
Τι ανακούφιση!
Μπήκες μέσα, έλυσες το ζωνάρι, ή κατέβασες το φερμουάρ!
Επιτέλους μόνος, χωρίς να σε βλέπει κανείς – ασχέτως αν εκεί που ήσουν ήθελες να σε βλέπουν ή πάλι, ήσουν κάπου που δεν μπορούσες ούτε να αλλάξεις στάση χωρίς να σε δουν όλοι.
Χαλαρώνεις. Ξέρεις ότι δεν θα κρατήσει για πάντα, αλλά ξέρεις ότι αυτές οι στιγμές είναι δικές σου. Μακριά από αδιάκριτα ή διακριτικά – δεν έχει σημασία – βλέμματα απολαμβάνεις. Ακόμη κι αν βιάζεσαι γιατί αδημονείς να επιστρέψεις εκεί που ήσουν, εκείνες οι ελάχιστες στιγμές ανακούφισης είναι Δικές Σου!
Και ξαφνικά σβήνει το φως!
Το γαμημένο το φωτοκύτταρο σου καθορίζει ότι έπρεπε να έχεις τελειώσει το κατούρημα και σβήνει το φως.
Όσο και να ξέρεις ότι μπορεί να συμβεί, ταράζεσαι! Σου χαλάνε τη στιγμή. Το «μομέντουμ» που λένε και οι πολιτικοί αναλυταί…
Κι αρχίζεις κάτι (μουσικο)χορευτικό. Κουνάς ένα χέρι – αφού το άλλο είναι «πιασμένο» ή πας μπρος πίσω, με τη δέουσα προσοχή.
Είτε γιατί σέβεσαι το χώρο, είτε γιατί φοβάσαι μην πιτσιλίσεις το παντελόνι σου – οπότε μετά θα σε κοιτάνε ακόμη πιο περίεργα, μπορεί κάποιος ή κάποια να κρυφογελάσει εις βάρος σου, μπορεί και να σε σχολιάσουν.
Κάνεις ό,τι μπορείς να επικοινωνήσεις με το φωτοκύτταρο που σε κοιτάει από εκεί ψηλά στη γωνιά. Χρειάζεσαι την επικοινωνία όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο!
Όσο κουλ και να είσαι, πόσο αντέχεις στο μαύρο σκοτάδι με το πουλί στο χέρι, ή με το χαρτί στον απαυτό σου!
Κι αυτό, αγέρωχο τις περισσότερες φορές. «Ζητάει» να ταπεινωθείς. Ναι, δεν σε βλέπει κανείς, αλλά πλέον ούτε εσύ ο ίδιος σε βλέπεις! Ταπείνωση στο σκοτάδι! Κουνάς χέρια, βρίζεις από μέσα σου, ταράζεσαι!
Γιατί ρε φωτοκύτταρο σβήνεις στη μέση της απόλαυσης; Γιατί ρε ηλεκτρολόγε το ρύθμισες να σβήνει τόσο γρήγορα;
Ποιος μέτρησε ότι ένα κατουρηματάκι διαρκεί «τόσο» και όχι «λίγο τόσο ακόμη»!
Να έρθει, να μου το πει! Να κάνουμε ένα τσίσα-γκάλοπ, κι αν εγώ αργώ να πληρώσω με το έρεβος που μου αξίζει!
Leave a Reply