Θάλασσά μου

Favorite

Τι σχέση έχει η θάλασσα με τη Δημοσιογραφία;  Αυτό πού μπορώ  να πω, είναι πώς, στην περίπτωσή μου, η Δημοσιογραφία λειτούργησε ως  υποκατάστατο της θάλασσας. Κάτι σαν μεθαδόνη στη θέση της πρέζας.

Η μοναδικότητά της είναι η κίνησή της. Το αέναο. Το συνεχές κίνητρο.  Της θάλασσας δεν της αρέσει η  ακινησία. Γι αυτό  ό,τι μένει ακίνητο μέσα της το τρώει. Το σαπίζει. Στην κυριολεξία… Δεν είναι τα βρεχάμενα  πού σαπίζουν στην θάλασσα. Τα ακίνητα είναι.

Η μαγεία της, το υπερφυσικό φαίνεται και μόνο από τη λέξη που βρήκαν οι Έλληνες γι αυτήν:

Θ ά  λ  α  σ  σ  α...  Λες τη λέξη και αμέσως  ακούς όλους τους ήχους που βγαίνουν από αυτήν, ανάλογα με  τα κέφια της…

Κάθε φορά που την ακούς, νοιώθεις, βλέπεις τα λάμδα και  τα  σίγμα να παίζουν και να χορεύουν και τη μια φορά να γίνονται δύο και τρία και την άλλη μόνο ένα και μετά πάλι δύο και μετά τρία και πάλι από την αρχή…. Το  λάμδα και τα σίγμα της θάλασσας δεν στέκονται ποτέ. Παίζουν μεταξύ τους  και με τα άλφα που έχουν δίπλα τους σαν ζωηρά παιδιά… .Όχι δαιμονισμένα. Όχι άτακτα. Ζωηρά….

Πάντα αγαπούσα, πολύ τη θάλασσα και τόξερε και ή ίδια. Είχα μια ιδιαίτερη σχέση με τη θάλασσα. Ερωτική σχέση.
Ήταν και παραμένει  το μοναδικό θηλυκό , από όσα συνάντησα  στη ζωή μου πού έλεγε  μόνο αλήθειες.  

Θυμάμαι στο νησί, πολύ πιτσιρικάς, πόσες φορές το έσκαγα  για να πάω να τη βρω. Την άφηνα να με αγγίζει. Στην αρχή ένοιωθα   κρύο το  σώμα της, αλλά γρήγορα γινόταν ζεστό ,φιλικό.

Η ρυθμική προς εμένα κίνησή της με μάγευε.

Χρόνια αργότερα συνδύασα αυτή την κίνηση με την ερωτική πράξη και κατάλαβα πώς η  πρώτη ερωμένη μου  ήταν  η θάλασσα. Η πρώτη και η μόνη, πού  από την αρχή  είχα μια σχέση ξεκάθαρη μαζί της…

THALASSA-2

Το Τζόβενο

Νάμαι, λοιπόν, πάνω στό φορτηγό, ναυτολογημένος κανονικά. Το φυλλάδιο του ΝΑΤ έγραφε ναυτόπαις αλλά για το πλήρωμα  και κυρίως για το λοστρόμο ήμουν  το τζόβενο. Τότε δεν ήξερα και πολλά πράγματα για πορείες ναυτιλίες και τέτοια, αλλά ποιός νοιαζόταν.. Αυτός ο λοστρόμος, καλή του ώρα αν ζει ακόμη, ήταν καμιά πενηνταριά χρονών ,αλλά δεν καταλάβαινε τίποτε. Σκυλί μαύρο. Και  πρίν ξημερώσει  η άλλη μέρα, τον είδα από πάνω μου άγριο μέσα στα γένια του και μ΄ έναν  ναυτικό σκούφο κατάμαυρο:

Τι έγινε τζόβενο; Μήπως θέλεις πρωινό στο κρεβάτι; Σήκω να μην σε σηκώσω εγώ τσόγλανε. Σήμερα αρχίζεις ματσακώνι….

Δεν καλοκατάλαβα,  άλλωστε η λέξη για μένα ,τότε, ήταν  άγνωστη. Λίγες ώρες αργότερα κρεμασμένος έξω από το βαπόρι με το μικροσκοπικό σφυράκι στα χέρια, το ματσακώνι, κατάλαβα τι εννοούσε. Ιδιαίτερα όταν το βαπόρι βουτούσε σχεδόν μέχρι τη  μέση και το κύμα ανέβαινε στη σκαλωσιά για να σε πάρει μαζί του, τότε κατάλαβα τί σημαίνει ματσακώνι. Όπως και τί σημαίνει ναυτία και εμετός..   Οι άλλοι στις διπλανές σκαλωσιές γελάγανε  καθώς μ΄ έβλεπαν να ταΐζω, με τον εμετό μου, τα ψάρια κι εγώ προσπαθούσα να πετύχω τη σκουριασμένη λαμαρίνα και ταυτόχρονα να μην ξεράσω επάνω μου….

