29/03/2024

Ο Νότης Μαυρουδής γράφει για την ασέβεια στη μνήμη των πόλεων

Μαυρουδής μνήμη

Σχολιάκι 282

(Μετα πάσης ειλικρίνειας…)

(21/11/2016)

 

Μνήμες των πόλεων

 

Έχω αναφερθεί από αυτές τις σελίδες για τη συνήθειά μου να διαβάζω ανελλιπώς τα άρθρα τού Κώστα Γεωργουσόπουλου στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ. Το Σάββατο (22/10) διάβασα το κείμενό του σχετικά με τη μνήμη, θέμα το οποίο, θα το έχετε πλέον εμπεδώσει αναγνώστριες και αναγνώστες μου, έχει παγιωθεί στις σκέψεις και τις αναζητήσεις μου και κατά καιρούς επανέρχεται στα κειμενάκια μου…
Αυτή τη φορά, ο θεατρολόγος-συγγραφέας, αναφέρει αρκετά παραδείγματα από τοπωνύμια της παλαιότερης Αθήνας τα οποία θα έπρεπε να σεβαστούν οι νεότεροι κι όχι να τα εξαφανίσουν… θάβοντας έτσι την παλαιά μνήμη (ποτάμια, αγάλματα, μνημεία, οικίες επιφανών ποιητών, συγγραφέων, συνθετών, πολιτικών, πνευματικών ανθρώπων κλπ). Πράγματι, οι νεότερες κυβερνήσεις (από το ’60 και μετά), υπό το βάρος τής εντονότατης αστυφιλίας (για οικονομικούς λόγους, ακόμα και για επιβίωση), επέτρεψαν στην υστερία τής οικοδόμησης να μπαζώσει ρέματα, ποτάμια, να ξηλώσει πλατείες και μνημεία, να κατεδαφίσει παλαιά κτήρια και, εντέλει, να θάψει έναν παλαιότερο ελληνικό πολιτισμό, με ασυνειδησία, άκρατο αρχοντοχωριατισμό και βεβαίως με τη σχετική διαπλοκή των αρμόδιων υπηρεσιών και ατέλειωτο φαγοπότι!


Γι’ αυτό όλοι μας πλέον αναπολούμε και προσπαθούμε να ανακαλέσουμε τις μνήμες μας (που είναι οι μνήμες όλων), ώστε φαντασιακά πλέον να… επανατοποθετήσουμε το παλαιό δίπλα στο καινούργιο τοπίο, για να συνυπάρξουν αρμονικά… Όχι πως ο βανδαλισμός, τον οποίο επέτρεψαν οι κυβερνήσεις, έχει περιοριστεί μόνο στις κυβερνήσεις και τις αναχρονιστικές τους επιλογές, αντιθέτως, αυτή η καταστροφή τής συλλογικής μνήμης έχει απλωθεί παντού! Στους Έλληνες πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των νέων ηλικιών, η ασέβεια προς τον δημόσιο χώρο, τον πολιτισμό και την μνήμη έχει λάβει απίστευτες διαστάσεις. Να αναφέρω τους διαρκώς «άγνωστους», οι οποίοι δεν διστάζουν να σπάσουν ακόμα και αγάλματα που έγιναν προς τιμήν ανθρώπων τού πολιτισμού ή της αντίστασης, να καταστρέφουν μνημεία, παλαιά νεοκλασικά κτήρια, εκκλησίες, να βάφουν με ανόητα συνθήματα τοίχους, μνημεία και να σκεπάζουν ακόμα και τις πινακίδες της οδικής κυκλοφορίας…


Η συμπεριφορά αυτής της μεγάλης μερίδας πολιτών (όχλος, μάζα, μπουλούκια, «φίλαθλοι», «αγανακτισμένοι», πολιτικά γκρουπούσκολα, κλπ) δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική από την κρατική αντίληψη περί προστασίας του δημόσιου χώρου και της ιστορικής παρουσίας στη σύγχρονη ζωή. Η κάθε συνοικία, η κάθε γειτονιά έχει ήδη προ πολλού αλλοιωθεί ή σκεπαστεί από ένα αντιαισθητικό τσιμεντένιο τοπίο ασφυκτικό και αγχωτικό, εικόνα τής σύγχρονης ανταγωνιστικής «φιλοσοφίας», που διέπει τον σημερινό μας κόσμο με τις επικρατούσες αντιλήψεις.
Τείνω να υποστηρίξω πως, εάν λείψουν παντελώς οι μνήμες τού παλαιού στοιχείου, τότε το σημερινό τοπίο δεν θα έχει ουδεμία σχέση με το παρελθόν, με το περασμένο, ή έστω εκείνο που υπήρξε ξεχωριστό. Βρισκόμαστε στο σημείο όπου θαρρείς και έχει απλωθεί ένα τεράστιο, γιγαντιαίο χαλί που σκεπάζει όλη σχεδόν την παλαιά πόλη (ίσως και όλες τις πόλεις και χωριά) της επικράτειας…


