
Η Ελίνα Σκαρπαθιώτη είναι μια νέα φωνή, ζωντανή, άλλοτε αισιόδοξη, άλλοτε μελαγχολική, αλλά με εκείνον τον τρόπο που σε πείθει ότι είναι πάντα αυθεντική. Είναι ένας νέος άνθρωπος, ανήσυχος, με αυτιά πάντα ανοιχτά σε νέες και παλιές μουσικές. Τα ταξίδια της περιέχουν πάντα τη μουσική και η ίδια η μουσική την οδηγεί σ' αυτά τα ταξίδια.
– Πώς προέκυψε η αγάπη σου για τη μουσική; Υπήρχε κάποια οικογενειακή παράδοση ή το δικό σου ένστικτο σε οδήγησε εκεί;
Δεν υπάρχει κάποια μουσική παράδοση στην οικογένειά μας. Οι γονείς μου με πήγαν στο ωδείο όταν ξεκίνησα το δημοτικό σχολείο, θέλοντας απλά να μου δώσουν μουσική παιδεία και καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Η αγάπη μου για την μουσική προϋπήρχε, όπως σε όλο τον κόσμο άλλωστε, απλώς είχε την ευκαιρία να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί μέσα από την μουσική εκπαίδευση που ξεκίνησα να παίρνω στα διάφορα ωδεία όπου σπούδασα ανά την Ελλάδα. Εδώ βέβαια δεν πρέπει να αποσιωπήσω το γεγονός ότι το μουσικό εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα αφήνει περιθώρια για αρκετές αυθαιρεσίες και συχνά οι δάσκαλοι μουσικής στα ωδεία οδηγούν τους μαθητές τους να μισήσουν την μουσική και να απομακρυνθούν από αυτή. Όποιος ασχολείται επαγγελματικά με την μουσική στην Ελλάδα σήμερα, σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα έχει περάσει από τις Συμπληγάδες του υφιστάμενου μουσικού εκπαιδευτικού συστήματός μας με επιτυχία. Αυτό απαιτεί όχι μόνο ταλέντο, αλλά και τεράστια επιμονή, υπομονή, αφοσίωση και –γιατί να το κρύψουμε άλλωστε- και πολλή τύχη.
– Πιστεύεις ότι η μουσική είναι μία; (ανεξάρτητα από τα είδη στα οποία μπορεί να τη διαχωρίζουμε)
Έχει πολύ ενδιαφέρον να βλέπει κανείς επαγγελματίες μουσικούς από διαφορετικά μουσικά είδη: ας μην γελιόμαστε, τα διαφορετικά μουσικά είδη αντανακλούν διαφορετικούς μουσικούς κόσμους. Ο κόσμος του ροκά είναι άλλος από τον κόσμο του ρεμπέτη ή από τον κόσμο του λάτρη της όπερας. Άλλωστε και οι αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν τα διαφορετικά ήθη που συνδέονται με διαφορετικούς μουσικούς τρόπους. Από την άλλη πλευρά, έχει μια σπάνια ομορφιά η συνάντηση διαφορετικών μουσικών κόσμων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή γίνεται με αμοιβαίο σεβασμό, με ίσους όρους, και φυσικά με καλό γούστο. Το πάντρεμα διαφορετικών μουσικών στυλ από μόνο του δεν μου λέει κάτι· για παράδειγμα, πολλές παραγωγές world music που ενσωματώνουν στοιχεία από διαφορετικές μουσικές παραδόσεις με επιφανειακή προσέγγιση, καταλήγουν σε playlist ραδιοφωνικών σταθμών κι έχουν την ίδια αντιμετώπιση όπως και άλλα εμπορικά μουσικά είδη, ως εμπορικά είδη διασκέδασης με σύντομη ημερομηνία λήξης.
