Γράφει ο Νίκος Κατράκης Σκηνοθέτης-Συγγραφέας-Δημοσιογράφος
Θυμάμαι την πρώτη μου μέρα στο σχολείο. Το πρωί που η γαγιά μου με ετοίμαζε και με ρώτησε τι θέλω να μου βάλει μαζί για κολατσιό. «Τίποτα –τίποτα» επέμεινα εγώ με την ξεροκεφαλιά του μικρού παιδιού. Θυμάμαι ότι επέμεινα πολύ όχι τόσο επειδή ήμουν σίγουρος ότι δεν θα πεινάσω αλλά επειδή πίστευα ότι θα ήμουν το μοναδικό παιδί που θα είχε μαζί του φαγητό και θα ντρεπόμουν να το φάω γιατί τα παιδιά του Δημοτικού δεν τρώνε κολατσιό γιατί είναι πια μεγάλα!Τότε η γιαγιά μου έκανε κάτι χωρίς να το δω.
Μιλάω συχνά για την γιαγιά μου ίσως γιατί δεν περνάει ούτε μέρα που να μην την σκέφτομαι παρόλο που έχουν περάσει 16 χρόνια από τότε που έφυγε. Την σκέφτομαι και θα την σκέφτομαι μέχρι να φύγω και γω γιατί ήταν ο άνθρωπος που με καθόρισε και μου έδωσε τα πρώτα μου εφόδια καθώς ήταν κοντά μου στα πρώτα νηπιακά μου χρόνια. Η γιαγιά μου υπήρξε το μεγαλύτερο μου ίνδαλμα. Γνώρισα πολλούς ανθρώπους κατά την διάρκεια της μέχρι τώρα πορείας μου. Διάσημους ανθρώπους προσωπικότητες από όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής . Ποτέ κανένας δεν κατάφερε όχι να επισκιάσει αλλά ούτε καν να συγκριθεί με το είδωλο της γιαγιάς μου. Ίσως γιατί ήταν ένας άνθρωπος που ποτέ δεν μπορούσες να καταλάβεις τι σκεφτόταν. Έκανε πάντα το καθήκον της χωρίς να βαρυγκωμά και χωρίς ποτέ να παραπονιέται. Ήταν ένας άνθρωπος του καθήκοντος. Πολύ αυστηρή μερικές φορές ίσως και σκληρή. Νομίζω ότι κανένας δεν την γνώρισε πραγματικά. Ίσως λίγο παραπάνω εγώ.
Θυμάμαι λοιπόν όταν ήρθε εκείνο το πρώτο διάλειμμα την πρώτη μέρα στο Δημοτικό σχολείο και όλα τα υπόλοιπα παιδάκια άρχισαν να τρώνε σαντουιτς με τυριά και σαλάμια και ότι άλλο είχαν μαζί τους ,άρχισα να πεινάω τρομερά. Με είχε «κόψει λόρδα» που λέμε. Άνοιξα την τσάντα μηχανικά ενώ ήξερα ότι δεν έχω πάρει τίποτα μαζί μου και στη δεύτερη θήκη της καφέ μου σάκας είδα κάτι. Ήταν μια φέτα ψωμί. Ριγμένη μέσα στην τσάντα. Χωρίς περιτύλιγμα χωρίς τίποτα άλλο. Σκέτο ψωμί χωρίς αλουμινόχαρτο χωρίς ούτε μία χαρτοπετσέτα! Και ήταν το πιο γλυκό ψωμί που είχα φάει ποτέ. Εγώ που τότε ήμουν ένα μίζερο παιδί που μόνο με παρακάλια έτρωγα τις πιο νόστιμες λιχουδιές. Ήταν ένα πρώτο μάθημα αυτό από την γιαγιά μου. Μάθημα ζωής. Είχε μία ιδιαίτερη σχέση με το ψωμί η γιαγιά μου. Το ζύμωνε και το έψηνε η ίδια. Δεν θυμάμαι να είχε μπει ποτέ ψωμί αγορασμένο στο σπίτι της.
