«Η λογοτεχνία οφείλει να μεγεθύνει τη φρίκη, να σπάει την πέτρα ανοίγοντας νέα μονοπάτια, να οικοδομεί και να κατονομάζει νέους κόσμους αθανασίας, να τους εποικίζει με ανθρώπινα όντα και να μετατρέπει το πένθος τους σε μεγαλείο»: ένας εξαιρετικός ορισμός του χρέους της λογοτεχνίας δια στόματος του Άλκη Δομέστικου, του κεντρικού ήρωα του βιβλίου «Τα Σπλάχνα» (εκδόσεις Κριτική) και ένα στοίχημα κερδισμένο από τον συγγραφέα του, Νίκο Ξένιο.
Πάλι σύμφωνα με μια φράση του Άλκη Δομέστικου, «ο κόσμος είναι ένα θέαμα τεράστιο, ατελέσφορο, ανελέητο για το μάτι. Μια κοιλιά ανοιγμένη είναι ο κόσμος, που χάσκει»: αυτή η διαπίστωση γίνεται μετά την επίσκεψη του Άλκη στην γκαλερί όπου εκθέτει τα έργα του ο Μίκαελ, φίλος του από παλιά. Τίτλος της έκθεσης είναι: Τα Σπλάχνα. Εκεί λοιπόν, καθώς και σ’ έναν στίχο του Μποντλαίρ, ανιχνεύεται ο τίτλος ενός βιβλίου που περιγράφει τη ζωή και την πορεία του ήρωά του, από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, στην ενηλικίωση, στην επαγγελματική αποκατάσταση και στην ηλικιακή ωριμότητα. Από τον Μεσοπόλεμο έως τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, ο Άλκης έρχεται αντιμέτωπος με γεγονότα και καταστάσεις που σημάδεψαν την ιστορία της Ελλάδας και της Ευρώπης. Δίνει όμως μιαν εντελώς δική του ερμηνεία για τα γεγονότα αυτά και η άποψη που διαμορφώνει, εκπορεύεται από κατάφωρη ιδιοτέλεια. Φτάνοντας σε ώριμη ηλικία, έχει κατακτήσει πτυχία, μεταπτυχιακά, πανεπιστημιακή έδρα, αναγνώριση για το επιστημονικό του έργο. Πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να τον χαρακτηρίσει κάποιος πετυχημένο και κατ’ επέκταση ευτυχισμένο. Όμως μόνο ευτυχισμένος δεν είναι.
Μπορούμε να γνωρίσουμε κάτι ή κάποιον μόνο όταν κατανοήσουμε το γιατί του. Αναρωτιόμαστε, λοιπόν: ποιος είναι ο λόγος που ο Άλκης παρουσιάζεται ως καταθλιπτικός, αντικοινωνικός και μονόχνοτος; Γιατί δυσκολεύεται να συνάψει ουσιαστικές σχέσεις; Τι τον έκανε να θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο, γόνο αριστοκρατικής καταγωγής; Γιατί δεν μπορεί να ζήσει κοντά στην οικογένειά του; Γιατί προτιμά να μένει μόνος του σε μια άλλη χώρα; Γιατί ντρέπεται για τον εαυτό του; Γιατί υιοθετεί και παρουσιάζει φασιστική συμπεριφορά;
Τα παιδικά βιώματα του Άλκη, η εικόνα της φωτιάς στη συνοικία των εβραίων, το 1930, τα κατεστραμμένα σπίτια, ο πόνος στα πρόσωπα των ανθρώπων, είναι πράγματα που θα τον ακολουθούν σε όλη του τη ζωή. Η γερμανική κατοχή, η φτώχεια, οι κάθε λογής δυσκολίες γεννούν έντονα μέσα του την επιθυμία για μια ζωή άνετη, χωρίς στερήσεις και φόβο. «Αυτή η άνεση και η δύναμη, μου φαινόταν ο μόνος δυνατός τρόπος για να ζει κανείς. Για όλα έφταιγε η φτώχεια και η μιζέρια της οικογένειάς μου». Θέλει ν’ αφήσει πίσω του όλα τα στερημένα χρόνια. Με την ευχή να μην βρεθεί ποτέ ξανά στη θέση του ανίσχυρου, του διωκόμενου. Να είναι πάντα ο ισχυρός. Άραγε με ποιο τίμημα;
