Μια συνέντευξη με αφορμή το αυτοβιοργαφικό βιβλίο «Από την Αλεξάνδρεια στο Berlin
Πριν από μερικά χρόνια, εκεί που μεγάλωνα, πήρα ένα μπουκάλι βότκας, άδειο, και το γέμισα με τους βόλους που είχαν διασωθεί στο πατρικό μου. Σήκωνα το μπουκάλι και το κοίταγα στο φως και πώς οι βόλοι με τη δική τους γυαλάδα έπαιζαν μαζί του. Μετά το μπουκάλι πήρε τη θέση του σε διάφορα σημεία του σπιτιού μου και πάντα όταν το βλέπω κάποια ανάμνηση ξυπνάει. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι όταν μπήκα σε ένα μπαρ και είδα μια μπάρα γεμάτη βώλους, ε το αισθάνθηκα αρκετά οικείο. Αυτό είναι τελικά για μένα σήμερα το Berlin του Θησείου, το Berlin Γιώργου Ποριάζη.
Και να που ήρθε η ώρα να γνωρίσω έστω και λίγο τον Γιώργο Ποριάζη, τον άνθρωπο που «ευθύνεται» για μερικές υπέροχες νύχτες στις ζωές των Αθηναίων.
Το βιβλίο «Από την Αλεξάνδρεια στο Berlin» (Εκδόσεις Υδροπλάνο) αν και δεν είναι γραμμένο από έναν επαγγελματία συγγραφέα, έχει τις αρετές μιας ωραίας ιστορίας ενός καλού γραφιά.
Θα μου πεις: και γιατί να διαβάσω την αυτοβιογραφία κάποιου που δεν ξέρω, δεν είναι διάσημος, δε βγαίνει στην τηλεόραση, και είχε ένα μπαρ που δεν είχα πάει γιατί ήμουν αγέννητη/αγέννητος.
Κι όμως το βιβλίο νομίζω ότι απευθύνεται πρωτίστως σε όσους δεν έζησαν αυτή τη μαγεία εκείνης της εποχής γιατί έχει καταφέρει να σκιαγραφήσει κάτι πολύ περισσότερο από τις βραδιές σε ένα μπαρ, κι ας ήταν αυτό το θρυλικό Berlin του Θησείου. Η Αθήνα με τις αρετές και τις στρεβλώσεις της τον προηγούμενο αιώνα είναι παρούσα στο βιβλίο και περιμένει τους αναγνώστες να την «ανακαλύψουν».
Ο Γιώργος Ποριάζης στο βιβλίο του, «Από την Αλεξάνδρεια στο Berlin» με μαεστρία περιγράφει την ακμάζουσα Αλεξάνδρεια των Αιγυπτιωτών, μέχρι τη στιγμή που οι περισσότεροι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν, την Αθήνα της χούντας και τη ζωή ενός νεαρού μετανάστη στην Καλλιθέα, περιγράφει τον μικρόκοσμο που ζούσε πουλώντας χειροτεχνήματα στα προπύλαια του Πανεπιστημίου στα 80s και φυσικά τα 90s και τις μεταλλάξεις της νυχτερινής διασκέδασης.
Προσωπικά μου ξανάφερε στο νου εικόνες και καταστάσεις που τις θυμάμαι, τις έζησα – άλλες από απόσταση κι άλλες πιο κοντά.
Έχουν περάσει μέρες από την ολοκλήρωση της ανάγνωσης και με το θυμικό μου πιο ήρεμο, αφού ό,τι ήταν να θυμηθώ το θυμήθηκα, ότι να νοσταλγήσω το νοστάλγησα, πιστεύω ότι το βιβλίο του Ποριάζη είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για θυμηθούν όσοι τα έζησαν, και να τα γνωρίσουν όσοι δεν…
Το βιβλίο «Από την Αλεξάνδρεια στο Berlin» δεν είναι μια δημοσιογραφική καταγραφή, ούτε ένα ημερολογιακό σημείωμα. Είναι λογοτεχνία γιατί ο συγγραφέας του μας φέρνει στα μάτια ήρωες, έχει μια πολύ καλοδουλεμένη ιστορία, ανατροπές και εξαιρετική γλώσσα.
Φυσικά μετά την ανάγνωση θέλησα να μιλήσω με τον Γιώργο Ποριάζη και νομίζω ότι αξίζει να γνωρίσουμε παρέα έναν από τους ανθρώπους που έβαλαν τη σφραγίδα τους στην νεανική κουλτούρα της Αθήνας.
