
Σε κάποιο παλαιότερο ταξίδι είχα πει ότι οι περιπτώσεις όπου η Ελληνική πολιτική ζωή δοκίμασε τον ακλόνητο παρεμβατισμό κάποιας ξένης δύναμης είναι πολύ συγκεκριμένες. Τονίζω και πάλι τον ακλόνητο… Σήμερα ήρθε η στιγμή να ταξιδέψουμε σε μία περίοδο όπου η Ελληνική ιστορία δικαιούται σε μεγάλο βαθμό να λέει ότι γράφτηκε κατά το ήμισυ από χέρι ξένο.
Πάμε να δούμε λοιπόν κατά πόσο το πλακάτ της εναρκτήριας εικόνας εμπεριέχει δόσεις αλήθειας η απλά προπαγανδίζει ασύστολα.
«Θα έπρεπε πάντοτε να κλίνει προς την κατεύθυνση ομάδων που είναι πρόθυμες να υποστηρίξουν τον βασιλιά και την κυβέρνηση και επιπλέον να καταστήσουν σαφές σε άλλες τέτοιες ομάδες το γεγονός ότι ο βασιλιάς και η κυβέρνηση του απολαμβάνουν της πλήρους και απολύτου υποστήριξης της κυβέρνησης της αυτού μεγαλειότητας».
Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από οδηγία του Ουίνστον Τσώρτσιλ προς τις Βρετανικές αρχές του Καϊρου και πιο συγκεκριμένα προς την βρετανική διεύθυνση ειδικών επιχειρήσεων, και εστάλη τον Μάρτιο του 1943. Ο βασιλιάς που αναφέρεται είναι ο Γεώργιος Β΄ των Ελλήνων, όσον αφορά την κυβέρνηση τώρα, μικρή σημασία έχει. Η μόνη προϋπόθεση που πρέπει να πληροί είναι η βαθιά υποστήριξη στο βασιλιά. Το ποιος θα παίξει αυτό τον ρόλο λίγο ενδιαφέρει τον Τσώρτσιλ.
Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν από το έτος, η Ελλάδα βρίσκεται υπό Γερμανική κατοχή. Η βασιλική οικογένεια με σύσσωμη την πολιτική ηγεσία της χώρας βρίσκονται εξόριστες στο Κάιρο και οι ζυμώσεις για την μεταπολεμική πολιτική σκηνή έχουν ξεκινήσει για τα καλά. Βλέπετε οι Βρετανοί δεν περιμένουν να διαχειριστούν καταστάσεις, συνήθως τις δρομολογούν προτού ξεκινήσουν (βλέπε συμφωνία των ποσοστών Κρεμλίνο 9 Οκτώβρη του 1944) .
Γιατί όμως τέτοια θέρμη για τα Ελληνικά πράγματα από τον Βρετανό πρωθυπουργό; Γιατί τέτοια αγωνία ώστε να προλάβει καταστάσεις και να δρομολογήσει εξελίξεις;
9 Απριλίου του 1944 ο Τσώρτσιλ τηλεγραφεί στον πρέσβη του στην εξόριστή Ελληνική κυβέρνηση Ρέτζιναλντ Λήπερ…
«Έχουμε οριστικά συνάψει σχέσεις με τη μονίμως συσταθείσα ελληνική κυβέρνηση με επικεφαλής τον βασιλιά, ο οποίος είναι σύμμαχος της Βρετανίας και δεν μπορεί να παραμεριστεί για να ικανοποιηθούν οι στιγμιαίες ορέξεις φιλόδοξων ασημαντοτήτων της εμιγκράτσιας. Ούτε είναι δυνατόν η Ελλάδα να θεωρήσει συνταγματικούς εκφραστές τις συγκεκριμένες ομάδες ανταρτών που σε πολλές περιπτώσεις δεν διαφέρουν από τους ληστές και που εμφανίζονται ως σωτήρες της χώρας τους ενώ διαβιούν εις βάρος των τοπικών χωρικών. Εάν καταστεί αναγκαίο, θα αποκηρύξω δημοσίως αυτά τα στοιχεία και αυτές τις τάσεις για να καταδείξω την αγάπη που τρέφει η Μεγάλη Βρετανία για την Ελλάδα».
Νομίζω ότι είναι οδυνηρά εμφανές το πώς ο Τσώρτσιλ βλέπει τα μέλη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και τι ρόλο τους επιφυλάσσει στα μεταπολεμικά πράγματα. Η Βρετανική πολιτική που αυτή την περίοδο εκφραστή της έχει αυτό τον ιδιαίτερα αδιάλλακτο, εμμονικό και αποφασισμένο άνθρωπο, δεν πρόκειται να δεχτεί σε καμία περίπτωση ως ρυθμιστή και πρωταγωνιστή της μεταπολεμικής πολιτικής στην Ελλάδα τον ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ. Οι λόγοι είναι αρκετοί και γίνονται ακόμα περισσότεροι όταν εμπνευστής τους είναι ένας πολιτικός σαν τον Τσώρτσιλ, τόσο εμμονικά πιστός στο ιδεώδες της Βρετανικής αυτοκρατορίας, της ιμπεριαλιστικής της ισχύς και της ασφάλειας της.