Η λαμαρίνα με τα γράσα και το πετρέλαιο και την αρμύρα δημιουργούν μια μυρουδιά πού μόνος όποιος έχει  μπαρκάρει  μπορεί να καταλάβει για  τί πράγμα μιλάω. Μια μυρουδιά  που μόνο άυλη δεν είναι .Έτσι όπως μπαίνει στη μύτη σου νοιώθεις τα κομμάτια πού την αποτελούν. Κι αν κάνεις το  λάθος και  πάρεις αέρα από το στόμα, τότε τα κομμάτια αυτά μένουν στα δόντια σου…..

Κάποια μέρα με φώναξε ο Καπετάνιος …

-Ρε τζόβενο ,ο λοστρόμος μού είπε  πώς αντέχεις τη δουλειά. Τη φουρτούνα όμως την αντέχεις;

Προτίμησα  να μην απαντήσω. Και πού ήξερα αν την αντέχω τη φουρτούνα; Και όταν  μιλάει για φουρτούνα ο καπετάν Γιάννης  σίγουρα θα εννοεί κάτι ,πού  εγώ δεν έχω γνωρίσει. Καλύτερα, να μη βγάλω λέξη, σκέφτηκα…

Ο καπετάνιος δεν περίμενε και πολύ την απάντηση μου. Και σαν  να μιλούσε σε κάποιον πού δεν ήταν εκεί  συνέχισε:

-Σ΄ αρέσει η θάλασσα; Μίλα ρε;; Σ΄ αρέσει; Γιατί τη θάλασσα και τζόβενο να είσαι πρέπει να την γουστάρεις. Σαν γκόμενα που τη θέλεις. Τα κύματα να τα βλέπεις σαν χιλιάδες μουνιά που σε προσκαλούν  σε παρακαλάνε  να μπεις μέσα τους. Άμα δεν τα βλέπεις έτσι, καλύτερα μείνε στη στεριά…

Πάλι δεν μίλησα .Τι να του πω; Σάμπως  είχα δει  κύματα ή μουνιά στη ζωή μου; Οπότε, πάλι μόκο…

THALASSA-1

Η πρώτη φουρτούνα

Ήταν η πρώτη φουρτούνα της ζωής μου. Μέχρι τότε, πίστευα  πώς  ήξερα.

Και το πίστευα, γιατί  χρόνια πριν, θάμουνα  δεν θάμουνα δέκα –δώδεκα χρονών, είχα κλέψει μια βάρκα από το νησί,  μόνο με πανί χωρίς μηχανή και βγήκα στο πέλαγος. Στην αρχή πήγαινα καλά. Όταν, όμως, άρχισε το μελτέμι να  κατεβάζει κάτι κύματα σαν πολυκατοικίες-έτσι τάβλεπα- και το νερό να μπαίνει στη βάρκα τότε  τα πράγματα  γίνανε …σφιχτόκωλα.

 Παγωμένος από το νερό και από το φόβο, βρήκα ένα  τενεκεδάκι και  άρχισα μηχανικά να αδειάζω τη θάλασσα που ολοένα   γέμιζε τη βάρκα. Ήταν μια μάχη άνιση αλλά ο πανικός δεν  μ΄ άφηνε να το καταλάβω .

Έβλεπα τη στεριά τόσο κοντά κι όμως φαινόταν αδύνατο να τη φτάσω. Ο αέρας είχε φρεσκάρει, τα κύματα με προλάβαιναν  και σκάγανε πάνω μου και μέσα στη βάρκα.

Είχα κάτσει κάτω και με το τενεκάκι έβγαζα, έβγαζα, έβγαζα,   αλλά το νερό δεν έλεγε να κατέβει. Πλησίαζε στους σκαρμούς, βράδυαζε κιόλας όταν έριξα μια ματιά  πίσω μου και …δεν ήθελα τη ζωή μου. Ένα μαύρο μπλε πράγμα με άσπρες ραβδώσεις ερχόταν συνεχώς καταπάνω μου.

Ευτυχώς λίγη ώρα αργότερα με μάζεψε ένα ψαράδικο και η περιπέτεια τελείωσε μ΄ ένα καλό χέρι ξύλο πού άρπαξα  αργότερα στό σπίτι από τη γιαγιά Μαρίκα.