– Ποιές είναι οι επιρροές σου; Υπήρξαν ακούσματα ή καλλιτέχνες που σε καθόρισαν;
Χωρίς να μπορώ να τις απαριθμήσω όλες, οι επιρροές μου περιλαμβάνουν τις διεθνείς επιτυχίες και τα ελαφρολαϊκά τραγούδια που ακούγαμε στο σπίτι όταν ήμουν μωρό, τα κλαρίνα και τις κρητικές λύρες σε διάφορα πανηγύρια όπου πηγαίναμε όταν ήμουνα μικρή, τα ρεσιτάλ σπουδαίων σολιστών και τις συναυλίες διάσημων συμφωνικών ορχηστρών και τις παραστάσεις όπερας που άκουγα ως σπουδάστρια ωδείου, τα σάουντρακ από ταινίες όπως του Φελίνι και του Αλμοδόβαρ ή η “Αμελί”. Και πιο πρόσφατα, όλες εκείνες οι εξαιρετικές και τελείως διαφορετικές μεταξύ τους μουσικές που άκουσα κατά την παραμονή μου στην Βραζιλία μου έκαναν τεράστια εντύπωση και με κάποιο τρόπο με έχουν επηρεάσει επίσης.
– Πώς θα χαρακτήριζες τη μουσική πραγματικότητα στην Ελλάδα;
Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια, τόσο πριν από την κρίση, αλλά και τώρα με την κρίση, η μουσική πραγματικότητα στην Ελλάδα είναι γενικά παρακμιακή. Αυτό λειτουργεί ανασταλτικά κυρίως για τους νέους μουσικούς, οι οποίοι ούτε μπορούν να “πατήσουν” καλλιτεχνικά σε μουσικούς της προηγούμενης γενιάς, ούτε έχουν πολλές ευκαιρίες να εργαστούν ώστε να ξεκινήσουν την καριέρα τους και να μπορέσουν να εξελιχθούν στην πορεία. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν συμβαίνει τίποτα κι έχει χαθεί η ελπίδα· υπάρχουν και αρκετοί νέοι μουσικοί με καλές σπουδές, ωραίες ιδέες και πολλή όρεξη για δουλειά, οι οποίοι δραστηριοποιούνται και συνενώνουν τις δυνάμεις τους με συναδέλφους τους σε τοπικό επίπεδο και οι οποίοι ήδη αποτελούν ένα πολύτιμο καλλιτεχνικό δυναμικό για τη χώρα μας. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε και όλους αυτούς που λόγω της κρίσης έφυγαν και διαπρέπουν στο εξωτερικό, και οι οποίοι αποτελούν πρέσβεις πολιτισμού της χώρας μας.
– Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν διοργανώσεις -όπως το jazz festival στην Τήνο- που δίνουν άλλο χρώμα και στα νησιά και στη μουσική πραγματικότητα. Πιστεύεις ότι αυτό θα δημιουργήσει μια μαγιά ώστε να έρθει ευρύτερο κοινό πιο κοντά σε άλλα πράγματα;
Φυσικά και μπορεί να δημιουργήσει μια σπουδαία μαγιά, που μπορεί να επιφέρει την πολυπόθητη άνθιση της πολιτιστικής παραγωγής στον τόπο μας. Ειδικά τα φεστιβάλ που προσελκύουν σημαντικούς ξένους καλλιτέχνες και ενθαρρύνουν τις συνεργασίες με Έλληνες συναδέλφους τους, όπως αυτό της Τήνου, μπορούν να λειτουργήσουν ως πυρήνες καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθώς και εκπαίδευσης του ελληνικού μουσικόφιλου κοινού. Μπορούν επιπλέον να λειτουργήσουν ως μοχλοί περαιτέρω ανάπτυξης του τουρισμού, ώστε οι ξένοι επισκέπτες να έχουν ακόμη περισσότερους καλούς λόγους για να επισκεφθούν την πανέμορφη και φιλόξενη χώρα μας. Όλα αυτά μπορούν να επιτευχθούν υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι αυτές οι διοργανώσεις γίνονται από σοβαρούς επαγγελματίες του χώρου που έχουν όραμα, γνώση του αντικειμένου, σεβασμό στους καλλιτέχνες και με όσο το δυνατό καλύτερο σχεδιασμό.
