
Το <<μαύρο πρόβατο>> είναι μια ιστορία που έγραψα παίρνοντας μέρος σε έναν από τους πανελλήνιους διαγωνισμούς λογοτεχνίας που γίνονται κάθε χρόνο. Την ιστορία μου αυτή τη διάβασαν λίγοι και την αξιολόγησαν ακόμα λιγότεροι. ΄Όμως εγώ δεν την έγραψα για νικήσω αλλά για να τη μοιραστώ με όσο γίνεται περισσότερους ανθρώπους…
Ξύπνησε απότομα. Λίγο φως. Ακριβώς απέναντί της ήταν μια σειρά από βαριά κάγκελα. Έκανε να σηκωθεί. Οι αλυσίδες γύρω της δεν την άφησαν. Έκανε να φωνάξει. Τα χείλη της ήταν ραμμένα. Αυτή ήταν η τιμωρία της. Βρισκόταν στη φυλακή της σκέψης. Μαζί με όλους εκείνους που είχαν προσπαθήσει να προειδοποιήσουν τις μάζες. Με όσους προσπάθησαν να σώσουν το κοπάδι. Το ίδιο το κοπάδι τους φυλάκισε. Το να έχεις σκέψεις και ιδέες, βλέπετε, ήταν έγκλημα. Το να έχεις προσωπικότητα και να είσαι μοναδικός, κακούργημα.
Στα εφηβικά της χρόνια κατάλαβε τι συνέβαινε. Ήταν μαύρο πρόβατο. Οι γονείς της την είχαν προειδοποιήσει. Το μονοπάτι της ζωής της θα ήταν μοναχικό και δύσκολο. Θα άξιζε όμως, γιατί ήταν το ομορφότερο. Έτσι το ακολούθησε. Και μαγεύτηκε. Θα την οδηγούσε ψηλά. Στ' αστέρια. Όσο ανέβαινε, έβλεπε από μακριά τα γκρίζα κύματα που δημιουργούσαν τα άβουλα σώματα της μάζας. Τόση ασχήμια δεν είχε αντικρίσει ξανά. Ένας ολόκληρος ωκεανός μίσους χανόταν πίσω της. Ένας ωκεανός επικίνδυνος, γεμάτος δηλητήριο. Οι καρχαρίες που βασίλευαν άνοιγαν τα βρώμικα στόματά τους και ρουφούσαν, σα μαύρες τρύπες, τη λιγοστή ενέργεια που είχε απομείνει στο πλήθος. Κάθε σώμα που ξεζούμιζαν αποτελούσε έναν νέο ακόλουθο, ένα απελπισμένο πιόνι για την τεράστια σκακιέρα τους.
Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε πάλι μπροστά. Το ταξίδι της είχε μόλις αρχίσει, μα ήδη μερικά από τα απαγορευμένα χρώματα φαίνονταν αχνά. Ένιωσε ένα ρίγος, καθώς άκουσε για πρώτη φορά τη μελωδία.
Ναι, θυμάται τους δικούς της να της λένε γι' αυτήν. Δεν είχε καμία σχέση με το φρικιαστικό βουητό του κόσμου των πολλών.
Το βουητό έκλεβε κάθε ίχνος ζεστασιάς από την ψυχή. Η μελωδία σου έδινε θέληση για ζωή, ενέργεια. Συνέχισε να προχωρά. Ο δρόμος δυσκόλευε, μα δεν την ενοχλούσε καθόλου.
Όσο περπατούσε έβλεπε περισσότερα από τα απαγορευμένα χρώματα. Άρχισε να αισθάνεται κάτι περίεργο μέσα της. Σαν κάτι να την έσπρωχνε. Τα μικρά βήματά της έγιναν σύντομα φτερουγίσματα. Το στάδιο της μεταμόρφωσης είχε αρχίσει. Τώρα ανέβαινε με γρηγορότερους ρυθμούς.