Το ξύλο δεν με πείραξε καθόλου. Σαν να μη το έφαγα ποτέ. Από τότε αισθανόμουνα κάτι σαν… Χριστόφορος Κολόμβος ….

THALASSA-4

Η Ιστιοπλοϊα 

Τα χρόνια είχαν περάσει και είχα μπλέξει με την ιστιοπλοΐα . Τριγώνου στην αρχή, ανοιχτής θάλασσας μετά και  κάπως, έτσι, εξασφάλισα τη συνέχεια της σχέσης μου με τη θάλασσα.

Καλή απόφαση αν σκεφτεί κανείς πώς έκανα πολλά ταξίδια με σκάφη  πια και μέσα  από αυτά ακόμη ένα  διδακτορικό για του ανθρώπους…

Φοβερά ζώα… Και εκεί μέσα στο μικρό χώρο του σκάφους να βλέπεις μέσα σε λίγες ώρες  απίθανα και ακατανόητα πράγματα… Να ξεκινάνε διακοπές  σα μια παρέα και να βλέπω στα πρόσωπά τους ποιοι θα μαλώσουν με ποιους και πώς θα γαμήσουνε τη ζωή τους για ασήμαντα πράγματα. Να ξεκινάνε διακοπές νομίζοντας θα δουν από κοντά το Σεβάχ το θαλασσινό και μετά, με τη πρώτη  ελάχιστη φουρτούνα να μη θέλουν τη ζωή τους!!

Τα λόγια του λοστρόμου τα θυμήθηκα χρόνια αργότερα όταν έκανα το λάθος να αγνοήσω τα σημάδια της θάλασσας .

Ακόμη, όμως, τα ακούω:

….Τίποτε δεν σε  αφήνει η θάλασσα, να αφήσεις να πέσει κάτω… Ακόμη και βλέποντας κάποιον να ξερνάει τα σωθικά του, να έχει γίνει χαλκοπράσινος και να μη μπορεί να σταθεί , αρχίζεις να σκέφτεσαι τη ναυτία. Όχι ,όχι όπως αυτή, που έκανε διάσημη ο Σαρτρ…. Μα αυτή, που, στην ουσία, είναι το μήνυμα της θάλασσας πώς πρέπει να της αποδείξεις πώς μπορείς. Πώς τη  θέλεις… Πώς αντέχεις… Πώς γουστάρεις… Αλλιώς, κάτσε καλύτερα στη στεριά….

Θυμάμαι έναν νεαρό ανθυποπλοίαρχο, από τη  Σχολή, που είχε έρθει να μάθει κοντά μας  πανιά…. Το είχε καταλάβει, πώς πρέπει να μάθει περισσότερα….

Στα βαπόρια, κάτι μικρά γκαζάδικα , που είχε ξεκινήσει δόκιμος, κάποια στιγμή ανακατεύτηκε το στομάχι του… Τρελάθηκε. Ένοιωσε ντροπή.  Άρχιζε να  ψάχνει τρόπους να το πολεμήσει . Κατάλαβε πώς η θάλασσα δεν τον ήθελε… Και ήρθε κατευθείαν  στα πανάδικα… Για να της  δείξει πώς αυτός την ήθελε πολύ και να τον αφήσει να μείνει μαζί της… Ακριβώς επειδή είναι θαλασσινός κατάλαβε….

Η ναυτία είναι  ένα ακόμη μήνυμα της θάλασσας ,γι΄ αυτούς ,βέβαια, που καταλαβαίνουν…

Κι όταν βγήκαμε στο πέλαγος και εκεί κάτω από τη Σίκινο άρχισε το μελτέμι να  δείχνει δόντια , ο καπετάν Γιάννης ανακατεύτηκε… Τα  μάτια του σκοτείνιασαν… Και μέσα στο χαλασμό, σηκώνεται έρχεται πάνω μου και λέει:

-Δώσε το τιμόνι, έχω λόγο…. Ούτε στον εαυτό του, δεν ήθελε να πει τη λέξη….

Πήρε το τιμόνι σήκωσε το βλέμμα,  εκεί ψηλά, ανάμεσα φλόκο και μαΐστρα  και άρχισε να τιμονεύει. Και ξέχασε. Και τη ζαλάδα και τη ναυτία για πάντα…. Και από τότε ταξιδεύει… Κι εγώ μαζί του…

 Άλλωστε, οι άνθρωποι χωρίζονται  σε δυο κατηγορίες: Σ αυτούς που ταξιδεύουν και σ αυτούς πού μένουν στάσιμοι…

Σωτήρης Στανωτάς

 

Σχόλια

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Διαβάστε ακόμα

Scroll to Top