Γιατί όμως η Ελλάδα;
Την απάντηση φυσικά θα σας τη δώσει η γεωγραφική της θέση όπως πάντα σχεδόν. Η Βρετανική πολιτική στην Ελλάδα είχε ανέκαθεν ένα αξίωμα. Η μέση ανατολή και η ανατολική Μεσόγειος ήταν για τους Βρετανούς ότι και τα τείχη για τις αρχαίες και Μεσαιωνικές πόλεις… ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια τους. Η χώρα μας για καλή η και κακή της τύχη βρίσκεται στο πέρασμα σημαντικών θαλάσσιων οδών από όλες τις απόψεις. Μπαχαρικά και μετάξια της ανατολής για την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα, πετρέλαια της μέσης ανατολής για την νεότερη εποχή. Ένα φιλικό καθεστώς στην Αθήνα ήταν για τους Βρετανούς ζωηρή επιθυμία από καταβολής Ελληνικού κράτους, ήταν η συστηματική συντήρηση των τειχών τους. Συνήθως το πετύχαιναν. Τι είναι αυτό όμως που σε αυτή την συγκυρία αγχώνει τόσο τον Τσώρτσιλ, πέρα από τις ψυχογενείς διαταραχές που είναι πιθανό ότι είχε; Είναι η πολιτική και κοινωνική δύναμη που το ΚΚΕ μέσω του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχε αποκτήσει στη χώρα.
Ο λαός είχε αρχίσει να παραγκωνίζει τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις και να ενισχύει τα αντιμοναρχικά του αισθήματα κυρίως ενθυμούμενος το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά και την στενή του συνεργασία με τον Γεώργιο B. Για τον λαό λοιπόν, επιστροφή του βασιλιά σήμαινε εν πολλοίς μία νέα δικτατορία. Η λαϊκή υποστήριξη που απολάμβανε το ΕΑΜ είχε βέβαια τις ρίζες του σε μεγάλο βαθμό στην αντιστασιακή του δράση καθ’ όλη τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, όπου η πολιτική ηγεσία της χώρα μαζί με τον βασιλιά απολάμβαναν τις ομορφιές της Αιγύπτου και γενικότερα της Αφρικής και εν συνεχεία του Λονδίνου.
Για τους Βρετανούς, η παλινόρθωση της Βρετανικής επιρροής στην μεταπολεμική Ελλάδα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την παλινόρθωση του Γεώργιου. Ο Τσώρτσιλ είχε το όραμα της δημιουργίας μίας μοναρχικής αλυσίδας σε όλη την νοτιοανατολική Ευρώπη, αλυσίδα ασφαλείας κατασκευασμένη από Βρετανικά χέρια. Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν εμπόδιο στην δημιουργία τους ενός κρίκου, ήταν ο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, και όπως έχουμε ξαναπεί οι Βρετανοί είναι ειδικοί στην υπερπήδηση εμποδίων. Στην περίπτωση της Ελλάδας βέβαια δεν χρειάστηκαν και πολλά άλλοθι.
Η αποδόμηση του φιλολαϊκού προφίλ του αντιπάλου μπορούσε να γίνει και με σχετικά ωμή επίδειξη δύναμης αρκεί βέβαια αυτή την δύναμη να την ασκούσε Ελληνικό χέρι. Τι κάνεις λοιπόν σε αυτή την περίπτωση; Οπλίζεις το χέρι του ενδιαφερόμενου και το αφήνεις να κάνει τη δουλειά σου. Σε παλαιότερο άρθρο έχω αναφέρει τις κατά τη γνώμη μου ευθύνες που βαραίνουν την άλλη πλευρά ας μην αναφερθούμε σε αυτό.
Ένα από τα άξια αναφοράς της ιστορίας αυτής δεν είναι ούτε οι παραδοσιακές θέσεις την Βρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα ούτε η στάση του Ελληνικού πολιτικού κατεστημένου που βρήκε συμφέρον στην συμπόρευση με το Βρετανικό άρμα, με γνώμονα τα αντικομμουνιστικά του αντανακλαστικά αλλά και την επιβίωσή του. Προσωπικά βρίσκω τεράστιο ενδιαφέρον στον τρόπο σκέψης του Τσώρτσιλ, ο οποίος αρνούμενος να δεχτεί ότι η Βικτωριανή Βρετανική αντίληψη για τον κόσμο είχε πεθάνει και ότι ο μεταπολεμικός άνθρωπος θα απέρριπτε συναφή ιδεώδη. Πολέμησε με όλη του την δύναμη, σε ένα πόλεμο που για τον ίδιο δεν ήταν γεωστρατηγικός αλλά ιδεολογικός. Πολέμησε με όλη του την ψυχή να ανασυστήσει κάτι πέθαινε.