Μόλις επέστρεψα σπίτι δεν θυμάμαι αν μου είπε τίποτα. Αλλά και πάλι είναι αξιοθαύμαστο που τα θυμάμαι όλα αυτά και μάλιστα με φωτογραφική λεπτομέρεια ενώ ήμουν τότε 6 χρονών. Τις επόμενες μέρες άρχισε ο δάσκαλος να μας παραδίδει μία κάποια ύλη. Τι ..δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο ότι η γιαγιά μου άρχισε να μου κάνει έλεγχο και να παρεμβαίνει. «Όχι δεν είναι έτσι… δεν σας τα μαθαίνει καλά… έτσι είναι το σωστό όπως σου λέω εγώ και έτσι θα το μάθεις» . Και έτσι το έμαθα, ότι και αν ήταν αυτό, αλλά δεν άρεσε του δάσκαλου αυτό και θυμάμαι πως όταν του είπα ,ότι η γιαγιά μου είπε πως έτσι είναι το σωστό, πήρε ένα πολύ αυστηρό ύφος και μου είπε « Να πεις στην γιαγιά σου …» Ακριβώς την συνέχεια δεν την θυμάμαι –είπαμε έξι ετών ήμουν και πάνε τόσα χρόνια- αλλά κάτι του τύπου να μην ανακατεύεται. Το «να πεις στην γιαγιά σου..» όμως το θυμάμαι πολύ καλά!
«Τι σου είπε?» με ρώτησε η γιαγιά μου το μεσημέρι και όταν της απάντησα , θυμάμαι ότι πήρε την αυστηρή της έκφραση και είπε «έχε χάρη που αύριο έχω να ζυμώσω αλλά την Δευτέρα θα έρθω να τα πούμε ένα χεράκι» Πρέπει να ήταν Πέμπτη γιατί πάντα ζύμωνε στις τρεις τα ξημερώματα και έψηνε το ψωμί την Παρασκευή πρωί. Εγώ ανακουφίστηκα νομίζοντας ότι θα το ξεχάσει μέχρι την Δευτέρα και δεν θα υποστώ την ντροπή να έρθει η γιαγιά μου στο σχολείο και να τσακωθεί με τον Δάσκαλο. Να πω εδώ ότι η γιαγιά μου ήταν ένας ήσυχος και σοβαρός άνθρωπος που δεν τσακωνόταν σχεδόν ποτέ. Και τρομερά λιγομίλητη.
Ήρθε τελικά η Δευτέρα. Το μόνο που θυμάμαι είναι η γιαγιά μου να έρχεται πριν την προσευχή να του λέει ακόμα και την Καλημέρα «μασημένη» χωρίς καμία διάθεση να αποφευχθεί η ..σύρραξη . Την θυμάμαι να περιμένει όση ώρα διαρκούσε η προσευχή ελαφρώς σκυφτή και να κάνει και εκείνη το σταυρό της εκεί που έπρεπε. Μετά από αυτό που μου φάνηκε αιώνας ο δάσκαλος μας είπε να μπούμε στο σχολείο. Καθώς ανέβαινα την σκάλα γύριζα κάθε τόσο το κατάξανθο τότε κεφαλάκι μου να δω τι γίνεται. Και τους έβλεπα να στέκονται αντίκρυ ο ένας στον άλλον ο δάσκαλος με το σκούρο κοστούμι του χωρίς γραβάτα και η γιαγιά μου αγέρωχη με ένα μπλε φόρεμα κουμπωμένο μέχρι το λαιμό και τα μανίκια μέχρι τους αγκώνες. Απλό φόρεμα μέχρι λίγο κάτω από το γόνατο έφτανε. Στο κεφάλι το μαντήλι «που φοράνε οι γριές» με τα τεράστια γυαλιά ηλίου και τα ψηλά χοντρά τακούνια της. Κανένα απολύτως μπιχλιμπίδι κανένα ίχνος βαψίματος. Νομίζω η γιαγιά μου δεν βάφτηκε ποτέ. Δεν την θυμάμαι ποτέ εγώ τουλάχιστον. Ίσως γι αυτό την θεωρούσα γριά . Ενώ παρά τα 65 της χρόνια τότε είχε μία φυσική κατάσταση σημερινής τριανταπεντάρας. Φρόντιζε όμως να βάφει τα μαλλιά της στο φυσικό τους χρώμα «κρασάτα « όπως έλεγε ,πάντα μόνη της βέβαια αφού θεωρούσε το κομμωτήριο χάσιμο χρόνου.