Γιατί τώρα, ένα βιογραφικό βιβλίο;
Γιατί είναι αγένεια να μιλάς για άλλους, αν πρώτα δεν μιλήσεις για τον εαυτό σου.
Πέρα από την πλάκα, δεν είναι το πρώτο που γράφω, είναι το πρώτο που θέλησα να εκδώσω. Το γράψιμο για μένα είναι η μεγαλύτερη δωρεάν απόλαυση που μπορείς να κάνεις ανά πάσα στιγμή μόνος σου. Πόσο μάλλον μια αυτοβιογραφία.
Παρ’ όλα αυτά ένιωσα πως αφορά και άλλους, όχι γιατί μιλάω για μένα φυσικά, αλλά γιατί περιγράφει συνθήκες και συναισθήματα που έχουν βιώσει και άλλοι.
Είτε ζήσαμε παρόμοιες εμπειρίες είτε όχι. Δεν έχει σημασία.
Αν έγραφες μια επαγγελματική κάρτα, πώς θα παρουσιαζόσουν;
Γιώργος Ποριάζης και αριθμός τηλεφώνου.
Τίποτε άλλο.
«Ξένος» εκεί που γεννήθηκες, «ξένος» κι όταν ήρθες στην Ελλάδα, από την Αλεξάνδρεια. Πέρα από τον εξωραϊσμό που προσφέρει το πέρασμα του χρόνου τι δε θέλεις να θυμάσαι από εκείνη την εποχή;
Από την Αλεξάνδρεια δεν θα ήθελα να θυμάμαι τον πόλεμο των Έξι ημερών και από την Ελλάδα την βία στα σχολεία επί Χούντας.
Μεγάλωσες σε μια οικογένεια που σου έδωσε πολλά εφόδια – όπως το κατάλαβα από το βιβλίο σου. Ποιο θεωρείς ότι είναι το πιο σημαντικό από ό,τι σου εμφύσησαν οι γονείς σου;
“Ου μπλέξεις. Αλλά αν μπλέξεις, καθάρισε μόνος σου”.
Εκείνοι είχαν συμμετοχή και βοήθεια στα προβλήματά μου μόνο όταν αυτά με ξεπερνούσαν, ανάλογα την ηλικία, και μόνο αν είχα και δίκιο. Αλλιώς, “τώρα έτσι όπως τα έκανες, ας πρόσεχες, καθάρισε”. Νομίζω πως αυτό με σκλήρυνε και με έκανε πιο υπεύθυνο και προσεκτικό.
Να πάμε στο Berlin. Τι σου έδωσε και τι σου «πήρε» αυτό το στοίχημα που ξεκίνησε με δανεικά;
Εμπειρίες πρώτα απ’ όλα. Που δεν θα είχα με τίποτα αν δεν υπήρχε το Berlin. Επαφή με διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους.
Την δυνατότητα και την ευκαιρία να συναναστραφώ με πάρα πολύ κόσμο.
Να μάθω εκ των έσω, τι σημαίνει πραγματικά Κράτος και πως λειτουργεί.
Με έριξε από μικρό στα βαθιά, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπίσω μόνος μου.
Επίσης την οικονομική δυνατότητα να μπορώ να ταξιδέψω, πράγμα που λατρεύω όσο τίποτα.
Με ενηλικίωσε. Με έμαθε να επιβιώνω σε δύσκολες και απρόβλεπτες πίστες.
Παράλληλα, με διασκέδασε πολύ. Αρνητικό, δεν μου έρχεται κάτι στο μυαλό.
Πες μου τι ήταν το Berlin με 5 λέξεις.
“Η μικρή, προσωπική μου λέσχη”.
Τι συνέβη και σήμερα δεν έχουμε ένα «Berlin» στην Αθήνα;
Έχουμε “Berlin” στην Αθήνα, με άλλα ονόματα φυσικά.Ίσως λιγότερα λόγω συνθηκών, οικονομικών και άλλων, αλλά σίγουρα υπάρχουν.
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που κάνουν το κέφι τους μέσα από την δουλειά τους και πάντα θα υπάρχουν. Τότε ήταν πιο “παρθένος” ακόμα ο χώρος και ξεχώριζαν κάποια στέκια.
