποδείχθηκαν σαφώς πιο περιπετειώδεις τύποι. Μια παρέα Ιταλών κάποιας ηλικίας φόρτωσαν ένα ολόκληρο σπίτι σ’ ένα φουσκωτό και χάθηκαν στη θάλασσα για να επιστρέψουν μετά από πολλές ώρες, πολλοί έβγαιναν για ψάρεμα και γύρναγαν με το φαί της ημέρας, Ήταν ωραίο να το βλέπεις ξαπλωμένος στη παραλία. Γενικά τα πάντα είναι ωραία όταν είσαι ξαπλωμένος στη παραλία κι έχεις καταφέρει ν’ αδειάσεις το μυαλό-εκτός ίσως από το θέαμα μιάς κακορίζικης κυρίας απ’ το διπλανό σπίτι που κάθε τόσο έβγαινε να ελέγξει μη κι έχει καθίσει κανείς στις ξαπλώστρες που είχε μπροστά στην ιδιοκτησία της.
Για κουνούπια είχαμε ακούσει πολλές τρομακτικές ιστορίες, αλλά τόσες μέρες εκεί δε συναντήσαμε ούτε ένα και είμαι βέβαιος πως γι αυτό δεν ευθύνεται το παραδοσιακό πράσινο φιδάκι που έκαιγε κάθε βράδυ έξω απ τη σκηνή. Εντάξει, μας τσίμπησαν διάφορα άλλα, κουνούπια πάντως όχι.
Τέλος πάντων για να μη σας τα πρήζω καλοκαιριάτικα, έχω να πω πως η πρώτη εμπειρία ακόμα και σε μια ‘προχωρημένη’ ηλικία ήταν κάτι παραπάνω από ευχάριστη και ναι θα το έκανα ξανά αύριο κιόλας. Ίσως ο πήχης των προσδοκιών μου να ήταν χαμηλά λόγω συσσωρευμένης (ψυχοσωματοπνευματικής) κούρασης, αλλά ξαναστήνω σκηνή κάπου στα ορεινά με τη πρώτη ευκαιρία και με τον ίδιο ακριβώς εξοπλισμό-άντε να πάρω και μια λάμπα πετρελαίου για το ρομαντικό της υπόθεσης.
ΥΓ 1. Βιώνοντας τον τέλειο συγχρονισμό αποχαιρετήσαμε τον χώρο τη στιγμή που μπροστά απ’ τη σκηνή μας ήρθε αγνή ελληνική οικογένεια η οποία περίμενε δεκαεπτά (17) άτομα για εορταστικό τραπέζι την επόμενη μέρα.
ΥΓ 2. Μην προσπαθήσετε ΠΟΤΕ να στήσετε σκηνή στην οποία υπάρχουν οδηγίες χρήσης αν δε βεβαιωθείτε πρώτα πως οι οδηγίες υπάρχουν όντως στη συσκευασία.
Μανώλης Κιλισμανής
Leave a Reply