Πετούσε ψηλά. Απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από το σκοτάδι. Μπορούσε να δει, να ακούσει, να μυρίσει. Άρχισε να βρέχει. Ήταν βροχή απαλή. Οι σταγόνες, σαν χάδια, άγγιζαν το πρόσωπο της. Την καθάριζαν. Ελευθέρωσαν την ψυχή της από τη βρωμιά του κόσμου απ' όπου δραπέτευσε. Λουλούδια έντυναν τώρα το σώμα της. Κορδέλες ανέμιζαν γύρω από τα μαλλιά της. Είχε αποκτήσει χρώματα. Είχε ξεφύγει απ' το γκρι. Μύριζε σαν την άνοιξη, μια γλυκιά μυρωδιά, μια φρεσκάδα στην ψυχή της. Είχε αποβάλλει τη μυρωδιά του πτώματος που την σκέπαζε παλιά. Η βροχή σταμάτησε και ένας τεράστιος πορτοκαλί Ήλιος φάνηκε. Μπορούσε να διακρίνει φιγούρες μπροστά της. Σύντομα πετούσε πλάι σε άλλα παιδιά της άνοιξης. Δεν ήταν πολλά. Φαίνονταν όλα ελεύθερα. Πετούσαν στον ίδιο ρυθμό. Έτσι ξεκίνησε η μουσική. Μελωδία και ρυθμός. Τώρα πετούσαν όλα μαζί. Ανέβαιναν ακόμα ψηλότερα. Πλησίαζαν τ' αστέρια.
Όμως το να 'χεις ψυχή σε βασανίζει. Θες να βοηθήσεις ακόμα κι αν δεν μπορείς. Έτσι ήρθε η ιδέα. Θα έκαναν επανάσταση. Θα σκόρπιζαν στον κόσμο του κενού τα χρώματα. Θα δημιουργούσαν ψυχές. Ζωή. Η μελωδία θα νικούσε το βουητό. Η άνοιξη θα ερχόταν. Οι μαύρες τρύπες που έκλεβαν το φως, θα γίνονταν σιντριβάνια. Θα σκόρπιζαν παντού τη μαγεία. Στόχευαν ψηλά. Ήθελαν να σώσουν τις μάζες. Θα έκαναν την απόλυτη θυσία. Θα ρίσκαραν το δρόμο τους προς τ' αστέρια, προκειμένου να σώσουν τους πολλούς. Το γεγονός ότι δε θα μπορούσαν να μοιραστούν τη μαγεία της ζωής με όλους όσους βρίσκονταν χαμηλά, στον κόσμο του θανάτου, τα τρέλαινε. Και πήραν την απόφαση. Κλείνοντας τα φτερά τους, έκαναν βουτιά.
Τώρα πετούσαν χαμηλά, πάνω από τα νεκρά πλήθη. Παρατηρούσαν τα γκρίζα πρόσωπα, τα άχαρα κορμιά. Κανένα συναίσθημα, καμιά έκφραση. Χάρτινα βλέμματα. Τα παιδιά πότιζαν τώρα τα σώματα με τα δάκρυά τους. Τους φαινόταν απίστευτο, πως είχαν ξεφύγει από αυτήν την κόλαση που τώρα αντίκριζαν. Ήταν όμως αποφασισμένα να βοηθήσουν τα φαντάσματα να ξεφύγουν απ' το σκοτάδι. Σαν χρωματιστές πιτσιλιές σε γκρίζο καμβά, κινούνταν ανάμεσα στα άτομα, ψάχνοντας να βρουν σημάδια ζωής. Παιδιά που οι καρχαρίες δεν είχαν προλάβει να ξεζουμίσουν. Ήταν δύσκολο μα όχι ακατόρθωτο. Έψαχναν για μέρες. Όταν έβρισκαν σώματα στα οποία είχε απομείνει λίγη ζωή, αμέσως τα έστελναν στο μονοπάτι. Έτσι, θα μπορούσαν από μόνα τους να κατακτήσουν τις αισθήσεις. Θα νικούσαν το θάνατο, Θα καθαρίζονταν, θα αποκτούσαν και πάλι ψυχές. Άρχισαν να πληθαίνουν. Πετούσαν αργά, προσπαθώντας να διατηρήσουν τη νεκρική σιγή του γκρίζου κόσμου. Αν έσπαγε η σιωπή, οι καρχαρίες θα διέταζαν τα πιόνια τους να τα αρπάξουν. Εκείνα, χωρίς κανένα ίχνος βούλησης, θα εκτελούσαν τη διαταγή. Θα φυλάκιζαν τα παιδιά της άνοιξης. Τα πάντα θα καταστρέφονταν. Τα παιδιά όμως δεν φοβόντουσαν. Ήταν αποφασισμένα.
