
Το πρωί σε όλες τις γειτονιές, εκείνη την ώρα που οι περαστικοί είναι λίγοι και, συνήθως, αγουροξυπνημένοι βιαστικοί να φτάσουν στη δουλειά τους είναι μια γλύκα.
Ο ήλιος δεν καίει αν είναι καλοκαίρι και τώρα που είναι φθινόπωρο σπάει η παρουσία του την πρωινή υγρασία.
Τα μαγαζιά ακόμη στο άνοιγμα. Ένα σουλάτσο και οι καλημέρες δεξιά αριστερά είναι ό,τι πρέπει για να φτιάξει η διάθεση.
Τα Εξάρχεια μου αρέσουν και αυτήν την ώρα. Τα μαγαζιά ετοιμάζονται να ανοίξουν, τα πρωινά καφέ έχουν πάντα κάποιον να παίρνει έναν καφέ να πάει τρέχοντας στο γραφείο του αλλά και κάποιους που έχουν την πολυτέλεια να τον πιούν στο τραπεζάκι τους, χαζεύοντας τον πρωινό τύπο… στο κινητό τους. Εντάξει μπορεί να τσεκάρουν «αν έστειλε» αλλά οκ ο καθένας με μια οθόνη ερωτοτροπεί πολλές ώρες τη μέρα, δεν είναι να το κάνουμε θέμα.
Δεν είμαι πολύ του καφέ. Δηλαδή ξυπνάω με το που σηκώνομαι από κρεβάτι. Για πολλά χρόνια τον είχα κόψει αλλά πλέον έναν ντεκαφεϊνέ, για την παρέα τον πίνω.
Και μου αρέσει να τον πίνω νωρίς, πριν φτάσω στη δουλειά. Προτιμώ να σηκωθώ νωρίτερα να φτάσω να νευριάσω που δεν βρίσκω να παρκάρω, να ηρεμήσω περπατώντας από τα νεύρα και μετά να κάτσω να πιω έναν καφέ, ντικάφ και είτε να διαβάσω το βιβλίο μου, να χαζεψω το κινητό, να μιλήσω με πρωινούς φίλους για μια καλημέρα, είτε και τα τρία μαζί.
Συνήθως κάθομαι στο Cusco, Κωλέττη και Μεσολογγίου. Δηλαδή τι συνήθως εκεί κάθομαι για τον πρωινό καφέ. Το χειμώνα στα τραπεζάκια επί της Κωλέττη που τα χαϊδεύει ο ήλιος και το καλοκαίρι στη σκιά της Μεσολογγίου.
Λέμε καλημέρα και πάντα και κάποια κουβέντα με τον Λάμπρο ή τον Ηλία που είναι οι συνήθεις πρωινοί βαρδιούχοι, λέμε και καμία κουβέντα και με κάποιους άλλους, έναν δύο δηλαδή, θαμώνες που είναι κι αυτοί πρωινοί και η ρουτίνα αυτή έχει τη θέση μιας πρωινής τελετουργίας.
Μερικές φορές δεν κάνω τίποτα παρ’ εκτός να χαζεύω το γιαπί που κανείς δεν ξέρει πώς δεν συνέχισε να χτίζεται στην άλλη «Κωλέττη και Ζαλόγγου», τα μηχανάκια που περνάνε αφού έχουν διασχίσει τον πεζόδρομο, τα αυτοκίνητα με τους νευριασμένους οδηγούς που ψάχνουν να παρκάρουν, τους περαστικούς, τους μαγαζάτορες των απέναντι καταστημάτων που ετοιμάζουν τους καφέδες για τους δικούς τους πρωινούς πελάτες. Τα κτίρια, τις μουτζούρες πάνω στους τοίχους. Χαζεύω και βάζω το μυαλό μου σε μια τάξη για τι υποχρεώσεις της μέρας που αρχίζει. Ξεστρατίζει όμως και μου βγάζει τα άγχη του με τα προβλήματα που έχω όπως όλοι μας, ή άλλες φορές- όταν το βλέμμα σταματάει στο σκαλισμένο cusco στον τοίχο – σε μακρινές εποχές που το να κάνεις ένα ταξίδι ήταν απλώς θέμα μιας απόφασης και το έκανες.
Τώρα πιο συχνά ταξιδεύω με το νου μου και λιγότερο μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, ακόμη λιγότερο μπαίνοντας σε ένα αεροπλάνο.
Αλλά οκ, το ταξίδι είναι στέιτ οφ μάιντ για να παραφράσω το τουριστικό μας σλόγκαν για το καλοκαίρι του κορωνοϊού (που μας πήρε και μας σήκωσε).
Ένιωσα την ανάγκη να βγάλω μια φωτογραφία το χρωματιστό τραπεζάκι που πλέον θα είναι στοιβαγμένο μαζί με τις καρέκλες και τα άλλα τραπέζια σε όλα τα μαγαζιά της Αθήνας.
Μακάρι να αξίζει τον κόπο για την υγεία όλων μας. Δεν είμαι πάντως σίγουρος.
Σκέφτομαι τους φίλους που έχουν και δουλεύουν σε μπαρ σε καφέ, σε ταβέρνες. Σκέφτομαι τους ηθοποιούς, τους σκηνοθέτες, τους τεχνικούς στα θέατρα, τους αιθουσάρχες των κινηματογράφων. Σκέφτομαι τον Θανάση, τον Αντρέα, τον Χρήστο, τη Ντόρα, τον Ιάσονα, τη Δήμητρα, τον Βασίλη, την Ελευθερία, τον Δημήτρη, τον Λάμπρο, τον Ηλία, την Αγγελική, τον Κωνσταντίνο, τον Θοδωρή, τον Γιωργή, τον Χάρη, τη Ροδή, και τόσους άλλους που δεν έχει καν σημασία ότι δεν τους γνωρίζω.
Σκέφτομαι ότι η ζωή ημών των «καταναλωτών» της διασκέδασης αλλάζει αλλά οι ζωές των ανθρώπων που ζουν από τη δική μας διάθεση για καφέ, ποτό, μεζέ, τη δική μας ανάγκη για μια ταινία και μια παράσταση, όχι μόνο αλλάζει αλλά κινδυνεύει.
Μακάρι να πιάσουν τα μέτρα, μακάρι να επιστρέψουμε στις ζωές που αφήσαμε πίσω μας τον περασμένο Μάρτιο και να έχουμε βγει πιο υπεύθυνοι και πιο αλληλέγγυοι ο ένας για τον άλλον.
Μακάρι κι αυτοί που παίρνουν μέτρα να γίνουν το ίδιο.
Γιάννης Καφάτος
Leave a Reply