Τους θυμάμαι λοιπόν να ανταλλάσουν κουβέντες χωρίς κανένα ίχνος συγκατάβασης στα πρόσωπά τους. Αυτόν δεν τον θυμάμαι τόσο καλά πια. Θυμάμαι όμως την γιαγιά μου να του μιλά σε στάση προσοχής ,όπως στεκόταν και αυτός άλλωστε, και να του λέει κάτι με μια πολύ σκληρή έκφραση. Θυμάμαι έντονα την λιγνή της φιγούρα το μακρύ της λαιμό τις βαθιές ρυτίδες στο μέτωπό της που τώρα (την στιγμή εκείνη δηλαδή) μου φαίνονταν ακόμα πιο βαθιές. Την θυμάμαι τόσο έντονα ..σαν να είχε βγάλει ρίζες και να είχε πετρώσει στο σημείο εκείνο! Κάποια στιγμή αυτή η συζήτηση πρέπει να τελείωσε. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Θυμάμαι μόνο ότι ντρεπόμουν αφού για όλους θα ήμουν αυτός που έχει μία γιαγιά ιδιότροπη. Πάντως η μνήμη μου σταμάτησε εκεί. Ποτέ δεν κατάλαβα για ποιον λόγο συνέβη αυτό το περιστατικό. Γιατί η γιαγιά μου άνοιξε αυτήν την κόντρα με τον δάσκαλο στην πρώτη Δημοτικού τον πρώτο κιόλας μήνα και ενώ επρόκειτο μετά από ενάμισυ μηνα να αλλάξω σχολείο. Και ενώ τα επόμενα χρόνια και για όλα τα χρόνια που έζησε και ήταν πολλά αυτά τα χρόνια (η γιαγιά μου πέθανε 96 η 98 ετών ), την έβλεπα πάντα στις διακοπές ,δεν συζητήσαμε ποτέ για αυτό το θέμα αλλά και δεν θυμάμαι να με απασχόλησε να την ρωτήσω.
Μετά από ενάμισυ μήνα λοιπόν ,έκανε την εμφάνισή της η μητέρα μου. Να διευκρινίσω εδώ ότι οι γονείς μου το διάστημα εκείνο έλειπαν στο εξωτερικό και αυτός ήταν ο λόγος που η γιαγιά μου είχε τα κουμάντα.