Πώς αποφασίζει κάποιος να κλείσει τον κύκλο μιας πετυχημένης συνταγής; Γιατί τελικά το έκλεισες;
Βαρέθηκα. Δεν κουράστηκα. Βαρέθηκα. Μία αγάπη, ένα μεράκι, ένα πάθος, μία διάθεση για πειραματισμό που μετά από 15 χρόνια καθημερινής επαφής, έγινε καθημερινή συνήθεια στο τέλος. Μετά από τόση καθημερινή αφοσίωση και πάθος γι΄αυτό που έκανα, στο τέλος άρχισα να νιώθω πως είτε στο Berlin πήγαινα είτε στην Τράπεζα ή το Δημόσιο για δουλειά, ήταν ένα και το αυτό.
Ποιες στιγμές σου λείπει μια άγρια νύχτα κεφιού στο Berlin;
Καμία στιγμή. Το χόρτασα. Το έζησα με όλη μου την καρδιά, με όλη μου την ψυχή, με πολύ κέφι και τεράστια απόλαυση.
Υπήρξες ποτέ δήθεν και επηρμένος, όντας ένας αυτοδημιούργητος και επιτυχημένος επιχειρηματίας;
Υπήρξα ανταγωνιστικός. Την πρώτη χρονιά. Όταν είσαι μόνο 27 χρονών και όλοι σου λένε “μπράβο” για κάποιο λόγο που δεν μπορείς ακριβώς να καταλάβεις το γιατί, όταν βρίσκεσαι στο υψηλότερο σημείο του τροχού και από εντελώς άφραγκος, μεροδούλι – μεροφάι, η ζωή σου να αλλάζει εντελώς, το βρίσκω απόλυτα ανθρώπινο και φυσιολογικό να γίνεις ανταγωνιστικός.
Επηρμένος, σε προσωπικό επίπεδο, ποτέ δεν έγινα.
Αλλά ήθελα το μαγαζί μου να είναι το Νο 1 στην Αθήνα. Εκεί ναι, έγινα ανταγωνιστικός, και κάθε διαφορετική άποψη την εκλάμβανα ως απειλητική. Ότι διαπερνούσε την φανταστική, ανύπαρκτη στην ουσία, φούσκα της “επιτυχίας” που με περιέβαλλε, με εκνεύριζε.
Σύντομα κατάλαβα πως ένας τέτοιος τρόπος σκέψης, μια τέτοια θεώρηση και αντιμετώπιση για τα πράγματα, για το κλαμπάκι μου συγκεκριμένα, μόνο δυστυχισμένο μπορεί να σε κάνει και διέλυσα αυτό το “εγώ” σε μικρά κομματάκια και ξαναβρήκα τον εαυτό μου και την ηρεμία μου. Δεν ήμουν ο Βούδας.
Ευτυχώς αυτό δεν κράτησε πολύ και ποτέ δεν ήταν για μένα, σε προσωπικό επίπεδο. Ήταν για την λέσχη μου. Πιστεύω πως είναι φυσιολογικό να συμβεί και καταστροφικό για σένα τον ίδιο να μην το διαλύσεις.
Έγινες πλούσιος πουλώντας διασκέδαση;
Πέρασαν λεφτά από τα χέρια μου. Χρήματα που έβγαλα με πολλή δουλειά και μεγάλο ρίσκο. Πλούσιος ποτέ δεν έγινα γιατί δεν είχα την διάθεση να τα μαζεύω αλλά να περνάω καλά. Τόσο εγώ, όσο και οι φίλοι μου. Πέρασα καλά, θα πάω χορτάτος και με την ικανοποίηση ότι έκανα αυτό που ήθελα.
Σήμερα πώς βιοπορίζεσαι;
Είμαι καθηγητής μουσικής, τόσο πλήκτρων όσο και θεωρητικών. Κάνω ιδιαίτερα μαθήματα μουσικής, μουσικής τεχνολογίας και ηχογραφήσεις στο δικό μου στούντιο. Εύχομαι να συνεισφέρει και το βιβλίο, όσο και αυτά που θα ακολουθήσουν γιατί οι εποχές έχουν γίνει πλέον εξαιρετικά δύσκολες.
