
Ο θρύλος λέει πως ένα ωραίο απόγευμα ο Robert Rodriguez έβλεπε B-movies στο σπίτι του Tarantino, και κάποια στιγμή τους προέκυψε η ιδέα που το 2007 οδήγησε σε αυτό:
Η ταινία δεν πήγε και πολύ καλά εισπρακτικά, αποφέροντας μόλις 11,5 εκατομμύρια δολάρια από τα 53 που κόστισε η παραγωγή της. Ο πολύς Harvey Weinstein δυσαρεστήθηκε, αλλά ένα συγκεκριμένο τμήμα του κοινού καταευχαριστήθηκε, γιατί ικανοποιήθηκε η δίψα του για cult κινηματογράφο με σύγχρονο πρόσημο. Η ταινία ήταν ένα κανονικό double feature (δηλαδή δύο ταινίες) με απολαυστικά ψεύτικα τρέιλερ (προσωπικό μου αγαπημένο το Thanksgiving του Eli Roth) και ψεύτικες διαφημίσεις στη μέση.
https://youtu.be/luFC1jxmq9c
Το είδος στο οποίο απέτισαν φόρο τιμή οι δημιουργοί ήταν αυτό του grindhouse cinema. Πρόκειται για ένα είδος που λατρεύεται από πολλούς ενώ συγχέεται με τις B-movies. Συνήθως, η διαισθητική διάκριση των οπαδών αφορά τις B-movies ως φτηνές παραγωγές β διαλογής (πχ γελοίες ταινίες επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του 1950) και τις ταινίες grindhouse ως αιματηρές, σοκαριστικές και κακοφτιαγμένες ταινίες της δεκαετίας του 1970. Η διάκριση είναι ενδιαφέρουσα και έχει βάση αισθητικά, αλλά νομίζω πως είναι ενδιαφέρον να μιλήσουμε λίγο και για το grindhouse σε πιο συστηματική βάση, βάζοντας κάτω από τον μεγεθυντικό μας φακό και την ίδια την ιδέα του grindhouse ως cult. Δεν σκοπεύω βέβαια να διορθώσω κάποια υποτιθέμενη ιστορική αδικία εδώ, αφού οι αντιλήψεις των ανθρώπων για τα πράγματα είναι αυτό που μετράει στο τέλος. Αντίθετα, η cult-οποίηση των πράγματι απολαυστικών grindhouse ταινιών έχει πολλά να κερδίσει αν συμπεριλάβει την πορεία του είδους μέσα στον χρόνο.
Κατ’ αρχάς, το grindhouse αρχικά δεν ήταν είδος κινηματογράφου. Ας δούμε τον ορισμό του Λεξικού της Οξφόρδης:
“cinema showing a variety of films in continuous succession, usually with low admission fees and freq. concentrating on material regarded as of poor quality or little merit. Also: a burlesque theatre; a strip club”.
Αυτός ο ορισμός περιέχει όλα τα στοιχεία που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια του άρθρου.
Τα grind house theaters ήταν σινεμά στο κέντρο πόλεων των ΗΠΑ, με εβληματικότερα αυτά της 42ης οδού στη Νέα Υόρκη, κοντά και πάνω στην Times Square. Το βασικό τους χαρακτηριστικό ήταν ότι πρόβαλλαν ταινίες σχεδόν όλη την ημέρα σχεδόν συνεχόμενα, με πολύ χαμηλό εισιτήριο. Έχουν συνδεθεί με ένα συγκεκριμένο στιλ (και όχι είδος) ταινιών –χαμηλή ποιότητα, έμφαση στη βία, κ.ο.κ–, αλλά η πραγματικότητα είναι κάπως πιο περίπλοκη.