Έπρεπε να βρουν όλα τα άλλα παιδιά που θα γίνονταν μέλη της εκστρατείας τους. Όλα τα παιδιά που θα βοηθούσαν να έρθει το φως. Μετά, θα ανέβαιναν πάλι ψηλά, θα ετοίμαζαν τις βόμβες χρώματος, και χωρίς να περιμένουν πολύ, θα στόχευαν τους καρχαρίες και θα τους χτυπούσαν. Τότε, εκείνοι θα έσκαγαν. Όλες οι ψυχές θα ελευθερώνονταν.
Ο τόπος θα γέμιζε χρώμα. Οι απέραντοι δηλητηριώδεις ωκεανοί θα γίνονταν καταπράσινα λιβάδια. Στο δροσερό γρασίδι τους θα έπαιζαν ευτυχισμένα τα παιδιά της άνοιξης, μαζί με όλους τους ανθρώπους που είχαν σωθεί, που είχαν ξεφύγει από τα δεσμά του θανάτου. Η ζωή τους θα ήταν γλυκιά, χωρίς καρχαρίες, χωρίς σκοτάδι. Όλοι θα ήταν ελεύθεροι. Θα ζούσαν αρμονικά, αγκαλιάζοντας τις διαφορές τους. Δεν θα' χαν τίποτα να τους χωρίζει. Έτσι θα λέγαμε πως έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Όμως τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Τα παιδιά ανέβηκαν ψηλά. Έβαλαν όλη την ψυχή τους για να φτιάξουν τις βόμβες. Μετά, επέλεξαν τους κατάλληλους για τη δουλειά. Αν κάτι πήγαινε στραβά, τα πράγματα θα δυσκόλευαν πολύ. Με μια βαθιά ανάσα, πέταξαν πάλι χαμηλά. Στόχευσαν τους καρχαρίες. Άφησαν τις βόμβες να γλιστρήσουν από τα χέρια τους. Αστόχησαν. Χτύπησαν τα πλήθη. Οι καρχαρίες γελώντας, συνέχισαν να ρουφούν τη ζωή των πολλών. Ήταν άφθαρτοι. Η τουλάχιστον, έτσι νόμιζαν. Τα παιδιά όμως είχαν κι άλλα όπλα, που οι καρχαρίες δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ποτέ. Είχαν το μυαλό τους, την ψυχή τους και κάτι ακόμη. Ήταν εθισμένα στην ελευθερία. Έτσι τους ήρθε η ιδέα. Αλλαγή σχεδίου. Κατάλαβαν πως έπρεπε να αντιμετωπίσουν το θάνατο με θάνατο. Ένα από τα παιδιά θα βαφόταν γκρι και θα μεταμφιεζόταν σε άψυχο σώμα. Μετά θα περνούσε ανάμεσα από τα πτώματα και θα κατέληγε στο στόμα του καρχαρία. Εκεί, εφοδιασμένο με το φίλτρο της θέλησης, θα έβαζε την τελευταία βόμβα που τους είχε μείνει, θα την ενεργοποιούσε και θα απομακρυνόταν. Μια τεράστια έκρηξη θα γινόταν, και ο καρχαρίας θα έσκαγε. Αλλά αυτοί οι καρχαρίες είναι σαν τις νάρκες: Όταν σκάσει μια, σκάνε όλες. Με ένα ντόμινο εκρήξεων θα καταστρέφονταν όλοι και οι ψυχές θα ελευθερώνονταν.
