21/03/2023

Προσφυγικό: μια λογοτεχνική ματιά – “Θενκ γιου”


Ένα shortstory, εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα, για ένα τόσο επίκαιρο και τόσο διαχρονικό θέμα… (Νο 1)

 « ΘΕΝΚ ΓΙΟΥ »

Το σπίτι ήταν ένα απλό επαρχιακό σπίτι. Τριγυρισμένο από  χωράφια και έναν υποτυπώδη δρόμο.
Πλησίασε σιγά-σιγά την αυλόπορτα και κοίταξε μέσα. Η αυλή ήταν περιφραγμένη από  τσιμεντόλιθους με  έναν μικρό κήπο στη μία άκρη.

Στη δεξιά πλευρά του σπιτιού και πλάι από το παράθυρο βρισκόταν μια βρύση με έναν κουβά από κάτω. Άνοιξε δειλά την αυλόπορτα και πήγε προς τη βρύση.

« Νερό » σκέφτηκε. « Νερό ». Δε μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τη βρύση. Τότε ήταν που άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και βγήκε ο κυρ-Μανώλης. Αυτή ταράχτηκε, κοκάλωσε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.

PROSFYGES-STH-SEIRA

« Σόρρυ » είπε σχεδόν κλαίγοντας.
O κυρ-Μανώλης σάστισε. « Τι θέλεις κοπέλα μου εδώ; Εδώ είναι το σπίτι μου. Ψάχνεις κάποιον; ».

Η Μιλέ  δεν καταλάβαινε τι της έλεγε και δεν μπορούσε να απαντήσει. Μόνο τον κοίταζε βαθιά στα μάτια.  « Από πού έρχεσαι, από πού είσαι κοπέλα μου; » ρώτησε πάλι ο κυρ-Μανώλης.

« Γουότερ » ψέλλισε η Μιλέ.  Εκείνος στην αρχή δεν κατάλαβε. « Γουότερ » του ξαναείπε η Μιλέ και τότε αυτός μπήκε στο νόημα. Η Μιλέ ήταν ντυμένη στα μαύρα και φορούσε μια μαντήλα που έκρυβε σχεδόν όλο το πρόσωπό της, πρέπει όμως να ήταν νέα. « Οκέι » είπε ο κυρ-Μανώλης κι εκείνη δεν έχασε λεπτό. Έτρεξε προς τη βρύση, την άνοιξε και έβαλε το στόμα της από κάτω, για να ξεδιψάσει.

« Έλα μέσα » της είπε ο κυρ-Μανώλης και της έδειξε την πόρτα του σπιτιού. Η Μιλέ κατάλαβε και τον ακολούθησε. Μπήκαν μέσα και κάθισαν στον καναπέ. « Από εδώ η κυρά-Νίκη η γυναίκα μου » έκανε ο κυρ-Μανώλης και η Μιλέ έγνεψε το κεφάλι της και χαμογέλασε.

Ξαφνικά η ματιά της έπεσε πάνω σε μία κάρτα ταχυδρομική που διακοσμούσε τον μπουφέ  του σαλονιού . Απεικόνιζε τη γέφυρα του Μπρούκλιν και κάτω απ’ τη γέφυρα καθόταν ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο σ’ ένα παγκάκι. « Αμέρικα; »  ρώτησε η Μιλέ. « Ναι » απάντησε ο κυρ-Μανώλης. « Πόστκαρντ . Την έστειλα στους γονείς μου, όταν ήμουν στην Αμερική πριν 20 χρόνια ». Και αμέσως,  επειδή είδε ότι η Μιλέ δεν καταλάβαινε : « Άι στέιντ θέρτι γίαρς ιν Αμέρικα, άι γουόρκντ δέρ » της είπε και η Μιλέ σηκώθηκε, για να περιεργαστεί την κάρτα από κοντά. Την έπιασε στα χέρια της.

« Γουάντ γκο Αμέρικα »  είπε και τα μάτια της έλαμψαν. « Μακάρι να πάς κορίτσι μου, στο εύχομαι από την καρδιά μου » της απάντησε ο κυρ-Μανώλης και της χαμογέλασε. Ξαφνικά η λάμψη των ματιών της έσβησε. « Μπαθ, γουάντ χαβ μπαθ πλιζ » του είπε τότε η Μιλέ.

PROSFYGES-KOYTSO

Ο κυρ-Μανώλης για μια στιγμή δίστασε. Τότε θυμήθηκε τον εαυτό του πριν χρόνια, μετανάστη στην Αμερική. Δεν δίσταζε πλέον. « Εκεί » της είπε και της έδειξε το μπάνιο. Η Μιλέ τον πλησίασε.

« Θενκ γιου, θενκ γιου βέρι ματς » του είπε. Έπιασε το ροζιασμένο χέρι του και το φίλησε.

Ο κυρ-Μανώλης γύρισε αριστερά το πρόσωπο του, για να μη δει η Μιλέ τα δάκρυα που έτρεχαν στα μαγουλά του.   «Ήμουν και εγώ στη θέση σου κάποτε » ψιθύρισε, αλλά η Μιλέ δεν κατάλαβε.

« Εγώ, εγώ σ’ ευχαριστώ κορίτσι μου » ψέλλισε και την αγκάλιασε σφιχτά.

 

Ματούλα Χρυσού


5 Comments on Προσφυγικό: μια λογοτεχνική ματιά – “Θενκ γιου”

  1.  

    Τοσο απλό, λιτό μα ουσιαστικό που με άγγιξε, με συγκίνησε και με προβλημάτισε.

    Μπράβο Ματούλα!!!

Leave a Reply

Your email address will not be published.


*