29/03/2024

«Τα φώτα της πόλης» ή πώς στη σιωπή φωτίζονται τα ανείπωτα

Γράφει η Γιώτα Δημητριάδη, Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών

Τα φώτα

«Τα Φώτα της πόλης», ένα διαφορετικό μιούζικαλ βασισμένο στην ομώνυμη ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν παρουσιάζεται σε διασκευή και σκηνοθεσία Αμάλιας Μπένετ στη Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» του Θεάτρου Rex.

Πρόκειται για μια ταινία- μύθο που γυρίστηκε το 1931 σε σενάριο, παραγωγή, σκηνοθεσία, μουσική και πρωταγωνιστή τον Τσάρλι Τσάπλιν. Η ιστορία εξελίσσεται με φόντο το οικονομικό Κραχ της Αμερικής και αφηγείται τις περιπέτειες του Σαρλό του Τσάπλιν καθώς ερωτεύεται ένα τυφλό κορίτσι (Βιρτζίνια Τσέριλ) και αναπτύσσει μια ταραχώδη φιλία με έναν αλκοολικό εκατομμυριούχο (Χάρι Μάγιερς).

Όταν το 1929 ο βωβός κινηματογράφος έδωσε τη θέση του στον ομιλούντα, ο Τσάπλιν επέμενε να κάνει αυτό που γνώριζε πάντα. Έτσι η πρώτη του ηχητική ταινία «Τα φώτα της πόλης» δεν ήταν ομιλούσα.Ο ίδιος δεν ήθελε να χάσει το προνόμιο να τον καταλαβαίνει όλη η οικουμένη.

Η παράσταση που σκηνοθέτησε – χορογράφησε η Αμαλία Μπένετ δικαιώνει τη φράση του δημιουργού: «η απλότητα δεν είναι καθόλου απλό πράγμα».

Αξιοποιώντας στο έπακρον τις τεχνικές comedia dell’ arte, του τσίρκου και εμπνεόμενη από το μπουλβάρ στήνει μια παράσταση- κόσμημα! Όπου η κινηματογραφική τέχνη του γκαγκ, του αστείου, του χιουμοριστικού εν γένει, όχι δηλαδή απαραίτητα αυτού που θα σε σκάσει στα γέλια, αλλά εκείνου που θα διαβιβάσει στον θεατή ένα συναίσθημα γίνεται ο κορμός όλης της σκηνικής σύνθεσης.

Η εμμονή του Τσάπλιν με την απλότητα χαρίζει στα γκαπ του, την ελλειπτικότερη δυνατή σαφήνεια. Γι’ αυτό και τα περισσότερα έχουν τέτοιο βάθος ώστε η αισθητική απόλαυση που προκαλείται μένει  ανεξάντλητη στο χρόνο.

Η παράσταση φέρνει στο προσκήνιο μια γλυκιά νοσταλγία με εικόνες που σε μαγνητίζουν και σε ταξιδεύουν, όπως το άρωμα που είχαν κάποτε οι κόλλες αλληλογραφίας, όταν ήμασταν παιδιά.

Τα φώτα της Αμαλίας Μπένετ λαμπυρίζουν μια επιστροφή στα βασικά της ανθρώπινης φύσης και φέγγουν οδηγητικά στις σημασίες που πια μοιάζουν εξαφανισμένες.

Τι να πει κανείς για τον θίασο των 26 αυτών ηθοποιών; Αναφέρω τα ονόματα όλων και λυπάμαι που η οικονομία των λέξεων δεν μ’ αφήνει να κάνω ειδική μνεία στον καθένα ξεχωριστά. Οι: Προκόπης Αγαθοκλέους,Αλεξάνδρα Αϊδίνη,Φίλιππος Άνθης,Στέλλα Αντύπα,Θοδωρής Βράχας,Σαββίνα Γιαννάτου,Νίκος Ιατρού,Έκτορας Λυγίζος,Υβόννη Μαλτέζου,Γρηγορία Μεθενίτη,Μάριο Μπανούσι,Ιωάννα Μπιτούνη,Κώστας Μπερικόπουλος, Νικόλας Ντούρος, Μίκης Παντελούς, Γιάννης Πρωτόπαππας, Κρις Ραντάνοφ, Θανάσης Ραφτόπουλος,Μαριάμ Ρουχάτζε και Κωνσταντίνος Σάμαα έχουν δουλέψει τόσο πολύ και με τόση έμφαση στη λεπτομέρεια που λειτουργούν πολλές φορές, μαζί με τους μουσικούς της παράστασης, σαν ένα σώμα, τόσο καλοκουρδισμένο, που απολαμβάνεις κάθε πιθαμή του κορμιού του.

Ο Προκόπης Αγαθοκλεους αναδεικνύεται στον ιδανικό Σαρλό με μια αξιοθαύμαστη πλαστικότητά στην κίνηση και τα εκφραστικά του μέσα μονίμως σε εγρήγορση. Συγκινητική η ερμηνεία των τραγουδιών από την Υβόννη Μαλτέζου, εύθραυστη και αέρινη η τυφλή κοπέλα της Αλεξάνδρας Αϊδίνη, αστείος και δραματικός ταυτόχρονα ο εκατομμυριούχος του Έκτορα Λυγίζου, απολαυστικός ο μπάτλερ του Κώστα Μπερικόπουλου.

Η πρωτότυπη μουσική του Θοδωρή Οικονόμου και τα τραγούδια (στίχοι: Σταύρος Σταύρου) είναι εξαιρετικά και μπορούν άνετα να σταθούν και εκτός πλαισίου παράστασης.

Η Σαββίνα Γιάννατου είναι ένα δώρο για τη συγκεκριμένη δουλειά, τόσο η φωνή, όσο και η παρουσία της είναι καταλυτικές για την εξέλιξη της ιστορίας.

Το εικαστικό σύμπαν που φέρνει η σκηνογραφική εργασία της Τίνας Τζόκα είναι μαγευτικό και στάθηκε, αναμφισβήτητα αξιόλογο, από κάθε άποψη.

Στο ίδιο μήκος κύματος και τα καλόγουστα κουστούμια του ‘Αγγελου Μέντη.

Ειδική μνεία αξίζουν οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα που κατόρθωσαν να γεμίσουν την τεράστια σκηνή, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα στον θεατή να εστιάσει σε κάθε λεπτομέρεια, σαν να ζουμάρει με μια φανταστική κάμερα.

Ξέχωρα, όμως, από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα αυτό που με συγκίνησε ιδιαίτερα στην παράσταση είναι το γεγονός ότι είναι προσβάσιμη. Γιατί μπορούν πολύ πιο εύκολα να την απολαύσουν κωφοί θεατές, παιδιά και άνθρωποι που μιλούν οποιαδήποτε γλώσσα.

Αυτό το οικουμένικο και το καθολικά προσβάσιμο πρέπει κάποια στιγμή να γίνει και το ζητούμενο. Έχει γίνει μια αρχή με τους υπέρτιτλους από το Εθνικό Θέατρο, αλλά σίγουρα το θέατρο μπορεί και πρέπει να ανοίξει την αγκαλιά του σ’ όλα τα μέλη της κοινωνίας.

Γιώτα Δημητριάδη, Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών


Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.


*