– Έχεις ταξιδέψει, έχει συνεργαστεί με πολλούς μουσικούς. Πιστεύεις ότι υπάρχουν "συγγένειες" ακόμα και για ανθρώπους που μεγάλωσαν σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη;
Έφυγα στο εξωτερικό για σπουδές: Αγγλία, Αυστραλία, Ηνωμένες Πολιτείες. Τα τελευταία χρόνια, ταξίδεψα για συναυλίες και φεστιβάλ στην Ισπανία, στη Βραζιλία, στη Γερμανία και το Βέλγιο. Και σε όλα αυτά τα μέρη, όπως και στην Ελλάδα επίσης, γνώρισα και συνεργάστηκα με μουσικούς από χώρες, όπως η Αργεντινή, η Χιλή, το Μεξικό, η Κούβα, η Βραζιλία και η Γερμανία. Όντως έχω νιώσει πολύ κοντά σε μουσικές και ανθρώπους από άλλα σημεία του πλανήτη. Για παράδειγμα, το πολιτικό τραγούδι της Λατινικής Αμερικής μέσα από την φωνή της Μερσέδες Σόσα και την κιθάρα του Αταουάλπα Γιουπάνκι από την Αργεντινή με αγγίζει βαθειά, λες και πρόκειται για μουσικές του Μίκη Θεοδωράκη. Η φεμινιστική τραγουδοποιία της Βιολέτα Πάρα από την Χιλή με αγγίζει σαν να ήταν η δική μου φωνή. Όσο για τις μουσικές της Βραζιλίας, μου προκαλούν αισθήματα αγάπης, χαράς και ζεστασιάς όπως και ένα πανηγύρι στο χωριό μου.
– Να τολμήσω να ζητήσω τη γνώμη για το σημερινό πολιτικό σκηνικό; Υπάρχει ελπίδα ή έχουμε σταματήσει να πιστεύουμε σ' αυτή τη λέξη;
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι ζούμε ημέρες πολιτικής παρακμής στην Ελλάδα, ειδικά αν αναλογιστούμε τους πρωταγωνιστές και τα κύρια ονόματα της πολιτικής σκηνής της χώρας μας. Αυτό βέβαια γίνεται με την ανοχή τη δική μας, των πολιτών. Έχω την αίσθηση ότι το πολιτικό μας σύστημα είναι μια επίφαση δημοκρατίας, και όχι πραγματική δημοκρατία. Φυσικά γι’αυτό ευθύνονται οι προηγούμενες γενιές, οι οποίες γαλουχήθηκαν με πολιτικές αξίες προφανώς αίολες. Όμως σημαντικές ευθύνες φέρει πλέον και η δική μας η γενιά, η γενιά του σημερινού Πρωθυπουργού της χώρας. Ελπίδα υπάρχει, εάν και εφόσον κάνουμε την αυτοκριτική μας και αποφασίσουμε να βγούμε από τον λήθαργο και την κατάθλιψή μας ο καθένας και να δραστηριοποιηθούμε ουσιαστικά, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Αν ο καθένας μας λειτουργούσε ενσυνείδητα κι έκανε αυτό που περνάει από το χέρι του, ο κόσμος μας θα ήταν πολύ καλύτερος σήμερα. Ο Καζαντζάκης το έχει πει πολύ εύστοχα: “Να αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γη. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω””.
– Αφιέρωσε μας ένα τραγούδι, κάτι που αγαπάς να ακούς ή να τραγουδάς αυτόν τον καιρό.
Το “O Samba e o Tango”, όπως μοναδικά το ερμήνευσε ο Caetano Veloso στον δίσκο του “Fina Estampa”. Ξεκινάει με τους στίχους “chegou a hora, chegou, chegou” (“ήρθε η ώρα, ήρθε, ήρθε”) κι αυτό νομίζω ότι αντανακλά την επικαιρότητα σε πολλά επίπεδα.
(Η Ελίνα Σπαρπαθιώτη εμφανίζεται στις 21 Ιουνίου στο 7ο Tinos Jazz Festival μαζί με τον Zé Namen στην πλατεία Σταυρού, στον Τριπόταμο)
Δημήτρης Σούλτας
Leave a Reply