«Για κάποιον λόγο οι άνθρωποι αφήνουν ο ένας τον άλλον». Οι φίλοι της παιδικής του ηλικίας τον εγκατέλειψαν. Όλοι εκτός από έναν. Με τον οποίον επίσης χάθηκαν λίγο μετά την εφηβεία. Είναι λοιπόν μόνος, χωρίς φίλους, και δεν καταβάλλει καμιά προσπάθεια να αποκτήσει. Η σύναψη σχέσεων είναι μια δυναμική διαδικασία, η οποία προϋποθέτει την ενεργό συμμετοχή, τη θέληση και την προσπάθεια και των δύο πλευρών. Στην ψυχή του Άλκη όμως ελλοχεύει πάντα ο φόβος της εγκατάλειψης. Και προτιμά την απομόνωση. Είναι παντρεμένος με μια γυναίκα όμορφη, λίαν ερωτεύσιμη, με την οποία, δυστυχώς, διατηρεί μια αμοιβαία απόκρυψη σκέψεων και συναισθημάτων. Μόνη του παρηγοριά στο θέμα της επικοινωνίας και των εκμυστηρεύσεων, είναι η εξαδέλφη του Βιργινία. Βέβαια ούτε και στην Βιργινία μιλά για όλα όσα τον απασχολούν. Για τους φόβους και τις αγωνίες του, για τις εικόνες-οράματα που μόνο εκείνος βλέπει, για τις βραδινές του επισκέψεις σε κακόφημες περιοχές της πόλης, για τις ανομολόγητες επιθυμίες του. Διότι αυτές οι επιθυμίες συνοδεύονται από συμπεριφορές που αντιτίθενται στην έννοια του ανδρισμού, έτσι όπως του την είχαν εμφυσήσει ως παιδί και όπως συνεχίζει ακόμη να την διακηρύσσει. Γοητεύεται από τη φράση του Χάιντεγκερ «το παρελθόν φεύγει, αυτό που έχει ουσία έρχεται», όμως ο ίδιος μένει πεισματικά κολλημένος στο παρελθόν. Έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με αυτό. Θέλει να μάθει σε ποιον ανήκουν εκείνα τα μάτια που συχνά φέρνει στη μνήμη του. Θέλει να μάθει τι είχε γίνει την ημέρα της φωτιάς. Θέλει να μάθει γιατί έμεινε χωρίς φίλους, να μάθει πώς τον έβλεπε η μητέρα του κι αν ήταν περήφανη γι’ αυτόν. Θέλει να μάθει ποιος είναι στ’ αλήθεια και τι θέλει από τη ζωή του. Όταν ήταν παιδί δεν είχε τίποτα και ευχόταν να αποκτήσει τα πάντα. Τώρα έχει τα πάντα και νιώθει σαν να μην έχει τίποτα. «Στην πραγματικότητα, κανείς ποτέ δεν με νοιάστηκε, κανείς δεν με αγάπησε ειλικρινά και άδολα». Δεν βίωσε την αγάπη άνευ όρων. Την αποδοχή και την ασφάλεια.
Και, καθώς κάθε ανάγκη που δεν καλύπτεται στην παιδική ηλικία αντικατοπτρίζεται στη συμπεριφορά μας ως ενηλίκων, ο Άλκης παραμένει συναισθηματικά ανολοκλήρωτος. Το κενό που έχει μέσα του δεν τον αφήνει να δει γύρω του, να ζήσει και να απολαύσει τις χαρές της ζωής. Δεν τον αφήνει να αγαπήσει τον εαυτό του, να αποδεχθεί τις επιθυμίες του. Δεν έχει τις βάσεις που χρειάζονται για να χτίσει γέφυρες ουσιαστικής επικοινωνίας. Αποκτά εμμονές, τις οποίες δεν κατευνάζει ούτε η επιστημονική του κατάρτιση, ούτε η ηλικιακή του ωριμότητα. Γίνεται μεγαλομανής, με έναν ναρκισσισμό και ατομικισμό εκτός ορίων. Αποζητά την προσοχή των άλλων, την έχει ανάγκη, τη θεωρεί δεδομένη, όπως ένα μικρό παιδί. Πιστεύει στη δύναμη των εντυπώσεων. Ταυτόχρονα μισεί τις συναναστροφές, είναι αποξενωμένος, μοναχικός, περίεργος, βουτηγμένος στη μελαγχολία. Πιστεύει στις προσωπικές κι όχι στις συλλογικές κατακτήσεις. Όμως, «εκείνος που δεν μπορεί να ζει μέσα στην κοινωνία με τους άλλους ή αυτός που δεν έχει ανάγκη από τίποτε, αυτός δεν έχει καμιά θέση στην πόλη, γιατί είναι ή θηρίο ή θεός», έλεγε ο Αριστοτέλης. Και μπορεί ο Άλκης να νιώθει θεός, στην πραγματικότητα όμως είναι ένα θηρίο, το οποίο μην έχοντας ποιον να κατασπαράξει, στρέφεται απειλητικά προς τον εαυτό του.