Η πρώτη εμφάνιση του όρου ανιχνεύεται μάλλον στον Μεσοπόλεμο, και συγκεριμένα στο τεύχος Δεκεμβρίου του σημαντικού περιοδικού Variety το 1923. Ήδη από την εμφάνιση του όρου τα σινεμά αυτά αντιμετωπίζονταν αρνητικά, και συνδέονταν με καμπαρέ και οίκους ανοχής που βρίσκονταν στις ίδιες περιοχές. Μάλιστα, το ίδιο το όνομα παρέπεμπε στον ‘bump ‘n’ grind’ χορό των καμπαρέ, λειτουργώντας εξαρχής ως στιγματισμός. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι ο λόγος για τα grind houses ερχόταν από τα πάνω (μεγάλες εφημερίδες όπως οι New York Times, περιοδικά όπως το Variety, κριτικοί και επιφυλλιδογράφοι) και συνδεόταν με τις πολιτικές που ακολουθούσαν τα μεγάλα στούντιο του Χόλυγουντ.
Κατά την λεγόμενη ‘Studio Era’ (δεκαετίες 1920-1950), τα μεγάλα στούντιο παραγωγής του Χόλυγουντ είχαν τον απόλυτο θεσμικό έλεγχο της παραγωγής, διανομής και κυκλοφορίας ταινιών. Σε συνδυασμό με τον περίφημο Κώδικα Hays, το κανονιστικό πλαίσιο της κινηματογραφικής βιομηχανίας ήταν ιδιαίτερα σφιχτό. Πρέπει να λάβουμε υπόψη, επίσης, ότι τα μεγάλα στούντιο σε αυτή την περίοδο παρήγαγαν εκατοντάδες ταινίες κάθε είδους και επιπέδου κάθε χρόνο, και όχι στοχευμένα blockbusters όπως αργότερα ή σήμερα. Έτσι, ανεξάρτητα σινεμά που δεν συνδέονταν με το δίκτυο των μεγάλων παραγωγών συχνά έμεναν εκτός της διανομής προς όφελος των σινεμά που ανήκαν ή που συνεργάζονταν με τα στούντιο. Έτσι, πολλά σινεμά στρέφονταν αναγκαστικά σε παραγωγές που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε grindhouse. Ταυτόχρονα, πολλά grind house σινεμά έπαιζαν «κανονικές» ταινίες του Χόλυγουντ, συνήθως αργότερα από τα υπόλοιπα. Σημειωτέον ότι μια παραγωγή δεν ήταν απαραίτητα καλύτερου επιπέδου (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) επειδή την είχε γυρίσει κάποιο μεγάλο στούντιο. Ωστόσο, αν και τα grind houses πρόβαλαν και «κανονικές» ταινίες, η έμφαση από τον από τα πάνω λόγο δινόταν πάντα στις υπόλοιπες, που ήταν εξοβελιστέες.
Σημαντικός σταθμός στην πορεία του φαινομένου ήταν το Κραχ του 1929 και τα αμέσως επόμενα έτη, γνωστά ως ‘The Great Depression’. Το μοντέλο λειτουργίας των grind houses, γνωστό τότε ως ‘grind policy’, επεκτάθηκε ραγδαία και σε σινεμά που δεν το ακολουθούσαν έως τότε, λόγω της οικονομικής κρίσης. Η συνεχής προβολή ταινιών ανεξαρτήτως περιεχομένου, καθώς και το χαμηλό εισιτήριο γενικής εισόδου (η οποία σήμερα είναι αυτονόητη) έφεραν αλλαγές και διαμαρτυρίες: το γεγονός ότι ο καθένας μπορούσε με την αγορά ενός εισιτηρίου να καθίσει οπουδήποτε μέσα στο σινεμά, και όχι σε θέση ανάλογα με την τιμή, έφερε μια ανάμειξη των κοινωνικών τάξεων εντός της αίθουσας. Παράλληλα, πολλά σινεμά πωλήθηκαν για να γίνουν grind houses, γεγονός που δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις στους κριτικούς. Οι ίδιες οι χαμηλές τιμές των εισιτηρίων θεωρήθηκαν ως δείγμα της χαμηλής ποιοτικής και ηθικής στάθμης του κοινού, σε σινεμά μάλιστα που μέχρι πρότινος θεωρούνταν «κανονικά». Αυτό το φαινόμενο μάλιστα έχει ειδική βαρύτητα σε μια περίοδο που στις ΗΠΑ αυξήθηκε ο λόγος περί ταξικότητας και πάλης των τάξεων (με αρνητικό πρόσημο συνήθως).
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο skra-punk.com
Leave a Reply