Τι λυπηρό! Για να το διορθώσω: Τι καταστροφικό, θα έλεγα! Να μην αναγνωρίζει η κάθε γενιά το τοπίο όπου μεγάλωσε ή εκείνο των προγόνων της… Και όταν παραπονιέμαι γι’ αυτό, μην φαντασθείτε φίλοι-ες μου πως θα ήθελα να παραμείνει όπως ήταν ο τόπος. Αντιθέτως, οφείλει να ανανεώνεται ακατάπαυστα, συνεχόμενα, αλλά με τρόπο που να συνυπάρχουν και να συνδυάζονται οι ιστορικές εποχές. Να εισχωρεί η μία μέσα στην άλλη. Να συνδυαστούν οι εποχές και οι μνήμες (των πόλεων). Το κάθε τοπίο είναι  καθρέφτης πολιτισμού και συγκεκριμένης εποχής και η κάθε εποχή εμπεριέχει τους πνευματικούς της ανθρώπους, τους πολιτικούς, τις προσωπικότητες, τις ιστορικές της αναφορές, τα κτήρια, την αρχιτεκτονική της, τέλος τον πολιτισμό και τη μνήμη τής εποχής του. Η πολιτεία που αδιαφορεί για όλα αυτά, διαπράττει ηθικό ατόπημα κατά της χώρας και κατά κάποιον τρόπο, συναινεί… στο έγκλημα της επικάλυψης της όποιας μνήμης…


Αν θελήσω να μεταφέρω όλη αυτή τη σύγχρονη ασυνειδησία απέναντι στην κοινή μνήμη, από τις πολιτικές πρακτικές τουλάχιστον της μεταπολεμικής περιόδου, στη μουσική, κι εδώ τα παραδείγματα είναι πάμπολλα.

Στο χώρο τού ελληνικού τραγουδιού, στην εποχή που διανύουμε, το νέο τραγούδι τής ελαφρολαϊκής τσιφτετελοξευτίλας, που δεν έχει πάψει να παράγεται και να καταναλώνεται στις μέρες μας, έχει σκεπάσει με το δικό της χαλί (ή χάλι, διαλέξτε) τις παλαιότερες και νεότερες αξίες τού καλού ελληνικού τραγουδιού (νομίζω πως συνεννοούμαστε, έτσι;). Κατά τη γνώμη μου επαναλαμβάνεται η ίδια και παράλληλη καταστροφική πράξη, όπως και στις πόλεις που ήδη αναφέρθηκα.
Σήμερα πλέον, οι νεότεροι, «δυσκολεύονται» να θυμηθούν το συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι (και όχι μόνο…). Η εξαέρωση και η ανυπαρξία τής παλαιάς μνήμης σε σύγχρονες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες βρίσκονται στις παρυφές των πόλεων, απομονωμένες από την εκπαίδευση, την ενημέρωση, τις πληροφορίες και την επικοινωνία με τις υπόλοιπες μάζες, στερεί από αυτό το μεγάλο κομμάτι τού κόσμου ακόμα και τη διατήρηση τής μνήμης παλαιότερων πνευματικών καταθέσεων. Θαρρείς και ένας «άλλος κόσμος» γεννιέται και αναπτύσσεται με μια νέα κουλτούρα, αρκετά διαφορετική από το υπόλοιπο κομμάτι του κόσμου…


Οι μνήμες τής μουσικής θεωρώ πως είναι τόσο σημαντικές όσο και οι χαμένες μνήμες των παλαιότερων πόλεων με τις λιγότερο νεοπλουτίστικες ανάγκες, όταν η ανθρώπινη επικοινωνία (συναναστροφή) λειτουργούσε με διαφορετικούς κανόνες. Το τραγούδι τότε (ακόμα και τώρα σε ορισμένα τμήματα της κοινωνίας) λειτουργούσε σχεδόν… θεραπευτικά! Ήταν (και είναι) κοινός τόπος, κοινό συναίσθημα, κοινή ανάγκη έκφρασης. Και είναι-πιστεύω-περίλαμπρη νίκη των κοινωνικών ομάδων όταν νέες γενιές δημιουργούν κομπανίες και επιμένουν στον Τσιτσάνη, στους ρεμπέτες, στους λαϊκούς, ή ανακαλύπτουν τους επιλεγμένους, λεγόμενους «ελαφρούς», του αστικού τραγουδιού, καθώς και τον Χατζιδάκι, τον Μίκη και βαδίζουν σε τέτοιους «δρόμους» των σύγχρονών τους συνθετών. Δεν έχω καμία διάθεση να αγνοήσω ορισμένους από τη σύγχρονη μουσική σκηνή (του ’80, του ‘90), οι οποίοι με μια νεότερη άποψη ελληνικού ροκ προσφέρανε μελωδίες, ρυθμό, στιχουργία και έναν διαφορετικό λυρισμό.
Όμως, φοβάμαι-ομολογώ-την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού μέσα στην ανάγκη για περισσότερο ηχητικό «εκσυγχρονισμό», όπως εκείνον της ανάπτυξης των σύγχρονων ελληνικών πόλεων που σάρωσαν τις αναφορές των εποχών και… στέρησαν από τον πολίτη το βαθύ συναίσθημα τής θύμησης…

 

Νότης Μαυρουδής


mm
About Δημήτρης Σούλτας 575 Articles
Ο Δημήτρης Σούλτας εγεννήθη στη Θεσσαλονίκη, λίγο μετά την άφιξη του ηλεκτρισμού και μετά από 19 χρόνια κατέβηκε στην Αθήνα, με το τρένο το οποίο δεν είχε ανακαλύψει τον ηλεκτρισμό ακόμα και σήμερα. Είναι ιδρυτής του κινήματος του υπαρκτού σουλταφερτισμού και δημοσιογράφος που πιστεύει ότι ο κόσμος θα αλλάξει, απλώς δεν έχει βρει ακόμα το κατάλληλο δοκιμαστήριο.

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.


*