Εκείνη ήταν η πρώτη που προσφέρθηκε για να κάνει το χτύπημα. Ήταν η πιο αποφασισμένη και αυτό το ήξεραν όλοι. Μεταμφιέστηκε, και κατέβηκε χαμηλά. Ακολούθησε πιστά το σχέδιο. Περνώντας αργά ανάμεσα από τα σώματα, πλησίασε έναν από τους μεγαλύτερους καρχαρίες. Έφτασε μπροστά στο τεράστιο στόμα του, πήρε μια βαθιά ανάσα, και μπήκε μέσα. Κράτησε σφιχτά στα χέρια της τη βόμβα. Όσο προχωρούσε βαθύτερα ένιωθε ένα δέος να την κατακλύζει. Δε θα άφηνε όμως τίποτα να την σταματήσει από την αποστολή της. Όταν έφτασε αρκετά βαθιά, ακούμπησε κάτω τη βόμβα, κοίταξε γύρω της και την ενεργοποίησε. Τώρα έπρεπε να βγει από τα σωθικά του τέρατος. Δεν μπορούσε όμως να τρέξει. Θα την καταλάβαινε.
Τα μέτρα που τη χώριζαν από το ορθάνοιχτο στόμα με τα τεράστια, κοφτερά δόντια της φάνηκαν χιλιόμετρα και τα δευτερόλεπτα αιώνες. Τελικά κατάφερε να βγει απαρατήρητη, όπως είχε μπει στην κοιλιά του κήτους. Το ρολόι στη βόμβα μετρούσε ανάποδα κι εκείνη έπρεπε να συνεχίσει να περπατά αργά σαν πεθαμένη. Όταν πια απομακρύνθηκε αρκετά αναστέναξε με ανακούφιση. Ο αναστεναγμός της όμως έσπασε τη σιωπή. Ο καρχαρίας τινάχτηκε απότομα έτοιμος να ορμήσει πάνω της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της φοβισμένη. Πριν προλάβει όμως να της χιμήξει έγινε μια τεράστια έκρηξη. Ένιωσε την καρδιά της να πάλλεται, και τα σωθικά της να δένονται κόμπο.
Τότε, ακούστηκε μια γνωστή μελωδία. Άνοιξε τα μάτια της, και είδε φως. Άπλετο φως. Χρώματα. Πολλά χρώματα. Άρχισε πάλι εκείνη, η γνωστή βροχή. Αυτή τη φορά όμως, οι σταγόνες καθάριζαν τις ψυχές όλων των ανθρώπων που είχε σώσει. Όλοι μαζί χόρευαν στα λιβάδια των ονείρων το χορό των λουλουδιών. Γιόρταζαν την άνοιξη, που εκείνη είχε φέρει. Το στενό μονοπάτι που προοριζόταν για τα μαύρα πρόβατα, είχε γίνει ένας φαρδύς δρόμος που οδηγούσε στ' αστέρια. Στις άκρες του κυλούσαν ρυάκια με νερό απ' τις πηγές της ζωής, που πότιζαν τα δέντρα και τα λουλούδια που τον στόλιζαν. Μια αύρα γεμάτη φρεσκάδα και ζωή ταξίδευε στον αέρα, χάιδευε τα πρόσωπα και τα 'κανε να χαμογελούν. Τα όνειρα των παιδιών είχαν γίνει πραγματικότητα.
Ξύπνησε απότομα.
Γλάυκη Τσιομπανούδη
Leave a Reply