Πώς γεννήθηκε η ανάγκη να γράψεις ένα βιβλίο; Είναι ένα βιβλίο για σένα ή για το Berlin;
Είναι ένα βιβλίο καθαρά για μένα. Το Berlin είναι ένα μέρος του βιβλίου γιατί είναι ένα κομμάτι της ζωής μου. Τα 15 από τα 40 χρόνια που περιγράφω. Από μικρό παιδί, το γράψιμο ήταν μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις μου και γράφω σχεδόν καθημερινά. Κατά περιόδους μετά μανίας. Το συγκεκριμένο βιβλίο, πίστεψα πως αφορά και άλλους. Είτε έζησαν την εποχή είτε όχι.
Η ανάγκη γεννήθηκε από την επιθυμία μου να βάλω τα πράγματα σε μία σειρά μέσα μου.
Σήμερα, τι σου λείπει από την Αθήνα των 80’s, τότε που έβγαζες μεροκάματο πουλώντας χειροτεχνήματα στα προπύλαια;
Σήμερα κυριαρχούν, σε μεγάλο βαθμό, το δήθεν, η επιβολή και η καταξίωση μέσω των χρημάτων ή το “κοιτάξτε τι κατάφερα εγώ στην ζωή μου”. Το τι έχω και όχι το ποιος είμαι μέσα μου, είναι αυτά που μου έρχονται πρώτα στο μυαλό.
Μου λείπει η αυθεντικότητα και το μεράκι.
Πώς διασκεδάζεις σήμερα;
Σήμερα είμαι ένας μάλλον βαρετός τύπος.
Που είτε θα κάθεται μπροστά σε ένα πιάνο ή με μια κιθάρα στα χέρια
ή μπροστά σε έναν υπολογιστή να γράφει.
Δεν βγαίνω πολύ συχνά πλέον. Πιστεύω πως μετά από 25 χρόνια καθημερινής “νύχτας”, είναι κάτι που το έκαψα. Μπορώ να καταλάβω τι γίνεται σε ένα κλαμπάκι, όταν βγαίνω, ακόμα και με γυρισμένη την πλάτη. Η πείρα και η συνήθεια βλέπεις.
Χωρίς να το θέλω, το βλέπω διαφορετικά, όχι μόνο ως θαμώνας.
Προτιμώ τα μικρά κλαμπ, που βάζουν μουσική φίλοι ή φίλες.
Θα ήθελα μια «μίνι αυτοβιογραφία» σου με τα 5 τραγούδια που είναι κομμάτι σου και έπαιξαν στο Berlin.
Μίνι αυτοβιογραφία.
“Από μικρό παιδί ήθελα να γίνω ο Mick Jagger και αστροναύτης”.
Αδυνατώ να διαλέξω 5 τραγούδια από τα χιλιάδες που έπαιξα ή άκουσα στο Berlin.
Το βιβλίο σου, νοητά έχει τρεις ενότητες: Αλεξάνδρεια – Αθήνα – Berlin. Θεωρώ ότι είναι τα τρία ορόσημα σου. Ποιο θα ήταν ένα νοητό επόμενο κεφάλαιο;
Δεν μπορώ να απαντήσω με ακρίβεια.
Νομίζω πως θα έχει να κάνει με το γράψιμο και όσο το δυνατόν περισσότερα ταξίδια επιτρέπουν τα οικονομικά μου. Και όπου με βγάλει.
Προτιμώ να μην ξέρω.
Τι φοβήθηκες ή και τι φοβάσαι περισσότερο και πώς καταπολεμάς τους φόβους σου;
Φοβήθηκα και ακόμα φοβάμαι, τις καλές προθέσεις που γίνονται πράξεις ερήμην μου.
Φοβάμαι, τρέμω για την ακρίβεια και απεύχομαι την ώρα που δεν θα μπορώ να εξυπηρετήσω τον εαυτό μου μόνος μου για λόγους σωματικής ή ψυχικής υγείας.
Καταπολεμώ τους φόβους μου με την μουσική (να παίζω, να γράφω ή να ακούω), με την γραφή που με κάνει να δημιουργώ δικούς μου φανταστικούς κόσμους όπως ακριβώς τους θέλω, την πολύ έντονη, πέρα από τα όρια μου ενασχόληση με τον αθλητισμό που με δυναμώνει ψυχικά, τα ταξίδια και την όσο το δυνατόν περισσότερη επαφή με τη θάλασσα, που για μένα δεν είναι ένα ακόμα στοιχείο της φύσης αλλά μια Θεότητα.
Γιάννης Καφάτος