Εγώ που είχα συνηθίσει να μιλάνε οι συγγενείς και οι γνωστοί (ποτέ η γιαγιά μου η ο παππούς μου) με μεγάλο θαυμασμό για την μάνα μου και την σπάνια ομορφιά της απογοητεύθηκα λίγο μόλις την είδα. Ήταν μια κοπέλα στα πρότυπα της νουβελ βαγκ με κοντά πυκνά μαύρα μαλλιά που έλαμπαν, καλοχτενισμένη (αλλά και αχτένιστη να ήταν με τόσο ωραία μαλλιά πάλι χτενισμένη φαινόταν) πολύ λεπτή τότε ,πολύ ανοιχτόχρωμη με πράσινα μάτια τέλεια χαρακτηριστικά και τέλειο δέρμα. Στα μάτια μου όμως τότε φαινόταν μια μετριότητα. Φορούσε μια γκρι φουστίτσα που είχε μια πολύ λεπτή ζώνη σαν αντρική ,αλλά από το ίδιο ύφασμα ,και ένα μεταξωτό βυσσινί πουκάμισο. Πέδιλο με τακούνι και τσάντα κρεμασμένη στον ώμο. Χείλη βαμμένα έντονα . Ούτε μακριά ξανθά μαλλιά να ανεμίζουν ούτε στενό παντελόνι να κουνιούνται οι γοφοί ούτε χρυσές καδένες που φορούσαν τότε όλες οι «νέες και οι όμορφες». Μόνο την βέρα της και το δαχτυλίδι του αρραβώνα της. Πλατινένιο με ένα οβάλ διαμάντι που τότε μου φαινόταν το απόλυτο τίποτα. Και σκέφτηκα λοιπόν ότι και αυτή θα τσακωθεί με τον δάσκαλο και θα είμαι ακόμα πιο ..στιγματισμένος. Η μητέρα μου πάλι συνδυάζει μία τρομερή αυτοπεποίθηση με μία φυσική σεμνότητα και έναν τσαμπουκά με μία φυσική ευγένεια. Δύσκολος συνδυασμός . Λειτούργησε όμως γιατί η μεταξύ τους συζήτηση κύλησε πολύ ομαλά και σε καλό κλίμα θυμάμαι. Η μητέρα μου είχε έρθει πριν βγούμε για διάλειμμα και εγώ που ήξερα ότι θα έρθει την είχα δει πρώτος και παρατήρησα ότι κοίταζε ένα μεγάλο δέντρο. Χρόνια αργότερα μου είπε ότι το δέντρο αυτό το είχε φυτέψει η ίδια όταν ήταν μαθήτρια και εκείνη σε αυτό το σχολείο. Ο δάσκαλος όταν την αντιλήφθηκε σταμάτησε το μάθημα και την παρατηρούσε από το παράθυρο με θαυμασμό. Το ίδιο και τα υπόλοιπα παιδιά .Θυμάμαι ότι ένα κοριτσάκι γύρισε και μου είπε «αυτή είναι η μαμά σου ε? (που να το κατάλαβε άραγε?) Είναι πολύ όμορφη!» και είναι το μόνο παιδί που θυμάμαι από εκείνο το σχολείο γιατί μετά από μερικές μέρες εγκατασταθήκαμε μόνιμα αλλού και άλλαξα σχολείο. Κάποιες φορές αναρωτήθηκα αν συνέβησαν όλα αυτά ή τα φαντάστηκα. Μήπως αυτή η νέα μοντέρνα γυναίκα με το δυναμικό στυλ την γκρι φούστα και το βυσσινί πουκάμισο δεν ήταν η μάνα μου αλλά κάποια ηθοποιός που είδα σε κάποια ταινία και με το πέρασμα των δεκαετιών τα έπλασε η φαντασία μου αλλιώς.
Αλλά τις προάλλες που ήμουν μόνος μου στο πατρικό μου σπίτι και έκανα εκκαθάριση πετώντας πάρα πολλά πράγματα και ρούχα ανοίγοντας μια παλιά βαλίτσα είδα πάνω -πάνω την γκρι φούστα και το βυσσινί πουκάμισο της μάνας μου. Μου φάνηκαν τόσο καινούργια και τόσο φίνα που σκέφθηκα πριν τα πετάξω να τα φωτογραφίσω να έχω μία απτή απόδειξη για μένα τον ίδιο ότι όλα όσα θυμάμαι με τόση λεπτομέρεια συνέβησαν πραγματικά και δεν τα φαντάστηκα . Τα φωτογράφησα λοιπόν αυτά τα ρούχα αλλά τελικά δεν τα πέταξα παρόλο που η μητέρα μου δεν θα μπορέσει ποτέ να ξαναφορέσει τόσο μικρό size. Tα έκλεισα εκεί στην παλιά βαλίτσα και σταμάτησα την εκκαθάριση γιατί εκκαθάριση στις μνήμες μου δεν θέλω να κάνω.
Νίκος Κατράκης
1 thought on “Πρώτη μέρα στο Σχολείο. Θυμάμαι την γιαγιά μου!”
Η μνήμη καιροφυλακτεί παντού… Καίριο, αισθαντικό κείμενο!