
Το αντίο στον Nikos Xanthopoulos συνοδεύεται από ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης για την καθαρότητα και τη σύνδεση με τη ρίζα, και τον ρυθμικό ψίθυρο του Bekledim de gelmedin… Τον αποχαιρετώ με ένα κείμενο που είχα γράψει πριν μερικά χρόνια.
Πόσο συγκινητική η φωτογραφία του Ξανθόπουλου παππού στο αγαπημένο περιβόλι του, όπου πλέον καμιά φορά θα περπατά με το μπαστουνάκι του. Είναι ωραίο να αποδέχεσαι ό,τι σου φέρνει ο χρόνος και εύχομαι στην περίπτωση του γλυκύτατου αυτού ανθρώπου ο χρόνος να είναι γενναιόδωρος. Με αφορά άλλωστε προσωπικά. Να γιατί. (προειδοποίηση: το κείμενο είναι μεγάλο!).
Τα πρόσωπα του Νίκου Ξανθόπουλου και της Μάρθας Βούρτση είχε η ψυχαγωγία των πρώτων παιδικών μου χρόνων. Ψυχαγωγία ναι, δεν είναι λανθασμένη η χρήση της λέξης. Το φτερούγισμα της καρδιάς μου όταν κατηφορίζαμε με τον παππού και τη γιαγιά από το σπίτι μας προς τον κινηματογράφο Καμέλια της Αμφιάλης ακόμα το θυμάμαι. Εντίμως. Και μολονότι διασκέδαζα με τον Καραγκιόζη – δεν υπήρχε παράσταση που να μην είχα δει –, ό,τι πραγματικά αγαπούσα ήταν οι ταινίες με πρωταγωνιστές τον Ξανθόπουλο και τη Βούρτση. Ανέκαθεν ήμουν πολύ ευσυγκίνητη και το δάκρυ το είχα πολύ εύκολο. Από τα γεννοφάσκια μου λοιπόν μου κόλλησε η οικογένεια το παρατσούκλι «Μάρθα Βούρτση». Δύο λέξεις που εκφέρονταν με βιβλική συγκατάβαση (συνώνυμές τους φράσεις θα μπορούσαν να είναι… ουαί αυτοίς που θα βρεθούν δίπλα σου ή ποιος καημένος να σε αντέξει;) και συνοδεύονταν σχεδόν πάντα από τη διαπίστωση ότι δεν φαίνεται κανένας Ξανθόπουλος εκεί γύρω για να με αντιμετωπίσει. (Πολύ αργότερα, όταν η συμπαθής ηθοποιός έπαιξε κωμωδία πήρα το αίμα μου πίσω).
Το δίδυμο ήταν αγαπημένο μου και μούτρωνα όταν έβλεπα τον Ξανθόπουλο με κάποιαν άλλην μαζί. Τεράστια εξαίρεση η διλογία «Ξεριζωμένη Γενιά» και η «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», την οποία βλέπω ανελλιπώς όποτε παίζεται . Από εκεί και ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια (πρόσφυγια γαρ, όπως αυτοαποκαλείτο η γιαγιά μου) Bekledim de gelmedin! Δεν νομίζω ότι υπάρχει πρόσφυγας που να μην το τραγούδησε.
Ο κινηματογράφος Καμέλια στην πρώην Π. Τσαλδάρη και νυν Παύλου Φύσσα πλημμύριζε όταν έφερνε ελληνικές ταινίες που άγγιζαν την ψυχούλα των ανθρώπων της γειτονιάς, πρόσφυγες ή εσωτερικοί μετανάστες σχεδόν όλοι. Από την Ιωνία, τον Πόντο και την Καππαδοκία μέχρι την Κρήτη, τη Σαντορίνη, τη Μήλο και την Κίμωλο, τη Σίφνο αλλά και την Πελοπόννησο. Ουρές έκαναν για να δουν ιστορίες της δικής τους ζωής. Ήταν τέλη δεκαετίας ’60 αρχές ’70. Ποιος το περίμενε ότι μερικές δεκαετίες μετά, δυο βήματα από τα σκαλιά της Καμέλιας, ένα νέο παιδί θα έπεφτε νεκρό από τα φασισταριά; Ξεχνάμε ρε γαμώτο. Αλλάζουμε επί τα χείρω. Ίσως είναι γι’ αυτό που ο Πόντιος Ξανθόπουλος αγαπήθηκε και αγαπιέται ακόμα. Γιατί αντιπροσωπεύει ένα αναλλοίωτο καλό.
Άντρας παλιάς κοπής, λιγομίλητος, σχεδόν ντροπαλός αλλά ουσιαστικός δίχως φιοριτούρες, εργατικός, ευαίσθητος ή με… ενσυναίσθηση όπως μάθαμε να λέμε εσχάτως, που ξέρει το ρόλο του στο πανί αλλά δεν παίζει ρόλο στη ζωή, που έγινε πραγματικό είδωλο – όχι τις ανοησίες των κοινωνικών δικτύων με τα αδιάφορα like ή τα πληρωμένα κλικ στο youtube – και που όταν ήρθε η ώρα πήρε την Εριφύλη του αγκαζέ και μην τον είδατε στο περιβόλι του στην Παιανία. Παιδιά, εγγόνια, καλλιέργειες, μπερεκέτι!
Τον παρακολουθώ από το fb. Αν πω ότι οι αναρτήσεις του είναι οικείες σαν αναζωογονητικός θαλασσινός μπάτης λίγα θα πω… Μοναδικό και το βιβλίο του «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα» που φρέσκο μόλις βγήκε το απόκτησα. Πήγα και στην παρουσίαση στις εκδόσεις Άγκυρα. Άλλαξα όλο μου το πρόγραμμα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που μαζεύοντας το κουράγιο μου πήγα να σφίξω το χέρι σε «σταρ» με δέος δηλώνοντας πόσο τον είχα στην καρδιά μου. Γκρούπι δηλαδή αλλά με την καλή έννοια. Και πώς να μην είμαι; Από τα τόσα ιδιαίτερα, ένα μόνο σύντομο από το fb του Ξανθόπουλου που δείχνει την ταπεινότητα ενός σπουδαίου: «Πέρασαν τόσα χρόνια. Παρ όλα αυτά, καμιά φορά πετάγομαι απ’ τον ύπνο, νομίζοντας ότι άργησα να πάω στο γύρισμα. Κι όμως, υπήρχαν άνθρωποι που είπαν: Έλα μωρέ τί έγινε; Πες στο καράβι να περιμένει λίγο. Σε μισή ώρα έφτασα…»
Κι αν τον περίμενε τότε το καράβι, μετά του κούνησε μαντήλι. Ενώ ο Νίκος Ξανθόπουλος είναι ακόμα εδώ. Στο περιβόλι του και στην καρδιά μας.
Έρση Βατού
Πηγή κειμένου/φωτογραφίας Facebook-Ersi Vatou
Leave a Reply