Με βασικό πρωταγωνιστή την ίδια την ιστορία της δημιουργίας του νέου ελληνικού κράτους, ο Άρης Σφακιανάκης στο νέο του μυθιστόρημα «Ο Πρίγκιψ του δευτέρου ορόφου. Στον καιρό του Όθωνα» (Εκδόσεις Κέδρος) έχει καταφέρει να φτιάξει μια σαγηνευτική ιστορία, με κινηματογραφική ατμόσφαιρα μιας πόλης που την ξέρουμε καλά, ή νομίζουμε ότι την ξέρουμε καλά, και έναν ήρωα, έναν ιδιότυπο Φόρεστ Γκαμπ αλά Γκρέκα, που ακροβατεί από την πραγματικότητα στη φαντασία.
Πώς παρουσιάζεται ο ήρωας στο βιβλίο:
Δηλώνει ποιητής. Είναι Έλληνας της Διασποράς. Σπούδασε νομικά στο Μόναχο. Βρίσκεται στο Ναύπλιο κατά την άφιξη του Όθωνα και γνωρίζεται με τον ανήλικο βασιλιά. Δουλεύει για τον Κωλέττη και ακολουθεί την κυβέρνηση στη νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα. Ορίζεται από τον Όθωνα δάσκαλος ελληνικών της Αμαλίας. Αργότερα μετακομίζει στο παλάτι. Προσπαθεί να σαγηνεύσει τις δεσποινίδες επί των Τιμών – μάταια. Εγκαταλείπει την ποίηση, φλερτάρει με το μυθιστόρημα και τελικά πείθεται να γράψει το χρονικό της βασιλείας του Όθωνα. Θα τα καταφέρει;
Το βιβλίο του Άρη Σφακιανάκη, είναι μια καλή ευκαιρία να γνωριστούμε με ό,τι μας περιβάλλει, με την αίσθηση αυτού του τερατώδους «ελληνικού κράτους». Μέσα από τη ζωή του ήρωά του, του «πρίγκηπα» ενός αποτυχημένου ποιητή αλλά επαρκώς επιτήδειου υπαλλήλου ζωντανεύει η Ελλάδα που ξέρουμε σήμερα αλλά στα στρεβλά γεννοφάσκια της. Πρωταγωνιστεί, η ιστορία-μου-αμαρτία-μου του ελληνικού δημοσίου, του πρώτου μας χρέους, οι πολιτικοί χαρακτήρες που χάρη στις δικές τους βουλές και …βούλες πληρώνουμε και «αποπληρώνουμε» ακόμη σήμερα.
Το χιούμορ και οι νύξεις είναι έντονα υποδόριες στις σελίδες του βιβλίου και κάνουν την ανάγνωση ακόμη πιο απολαυστική.
Η προσωπική ιστορία του ήρωα, και η ανάγκη του να αγαπηθεί, να τον ερωτευτούν όπως αυτός τον οδηγεί σε καταστάσεις που δίνουν τη δυνατόητα στον συγγραφέα να μας περιγράψει τα έντονα συναισθήματα και τις διακυμάνσεις τους με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Κι επειδή όλα αυτά τού συμβαίνουν παράλληλα με τις φρενήρεις εξελίξεις σε ένα κράτος που άρχισε να στέκεται στα πόδια του με υποπόδια τις Μεγάλες Δυνάμεις, ο ήρωας μας, ο ιδιότυπος Φόρεστ Γκαμπ αλά Γκρέκα που έλεγα παραπάνω, είναι παρών στις μεγάλες στιγμές της εποχής που περιγράφει το βιβλίο.
Περισσότερα όμως για το βιβλίο, από τον ίδιο τον Άρη Σφακιανάκη στην «κουβέντα» που ακολουθεί:
Να υποθέσω ότι αν δεν υπήρχε η Βασίλισσα Αμαλία η Αθήνα θα ήταν πιο άσχημη αφού δεν θα υπήρχε ο Εθνικός Κήπος;
Είναι σχεδόν βέβαιο, αναπόδραστο πες, ότι οι οικοπεδοφάγοι θα είχαν στήσει τρελό γλέντι στα στρέμματα του Βασιλικού κήπου αν δεν υπήρχε η Αμαλία που με την αγάπη της για τα φυτά και τα ζώα δημιούργησε αυτήν την όαση στην καρδιά της Αθήνας.