Όλα τα παραπάνω έχουν σαφή στόχο να δείξουν ότι σε αντίθεση με τη ναυτιλία, στη διεθνή πολιτική τα ογκώδη σκάφη είναι αυτά που έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα χειρισμών ιδίως όταν τα ρεύματα είναι ισχυρά. Χώρες όπως η Ελλάδα συνήθως παρασέρνονται από τα απόνερα.
Ποιο είναι τώρα το πρόβλημα τέτοιων ιστοριών;
Ότι οι άνθρωποι στο άκουσμα τους βγάζουν καθολικά συμπεράσματα που ισοπεδώνουν μεταγενέστερα γεγονότα που επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών. Υιοθετούν τα συμπεράσματα αυτά και θεωρούν ότι είναι η αλήθεια που ταιριάζει σε όλα τα δεινά. Είναι κατανοητό βέβαια αυτό, διότι κάνει εύκολη τη ζωή. Θα αλλάξουμε λίγο τον πρωταγωνιστή, τα δεδομένα και η ιστορία θα είναι έτοιμη και προσαρμοσμένη. Δυστυχώς δεν είναι έτσι. Τίποτα δεν είναι ίδιο με το προηγούμενο. Τα πάντα θέλουν ανάλυση από την αρχή ιδίως όταν μεσολαβούν δεκαετίες αλλαγής.
Η Ελλάδα της δεκαετίας του 40 είναι μία άλλη χώρα εν σχέσει με τη δεκαετία του 80 π.χ. όπως και η Βρετανία όπως και η Γερμανία όπως η ίδια η Ευρώπη στο σύνολο της. Αν μπεις στην διαδικασία να ερμηνεύσεις ένα γεγονός του 2010 με δεδομένα του 1946 έχεις χάσει εκ προοιμίου. Αν μπεις στη διαδικασία να ερμηνεύσεις ένα οικονομικό γεγονός με γεωστρατηγικά μόνο δεδομένα, η με δεδομένα κλάδων που δεν ταιριάζουν απόλυτα με την περίπτωση σου, ομοίως.
Αν για παράδειγμα συγκρίνετε την οικονομική κρίση που έπληξε την Ισλανδία με εκείνη που έπληξε την Ελλάδα, θα πρέπει εξ αρχής να συνειδητοποιήσετε ότι είναι δυο διαφορετικές περιπτώσεις. Η μία προκλήθηκε από τραπεζική κρίση και η άλλη από δημοσιονομική. Η διαφορά είναι θεμελιώδης. Η φύση και η λύση του προβλήματος είναι άλλες για τη εκάστοτε περίπτωση. Εμείς έπρεπε να επιλέξουμε αν θα αφήσουμε το κράτος μας να χρεοκοπήσει με ότι αυτό συνεπάγεται για μία οικονομία κατά βάση κρατικοδίαιτη και οι Ισλανδοί έπρεπε να επιλέξουν αν θα αφήσουν τις τράπεζές τους να χρεοκοπήσουν. Η πηγή του συνολικού προβλήματος φυσικά και έχει χρηματοπιστωτική ρίζα. Για έναν πολίτη ο δανεισμός δεν είναι μονόδρομος, για ένα κράτος όμως είναι… το ζήτημα είναι που τον διοχετεύει.
Αυτό που εγώ παρατηρώ και παίρνω την ευθύνη του πιθανού σφάλματος μου, είναι ότι από την Ελληνική μεταπολίτευση και έπειτα, οι εξωγενείς παράγοντες που επηρέαζαν την εσωτερική πολιτική της χώρα μας, ήταν όλο και λιγότεροι σε σχέση με το παρελθόν. Στο τιμόνι του σκάφους μας, τα Ελληνικά χέρια είναι αυτά που επηρέαζαν κατά τι περισσότερο τα τιμονέματα σε σχέση με τα ξένα, παρότι φαινομενικά συμβαίνει το αντίθετο.
Δεν μπορώ να πω ολοκληρωτικά, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ουτοπικό για ένα σκάφος του μεγέθους μας. Αυτό πολλές φορές βέβαια μπορεί να λειτουργήσει και σαν ένα καλό άλλοθι για όλους μας.
Συνήθως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση των αντιμαχόμενων ιαχών.
Χάρης Φιλιππάκης
Leave a Reply