Στα δύο από τα τέσσερα μέρη του βιβλίου, η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και αποστασιοποιημένη. Ο παντογνώστης αφηγητής περιγράφει τα γεγονότα αντικειμενικά και με ουδετερότητα. Στα άλλα δύο μέρη, την αφήγηση μοιράζονται ο Άλκης και η οικονόμος του, η Ευθαλία Εμεριάν, δίνοντας καθένας τη δική του οπτική για την εξέλιξη της πλοκής και τα γεγονότα που την απαρτίζουν. Η γλώσσα προσεγμένη μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια, με πλήθος αποφθεγματικών φράσεων και συχνές ποιητικές εξάρσεις, οι οποίες προσθέτουν έντονη γοητεία στο κείμενο. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό το τελευταίο μέρος του βιβλίου, που φέρει τον τίτλο Η λίμνη. Περιγράφει ένα όραμα-όνειρο του Άλκη, αφήνοντάς μας αμφιβολίες για το τι πραγματικά του συνέβη και είναι γραμμένο σε έντονα λυρικό ύφος.
Ο άνθρωπος είναι ένα μικρό σύμπαν, στο οποίο τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία. Οποιαδήποτε εμπειρία, εικόνα, ενέργεια, πυροδοτεί μια αλληλουχία αντιδράσεων. Και μπορεί αυτή η άποψη να αναφέρεται κυρίως στην υλική υπόσταση του ανθρώπου, κάτι παρόμοιο όμως συμβαίνει και στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στη συμπεριφορά του. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Άλκης αρνείται να συνάψει ουσιαστικές σχέσεις. Δεν είναι τυχαίο το ότι το πρωί δεν αναγνωρίζει τους εφιάλτες της νύχτας και κάνει σαν να μην υπήρξαν ποτέ, ενώ το βράδυ απελευθερώνεται και κάνει πράγματα που ποτέ δεν θα έκανε στο φως της μέρας. Δεν είναι τυχαίο το ότι γίνεται παρατηρητής της ίδιας του της ζωής και αρνείται να μπει στην οδυνηρή διαδικασία αναμέτρησης και συμφιλίωσης με τον εαυτό του. Δεν είναι τυχαίο το ότι «εφάρμοσε στον ψυχισμό του έναν τερατώδη ψυχολογικό μηχανισμό σύνθλιψης».
Μπορεί με όλα αυτά ο συγγραφέας να κατάφερε να μας κάνει να συγχωρήσουμε τον ήρωά του, ή τουλάχιστον να του αναγνωρίσουμε κάποια ελαφρυντικά, ο ίδιος όμως ο Άλκης, δεν μπόρεσε να συγχωρήσει τον εαυτό του. Τα ξένα παιχνίδια που οικειοποιήθηκε, ο μετεωρισμός του μικρού παλιάτσου, τα θροΐσματα από τις φτερούγες των αγγέλων, σπαράγματα της μνήμης που προσπαθεί να τα ενώσει. Παραπαίει σαν ζωντανός νεκρός μεταξύ πραγματικότητας και παραισθήσεων, προσπαθώντας να ισορροπήσει πάνω στο λεπτό σκοινί τον μικρό παλιάτσο του που κινδυνεύει να καταποντιστεί, ζητώντας άφεση για την επιθυμία του προς τα άτομα του ίδιου φύλου, προσπαθώντας να κρατήσει το χρόνο που περνά και τον προσπερνά και περιμένοντας εσαεί μιαν απάντηση στην ερώτηση: «Μ’ αγαπάς;»
Χριστίνα Μουκούλη
1 thought on “«Τα Σπλάχνα», του Νίκου Ξένιου Βιβλιοκριτική από την Χριστίνα Μουκούλη”
Pingback: Νίκος Ξένιος: Στους μαθητές μου βλέπω πάντα μια ελπίδα για το μέλλον - viewtag.gr