Συνεχίζεις την «ιστορία» από εκεί που την άφησες με τον Καποδίστρια, τώρα με την έλευση του Όθωνα, αλλά πάντα μέσα από τη ματιά ενός παρατηρητή. Και αφού μου μιλήσεις λίγο για να μου «συστήσεις» τον ήρωά σου, η ερώτηση που έχω είναι πώς εσύ συμπεριφέρεσαι στις διάφορες «ιστορίες» σου. Πρωταγωνιστείς ή είσαι παρατηρητής;
Ο «πρίγκιψ» έλαβε αυτό το παρατσούκλι όταν σπούδαζε Νομικά στο Μόναχο επειδή κάποτε ισχυρίστηκε στους συμφοιτητές του ότι κρατάει από αρχοντική οικογένεια των Παραδουνάβιων ηγεμονιών. Είναι Έλληνας της διασποράς και καλλιεργεί την ποίηση στον ελεύθερο χρόνο του. Αργότερα προσκολλάται στην Αυλή του Όθωνα και αναλαμβάνει να διδάξει την ελληνική γλώσσα στην Αμαλία. Μια συγκυρία τον φέρνει να κατοικήσει στον δεύτερο όροφο του παλατιού, εξ ου και ο τίτλος του μυθιστορήματος.
Όλα τα μυθιστορήματά μου είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο. Το πρώτο πρόσωπο παρατηρεί αλλά την ίδια στιγμή πρωταγωνιστεί στις ιστορίες που μας αφηγείται.
Ο ήρωάς σου φαίνεται ότι λειτουργεί σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον αλλά ζει παράλληλα και μια δική του πραγματικότητα που μπορεί και να μην υπάρχει. Αν ήταν «φίλος» σου τι θα τον συμβούλευες;
Να παρατήσει την ποίηση –που δεν πουλάει πια- και να στραφεί στην πεζογραφία.
Μέσα από το μυθιστόρημά σου η δημιουργία του Ελληνικού Κράτους και όλα του τα στρεβλά είναι συχνά ο «πρωταγωνιστής» πολλών σελίδων. Πού βάσισες την έρευνά σου;
Σε δεκάδες βιβλία ανθρώπων που έζησαν εκείνα τα χρόνια. Στις επιστολές της Αμαλίας προς τον πατέρα της, στους τρεις τόμους Απομνημονεύματα του Αλέξανδρου Ραγκαβή, στις ημερολογιακές καταχωρήσεις του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, στις Ιστορικές Αναμνήσεις του Ν. Δραγούμη, στις καταγραφές της Χριστιάνας Λυτ αλλά και του Χριστόφορου Νέζερ, κλπ, κλπ, κλπ.
Υπήρξαν περιστατικά από τις πηγές που μελέτησες που «η πραγματικότητα ξεπέρασε κάθε φαντασία».
Από τη στιγμή που οι Προστάτιδες Δυνάμεις αναθέτουν σε ένα δεκαεπτάχρονο την διακυβέρνηση μιας χώρας που μόλις βγαίνει από 400 χρόνια σκλαβιάς και είναι νωπό ακόμα το αίμα από τη δολοφονία του Καποδίστρια, καταλαβαίνουμε ότι η πραγματικότητα ξεπερνάει την φαντασία σχεδόν κάθε στιγμή.
Στην προηγούμενή μας συνέντευξη μου είχες απαντήσει ότι «πατρίδα σου είναι η βιβλιοθήκη σου». Σήμερα με ό,τι έχει συμβεί από το 2019 που μιλήσαμε, τι σε ενοχλεί περισσότερο στην Ελλάδα (που έχεις τη βιβλιοθήκη σου);
Το γεγονός ότι συζητάμε ακόμα για τα ξένα πανεπιστήμια στην Ελλάδα.
Ταξιδεύεις όσο περισσότερο μπορείς. Έχεις σκεφτεί να φύγεις και να ζήσεις σε κάποια άλλη χώρα;
Η μόνη πόλη που με γοήτευσε ώστε να ζήσω εκεί, κρίνοντας από τα ταξίδια που έχω κάνει –και έχω βρεθεί από την Ιαπωνία έως τη Βραζιλία και από την Αυστραλία ως την Ισλανδία- είναι η Νέα Υόρκη. Κι ενώ είχα μια πρόταση να πάω και να δοκιμάσω την τύχη μου εκεί, έμαθα ότι είχα προσληφθεί ως ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας. Παραδόθηκα –δυστυχώς ή ευτυχώς- στις Σειρήνες του ελληνικού δημοσίου. Η Νέα Υόρκη απέμεινε ένα όνειρο, ή μια ευκαιρία που χάθηκε.
Αν ο ήρωάς σου ερχόταν αύριο και σου ζητούσε να τον πας σε ένα δυο αγαπημένα σου στέκια σε γειτονιές της Αθήνας που θα τραβούσατε μια σέλφι;
Στο μπαλκόνι μου του δεύτερου ορόφου από όπου θα έβλεπε την Ακρόπολη αλλά και το απέναντι βενζινάδικο όπου σκοτώθηκε μια νύχτα του Γενάρη ο διαβόητος Ζαμπόν.